ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΜΕΓΙΣΤΩΝ ΦΩΣΤΗΡΩΝ ΤΗΣ ΤΡΙΣΗΛΙΟΥ ΘΕΟΤΗΤΟΣ.


Ο Χριστιανισμός εμφανίστηκε στην ανθρωπότητα ως μία πνευματική-ηθική και κοινωνική εξέγερση, ενάντια στον Φοινικικό παγανισμό και το απέραντο σκοτάδι. Στις διδασκαλίες του Θεανθρώπου και σωτήρα ημών Ιησού Χριστού αντέδρασαν τα σκοτεινά ιερατεία. 









Γράφει ο Άγγελος-Ευάγγελος Φ. Γιαννόπουλος 

Λ

 :

Μια από τις συκοφαντίες των μαινόμενων ειδωλολατρών κατά της Εκκλησίας στα πρωτοχριστιανικά χρόνια ήταν ότι απαρτίζονταν αυτή από αγραμμάτους και άσημους ανθρώπους.

Ότι ο Χριστιανισμός ήταν η θρησκεία του απαίδευτου όχλου και των δούλων. Αλλά η παρουσία σπουδαίων εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων τους αποστόμωσε. Μια από τις κορυφαίες μορφές της αρχαίας Εκκλησίας είναι και ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυς. Ένας από τους πλέον μορφωμένους ανθρώπους της εποχής του, εφάμιλλος ή και ανώτερος από τους εθνικούς φιλοσόφους της εποχής του. 

Γεννήθηκε στην πόλη Φλαβία Νεάπολη της Παλαιστίνης περί το 110 μ. Χ. από γονείς Έλληνες ειδωλολάτρες. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρίσκιος Βάκχιος, ενώ της μητέρας του αγνοούμε το όνομα. Μεγάλωσε ως ειδωλολάτρης. Ήταν προικισμένος με εξαιρετικά χαρίσματα και φιλομάθεια. Οι γονείς του φρόντισαν να του παράσχουν υψηλή παιδεία.

Σπούδασε φιλοσοφία στις ονομαστές σχολές της Παλαιστίνης και της Συρίας. Εμβάθυνε στην στωική, στην επικούρεια, στην περιπατητική και στην πυθαγόρεια φιλοσοφία. Ιδιαιτέρως ασχολήθηκε με τις αρχές της οντολογίας του πλατωνισμού. Τον απασχολούσε η γνώση του Θεού, διότι ενωρίς άρχισε να διαπιστώνει πως οι ποικίλες δοξασίες και πίστεις των ειδωλολατρικών θρησκειών της εποχής του περί θείου ήταν όχι μόνον ατελείς, αλλά και απαράδεκτες για μορφωμένους ανθρώπους. Άλλωστε βρισκόμαστε στην εποχή, που η κατάρρευση της ειδωλολατρίας ήταν ραγδαία. 

Η θεία πρόνοια βλέποντας τις αγαθές προθέσεις του νεαρού φιλοσόφου ευδόκησε να του φανερώσει την πίστη στον αληθινό Θεό. Περί το 135 γνώρισε κάποιο σεβάσμιο Χριστιανό, ο οποίος τον έπεισε ότι οι ανθρώπινες αντιλήψεις για το Θεό είναι ατελείς και γι’ αυτό ο Θεός αποφάσισε να αποκαλύψει τον εαυτό Του. Μελετώντας την Αγία Γραφή φωτίστηκε ο νους του και ικανοποιήθηκε ο πόθος του για τη γνώση του αληθινού Θεού. Πέταξε τον φιλοσοφικό τρίβωνα και άρχισε να ζει χριστιανική ζωή, «την μόνην φιλοσοφίαν την αληθή και ασύμφορον», όπως έγραψε ο ίδιος αργότερα για την μεταστροφή στο Χριστό, στην υπηρεσία του Οποίου αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του. Βαπτίστηκε, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην πολυάνθρωπο Ρώμη, να είναι κοντά στα κέντρα εκείνα που αποφάσιζαν και κινούσαν τον αφανισμό της νέας πίστης.

Βρισκόμαστε άλλωστε στον 2ο αιώνα, όπου οι διωγμοί κατά των Χριστιανών από τη ρωμαϊκή εξουσία βρισκόταν σε έξαρση. Πίστευε πως συντελούνταν μια φρικτή αδικία εις βάρος των διωκομένων Χριστιανών και έπρεπε κάποιος να τους υπερασπίσει. Άνοιξε σχολή, στην οποία δίδασκε την χριστιανική πίστη. Έχοντας, επίσης, καλή γνώση της ειδωλολατρίας, των φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής του και της χριστιανικής πίστεως, ανάλαβε το δύσκολο έργο της απολογίας κατά των διωκτών, της Ορθοδόξου πίστεως..

Ομιλεί με θάρρος ενώπιον ειδωλολατρών φιλοσόφων, τους οποίους ελέγχει διότι πολεμούν τον Χριστιανισμό χωρίς να τον γνωρίζουν. Με τα ακαταμάχητα επιχειρήματά του και την ευγλωττία τους αποστομώνει και τους καθιστά ασόφους.

Στράφηκε επίσης, να δώσει λόγο απολογίας, και προς τους Ιουδαίους, οι οποίοι μάχονταν και αυτοί τους Χριστιανούς παράλληλα με τους εθνικούς. Είχε κάποτε διήμερο θεολογικό διάλογο με κάποιον Ιουδαίο Τρύφωνα, τον οποίο και κατατρόπωσε. Μάλιστα φρόντισε ο Ιουστίνος να καταγράψει αυτόν τη συζήτηση, η οποία διασώθηκε και έφτασε ως εμάς. Είναι ο περίφημος «Διάλογος προς Τρύφωνα». Οι επιτυχίες του Χριστιανού φιλοσόφου δεν άργησε να γίνουν γνωστές στους φιλοσοφικούς κύκλους της Ρώμης. Οι αποστομωμένοι και ταπεινωμένοι παγανιστές-φιλόσοφοι καλλιέργησαν ένα απίστευτο μίσος κατά του Ιουστίνου.

Επειδή έχαναν συνεχώς έδαφος και τους ήταν αδύνατο να τον αντιμετωπίσουν, αποφάσισαν να τον καταδώσουν στις ρωμαϊκές αρχές, για τις οποίες οι Χριστιανοί ήταν παράνομοι.

Ο κυνικός φιλόσοφος Κρήσκεντας τον κατάγγειλε στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο (Ι61-180), διότι τον μισούσε θανάσιμα επειδή του ερήμωσε τη σχολή, μεταστρέφοντας τους μαθητές του στον Χριστιανισμό. Συνελήφθη ο μαθητής του Πτολεμαίος και μαρτύρησε. Ο ίδιος πρόλαβε να φύγει προσωρινά, ώσπου να κοπάσει ο θόρυβος. Αργότερα επέστρεψε για να συγγράψει τις δύο περίφημες Απολογίες του προς τη Ρωμαϊκή σύγκλητο, υπερασπίζοντας την διωκόμενη χριστιανική πίστη, οι οποίες αποτελούν υπέροχα δείγματα χριστιανικής γραμματείας και απολογητικής. 

Οι απολογίες του όμως ουδόλως έπεισαν τις ρωμαϊκές αρχές για τον άδικο διωγμό των φιλήσυχων Χριστιανών. Μάλιστα τον εντόπισαν οι αρχές, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν να απολογηθεί ενώπιον του επάρχου της Ρώμης Ιουνίου Ρουστικού (162-167), πρώην διδασκάλου και παιδαγωγού του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου. Ο Ιουστίνος ομολόγησε με απίστευτο ηρωισμό και σθένος την πίστη του στο Χριστό και στηλίτευσε την ειδωλολατρία ως πίστη σε ψευδείς και ανήθικους «θεούς». Μετά από αυτό οδηγήθηκε στον τόπο του μαρτυρίου, όπου αποκεφαλίστηκε, μαζί με ομάδα αφοσιωμένων μαθητών του περί το 165.

Το λείψανό του θάφτηκε στην κατακόμβη της Αγίας Πρισκίλλης, όπου βρέθηκε λίθος με την επιγραφή ΜΧΟΥΣΤΙΝΟΣ, δηλαδή Μάρτυς Χριστού Ιουστίνος. Η μνήμη του τιμάται την 1η Ιουνίου. Στην πρώτη του Απολογία ο άγιος Ιουστίνος, η οποία στάλθηκε στον αυτοκράτορα Αντωνίνο (138-161), για να κάνει γνωστή τη χριστιανική πίστη και ανασκευάζει τις κατηγορίες των ειδωλολατρών. Παραθέτοντας σε αυτή πληροφορίες για την χριστιανική λατρεία, μας παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για την λατρεία της αρχαίας Εκκλησίας, και κύρια της Θείας Ευχαριστίας. 

Ο άγιος Ιουστίνος είναι ένας από τους πρώτους μεγάλους θεολόγους της Εκκλησίας μας. Παρ’ όλο που δεν είχαν διευκρινισθεί ακόμη οι βασικές αρχές της χριστιανικής πίστεως, μπόρεσε να διατυπώσει κατά τρόπο ορθόδοξο, πολλές από αυτές και κυρίως τη θεολογία του σαρκωμένου Λόγου. 

Ο Ιουστίνος ήταν ο πρώτος Άγιος Φιλόσοφος και Χριστιανός. Ήταν ο πρόδρομος των τριών Ιεραρχών, καθώς αποτέλεσε λαμπρό παράδειγμα, για τους τρεις Μεγίστους φωστήρες της Τρισηλίου Θεότητος.

Ο Άγιος Ιουστίνος, μαρτύρησε για του Ιησού Χριστού την πίστη, την Αγία το 165 μ.Χ, ήταν ο πρώτος Χριστιανός που χρησιμοποίησε το Φιλοσοφικό -Πλατωνικό σύστημα αξιών και ιδεών στην ορθοδοξία

Εκείνους τους αιώνες εκτός από τους εωσφοριστές Φιλοσόφους, υπήρξαν και φιλόσοφοι που πίστευαν στον Αληθινό Θεό. Οι κορυφαίοι ιεράρχες του Ελληνισμού-Ορθοδοξίας, ως νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι και ιερωμένοι αποτελούν τεράστιες εκκλησιαστικές-πνευματικές  προσωπικότητες, οι οποίες διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο, στην διαμόρφωση του παγκόσμιου και του Ελληνικού πολιτισμού. Είναι οι εκπρόσωποι των Αγίων-πατέρων της Ορθοδοξίας, οι οποίοι δίδαξαν ότι πολύτιμο είχε προσφέρει, ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός. Συνδύασαν το αρχαίο Ελληνικό πνεύμα, με τις διδαχές του Λυτρωτή Χριστού. Συγκρότησαν τον Ελληνορθόδοξο πολιτισμό.

Οι Τρεις Ιεράρχες είναι οι προστάτες της Παιδείας. Οι τρεις Άγιοι πάντοτε υπογραμμίζουν την σπουδαιότητα της πραγματικής Ελληνικής παιδείας. Η παιδεία γράφει ο Χρυσόστομος, είναι μέγιστο αγαθό για τον άνθρωπο, είναι μετάληψη αγιότητας. Αυτή ξεριζώνει από τον άνθρωπο την ραθυμία, τις πονηρές επιθυμίες, το πάθος για τα υλικά αγαθά, αυτή αναμορφώνει την ψυχή, αυτή καθιστά την ψυχή, με την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Οι τρεις Ιεράρχες, υπήρξαν μέτοχοι και φορείς της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας. Ο Χριστιανισμός και η αρχαία Ελλάδα ήταν και είναι έννοιες ταυτόσημες. Τον έναν θεό-δημιουργό δίδαξαν οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί, με προεξέχον τον Ύπατο των Φιλοσόφων, τον Αριστοκλή-Πλάτωνα. Οι μεγάλοι, νεοπλατωνικοί θεολόγοι της Αγιοτόκου Καππαδοκίας, ο Μέγας Βασίλειος, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Άγιος Γρηγόριος, ο επίσκοπος Νύσσης, όπως και ο Άγιος Ιωάννης, ο Χρυσόστομος ήταν μεγάλοι θαυμαστές, της αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, την οποία ενσωμάτωσαν, στην Χριστιανική διδασκαλία-πίστη. 

Η Ορθοδοξία και η αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία, διδάσκουν τις διαχρονικές αξίες, την γενναιότητα, την καλοσύνη, την δικαιοσύνη, την ηθική ζωή, την παιδεία, με σκοπό την εξέλιξη του πνεύματος και της ψυχής. Τα Ελληνικά Φιλοσοφικά αξιώματα, και οι Χριστιανικές, διδαχές των Τριών Ιεραρχών, περάσαν στις ψυχές, των Ελλήνων, με αποτέλεσμα να φτάσει, ο Ελληνισμός, στην κορυφή του κόσμου. Οι Έλληνες σοφοί, από την αρχή, έδειξαν την αντίθεση τους, στην παγανιστική θρησκεία και δίδαξαν, ότι το δωδεκάθεο, ήταν ανάξιο, του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, και ότι μόνον η πίστη, στον θεό-Δημιουργό, είναι αντάξια, των Ελλήνων. Η αρχαία Ελληνική σκέψη ήταν βασισμένη στον φυσικό κόσμο. Όλοι οι μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι-σοφιστές δίδαξαν ότι το δωδεκάθεο είναι δαιμονικό, αλλά και ότι ταυτόχρονα ήταν φαιδρό και ανάξιο του αρχαίου αρχαίου πολιτισμού. Στο έργο του Πλάτωνα με την επωνυμία Τίμαιος, έχουμε την διδασκαλία για τον ένα Θεό-δημιουργό με γεωμετρία σε τόσο υψηλό επιστημονικό επίπεδο παγκοσμίως. Το δωδεκάθεο ήταν εντελώς ανάξιο, σε σχέση με τον κορυφαίο πολιτισμό του κόσμου, που ήταν ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός. 

Αυτό μας το δείχνει μεταξύ άλλων, το κορυφαίο έργο του Πλάτωνα για την δημιουργία του σύμπαντος. Ένα έργο με γεωμετρία στο πιο υψηλό επίπεδο, που κανένας άλλος δεν επέτυχε να γράψει. Για την δημιουργία του σύμπαντος αναφέρουν σχετικά και οι θρησκείες, ενώ πάρα πολλοί ανά τους αιώνες σχολίασαν και ερμήνευσαν τα αναφερόμενα, από τα ιερά βιβλία των θρησκειών. Όμως ουδέποτε υπήρξε παρόμοιο έργο σαν αυτό του Πλάτωνα, που να εξηγεί επιστημονικά και τεκμηριωμένα, τον τρόπο με τον οποίο έγινε το σύμπαν.

Σε όλο του το έργο, ο Ύπατος των φιλοσόφων, αναφέρει ότι το σύμπαν έκανε, ο ένας θεός-δημιουργός, και όχι ο Δίας ο πατέρας των “θεών”, ούτε κάποιος άλλος Ολύμπιος αναφέρεται ως δημιουργός του σύμπαντος. Ακόμη και για τους Ολύμπιους αναφέρει ότι τους έπλασε ο ένας Θεός-δημιουργός, ως κατώτερους “θεούς”. Αυτό το τελευταίο το αναφέρει για να εξευμενίσει κάπως τους δωδεκαθειστές, ώστε να μην έχει την τύχη του Σωκράτη. Ενδεικτικός, ήταν ο διάλογος στο έργο του Πλάτωνα με τίτλο “Πολιτεία”. 

Στο έργο αυτό συνομιλούν ο Σωκράτης με τον σοφιστή Θρασύμαχο, σχετικά με τους Ολύμπιους. Απευθυνόμενος ο Θρασύμαχος στον Σωκράτη του είπε τα εξής : “Για όλους αυτούς τους “θεούς”, τους οποίους αναφέρεις Σωκράτη, δεν τους είδε ποτέ κανένας άνθρωπος. Ούτε φανερώθηκαν ποτέ για να κάνουν κάποιο θαύμα, είτε να δώσουν κάποια συμβουλή. Όλους αυτούς τους γνωρίζουμε, από τους ποιητές που έγραψαν πολύ παλαιότερα για τα πολεμικά τους κατορθώματα και τα γενεαλογικά τους δένδρα”. Είναι φανερό, ότι ο Σοφιστής Θρασύμαχος, αναφέρει, ανθρώπους που έζησαν σε παλαιότερη εποχή και ήταν βασιλιάδες, έκαναν πολέμους, όπως έκαναν παιδιά, εγγόνια, κλπ. Ποτέ ο αληθινός Θεός δεν κάνει πολέμους, και φυσικά δεν είχε, ούτε έχει παιδιά, ούτε γενεαλογικό δέντρο. Είναι πλέον γνωστό, ότι με βάση τις αναφορές του Ηρόδοτου, όταν ήρθαν οι σκλάβοι από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, για να είναι οικεία στους Έλληνες τα ονόματα των δαιμόνων του δωδεκαθέου, άλλαξαν τα πραγματικά ονόματα των δαιμόνων, με ονόματα παλαιότερων επιφανών Ελλήνων. Τις ίδιες ακριβώς απόψεις, για την δημιουργία, έχουν και οι τρεις Ιεράρχες. Οι Άγιοι υπογραμμίζουν ότι ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο και τον άνθρωπο από αγάπη, διότι είναι αγαθό, και στον αγαθό, δεν χωράει, καμία κακία, και κανένα μίσος (Αριστοκλής-Τίμαιος). Ο Θεός δημιουργεί, για να κάνει τον άνθρωπο μέτοχο της δικής του αγάπης, δικαιοσύνης, και ελευθερίας, ενώ παράλληλα, προστατεύει συνεχώς, τα δημιουργήματα του. Όλοι εμείς υπάρχουμε επειδή μας έφτιαξε, μας προστατεύει και μας αγαπά ο Θεός-Δημιουργός. Για όσους δεν γνωρίζουν ο πιο αγαπημένος φιλόσοφος των τριών Ιεραρχών ήταν ο Πλάτωνας-Αριστοκλής.

Από την εποχή του αυτοκράτορα Κωνστάντιου εώς την εποχή του αυτοκράτορα Θεοδόσιου του Β, έζησαν οι πέντε μεγαλύτεροι Έλληνες νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι του μεσαίωνα. Αυτοί ήταν ο Μέγας Βασίλειος, οι Άγιοι Ιωάννης (Χρυσόστομος), Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης και η φιλοχριστιανή Υπατία. Οι μεγαλύτεροι Χριστιανοί πλατωνικοί θεολόγοι της Καππαδοκίας, ο Βασίλειος της Καισαρείας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Γρηγόριος ο Νύσσης, ήταν φορείς, της αρχαίας Ελληνικής σκέψης, την οποία συνδύασαν άριστα, με την Ορθόδοξη Χριστιανική διδασκαλία, η οποία αναφέρεται στις αιώνιες αλήθειες, τις αξίες, τις αρετές, την καλλιέργεια της ψυχής και την ανάταση του πνεύματος. μέσα από την Ορθοδοξία, και τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό.

Ο Eλληνικός φιλοσοφικός στοχασμός, μέσα από την ένωση του, με τα χριστιανικά αξιώματα, βρήκε την θέση του, στους λόγους των Αγίων Πατέρων, για να περάσει στις ψυχές των ανθρώπων, ώστε να δώσει τους καρπούς της αλήθειας, της αγάπης, της Ορθοδοξίας, και της εθνικής επιβίωσης. Πολλοί από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, ήδη είχαν ασκήσει σκληρή κριτική στην παγανιστική θρησκεία, και δίδαξαν τον φιλοσοφικό μονοθεϊσμό. 
 
Ο παγκόσμιος χαρακτήρας της Ελληνορωμαϊκής αυτοκρατορίας εδραιώνεται σταθερά μέσα από την οικουμενική χριστιανική ιδέα. Ο σκοπός των Τριών Ιεραρχών, ήταν η ενοποίηση του Ρωμαϊκού κράτους μέσω της χριστιανικής πίστεως. 

Η Ορθοδοξία ήταν το βασικό στοιχείο συνοχής, για να αντιμετωπίσει το Ελληνικό-Ρωμαϊκό έθνος, τον μόνιμο κίνδυνο λόγω των διαφορετικών λαών. Οι Άγιοι πατέρες, θεμελίωσαν την πολιτική ιδεολογία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επάνω στο αξίωμα της χριστιανικής οικουμενικότητας και των Ρωμαϊκών πολιτικών αξιωμάτων. Η βασική αρχή της πολιτικής Ρωμαϊκής θεωρίας ήταν η Pax Romana, η παγκόσμια Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ένωσε όλη την οικουμένη. Αυτό έφερε την υποταγή των λαών, κατάργησε τα σύνορα των εθνών και σχημάτισε την πατρίδα που γεννήθηκε ο Χριστός. Το Ρωμαϊκό κράτος συνέχισε να υπάρχει εξαιτίας του Χριστού ,του Αγίου Κωνσταντίνου και των τριών Ιεραρχών. Την εποχή εκείνη και οι πέντε νεοπλατωνικοί διδάσκουν τον Αριστοκλή, έχοντας πάντοτε την αμέριστη υποστήριξη των αυτοκρατόρων.

Οι αυτοκράτορες γνωρίζουν προσωπικά τους μεγάλους φιλοσόφους – ρήτορες, τους Αγίους Ιεράρχες και τους στηρίζουν στο επιστημονικό τους έργο. Αυτό ήταν η ενσωμάτωση της Πλατωνικής διδασκαλίας στον Χριστιανισμό. Με την ολοκλήρωση αυτού του μοναδικού στο είδος του φιλοσοφικού-πνευματικού έργου οι Ιεράρχες, μετέτρεψαν τον Ιουδαϊκό Χριστιανισμό σε καθαρά Ελληνικό, και τότε αμέσως ο Μέγας Θεοδόσιος τον Μάιο του 381 μ.Χ. θα ανακηρύξει τον Χριστιανισμό σε επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Εάν οι αυτοκράτορες ήταν ενάντια στον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, δεν θα επέτρεπαν πότε την ενσωμάτωση αυτούσιας της διδασκαλίας του Αριστοκλή-Πλάτωνα, στην Χριστιανική θρησκεία. Ακόμη άμεσα οι αυτοκράτορες θα τιμωρούσαν τους Αγίους Ιεράρχες και θα τους αφαιρούσαν όλα τα εκκλησιαστικά τους αξιώματα. 

Επίσης θα απαγόρευαν την διδασκαλία του Πλάτωνα στους Ιεράρχες, στην Υπατία καθώς και σε όλους τους υπόλοιπους φιλοσόφους. Μεταξύ άλλων οι αυτοκράτορες θα έκλειναν και όλες τις φιλοσοφικές σχολές, με αποτέλεσμα να μην ήταν σε θέση να σπουδάσουν, οι Άγιοι, η Υπατία, και όλοι οι υπόλοιποι σοφοί της εποχής εκείνης. Αυτό όμως ήταν κάτι το οποίο δεν το έκανε ποτέ κανένας αυτοκράτορας, διότι όλοι οι φιλόσοφοι δίδασκαν ελεύθερα τον τον ύπατο των φιλοσόφων και όσοι το επιθυμούσαν, σπούδαζαν την αρχαία Ελληνική γραμματεία. Χωρίς την ένωση του Χριστιανισμού και του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, ήταν αδύνατον να γίνει το έθνος μας, παγκόσμια αυτοκρατορία και να φτάσει στην κορυφή του κόσμου. Ο Ελληνικός πολιτισμός και ο Χριστιανισμός θα ενωθούν, ώστε να γίνει για μία και μοναδική φορά η Ελλάδα παγκόσμιο κρατικό μόρφωμα. Ο Χριστός και ο Πλάτωνας υπήρξαν τα θεμέλια της αυτοκρατορίας. Από εκεί ο Ελληνισμός θα πάρει αστείρευτες δυνάμεις για να μεγαλουργήσει και να επιβιώσει. Οι πατέρες της Ορθοδοξίας, κράτησαν ότι πολύτιμο είχε ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός, όπως οι διδασκαλίες του Πλάτωνα-Αριστοκλή και του Αριστοτέλη, ενώ παράλληλα χρησιμοποίησαν την κορυφαία γλώσσα στον κόσμο την Ελληνική. Ο Ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν αρκετός από μόνος του για να φτάσει στην κορυφή του κόσμου το έθνος. Για αυτό και έπρεπε να ενωθεί ο Ελληνικός πολιτισμός με τον χριστιανισμό, για να φτάσει ο Ελληνισμός στο απόγειον της δυνάμεως του. Η πολιτιστική διαδρομή του αρχαίου Ελληνικού κόσμου ενώθηκε με την Ορθοδοξία, ως σώμα Χριστού, όταν οι Έλληνες θα αναλάβουν την ηγεσία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της Αγίας Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ο μέγιστος εκφραστής της Αρχαιότητας ο Αριστοκλής μαζί με τους τρεις Ιεράρχες θα δημιουργήσουν της βάσεις για την οικουμενικότητα, την διαχρονικότητα του Ελληνισμού και της Χριστιανικής, Ελληνικής-Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τα περισσότερα στοιχεία του αθάνατου Ελληνικού πνεύματος θα είναι πλέον μέσα στην Ορθόδοξη πίστη. Η εισαγωγή των διδασκαλιών του ύπατου των φιλοσόφων Πλάτωνα-Αριστοκλή από τους Αγίους Ιεράρχες είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι ήταν μονοθεϊστές και ότι δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με το Φοινικικό δωδεκάθεο. Μέσα από τα Πλατωνικά διδάγματα και τα ηθικά αξιώματα, ο Χριστιανισμός έγινε πολύ ευκολότερα αποδεκτός από τους Έλληνες, καθώς τους φάνηκε από την αρχή, ότι η Ορθοδοξία είναι κάτι πολύ οικείο, προς εκείνους. 

Το αποτέλεσμα ήταν με την εισαγωγή των διδαχών του Πλάτωνα, στον Χριστιανισμό, να έχουμε πολύ μεγάλη εξάπλωση, της νέας και ανερχόμενης θρησκείας στην αυτοκρατορία. Μόνον όσοι ήταν αγράμματοι δεν έγιναν Χριστιανοί, διότι δεν επέτυχαν να διεισδύσουν στα ουσιώδη νοήματα της Χριστιανικής διδασκαλίας. Η αλλαγή του Χριστιανισμού από τον Εβραϊκό, στον Ελληνικό πολιτισμό επέφερε την παγκοσμιότητα της Ορθοδοξίας, του Ευαγγελίου, του κλασικού πολιτισμού και της αυτοκρατορίας. Ο Χριστιανισμός μαζί με τον σωτήρα Ιησού Χριστό διαμόρφωσαν ηθικά και πνευματικά ολόκληρη την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, διότι εξ αρχής ο Χριστιανισμός με τον Ελληνισμό, είχαν τα ίδια ηθικά αξιώματα, στους περισσότερους τομείς. Ενδεικτικό περί αυτού ήταν, ότι τρία από τα τέσσερα Ευαγγέλια γράφτηκαν απευθείας στην Ελληνική γλώσσα, όπως επίσης οι πράξεις των Αποστόλων, οι επιστολές του Αποστόλου των εθνών Παύλου, καθώς και τα πρώτα άρθρα της Ορθόδοξης, Χριστιανικής θεολογίας.

Έξω από την Ελληνική Ορθοδοξία άφησαν οι άγιοι Ιεράρχες, μόνο το δωδεκάθεο, τον Φοινικικό παγανισμό ως ανάξιο του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού και της Ορθοδοξίας. Πρόσθεσαν στον Χριστιανισμό μόνον ότι καλό είχε ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός μέσα από τα φιλοσοφικά αξιώματα του Αριστοκλή. Οι Τρεις Ιεράρχες διέσωσαν ότι πολύτιμο είχε δημιουργήσει η ανθρώπινη διάνοια των Ελλήνων σοφών, συνδυάζοντας το πνεύμα του αρχαίου φωτός, με την διδασκαλία του Χριστού.

Γράφει ο Άγγελος-Ευάγγελος Φ. Γιαννόπουλος

ΕΠΙΚΡΑΤΕΕΙΝ
Πάγια αρχή μου είναι ότι όλοι οι λαοί, όλοι οι άνθρωποι, έχουν δικαίωμα να πιστεύουν οπού θέλουν. Όλα αυτά με την απαραίτητη προυπόθεση να μην επιβάλλουν τα πιστεύω τους σε τρίτους, είτε δια της βίας, είτε με πλάγιους τρόπους.  Από όλους τους προαναφερόμενους, εξαιρείται, ένα μικρό μέρος βάση των παγκόσμιων Φιλοσοφικών-μαθηματικών σταθερών, μέτρον άριστον και μηδέν άγαν.

 Η ελευθερία πίστεως είναι θεόδοτη. Ο ίδιος ο Θεός έδωσε το δικαίωμα στους ανθρώπους, να πιστεύουν, όπου επιθυμούν. Προσωπικά είμαι υπέρ της συνυπάρξεως των λαών και των διαφορετικών θρησκευτικών, πεποιθήσεων, για αυτό στηρίζω, τον μεγάλο Σύριο ηγέτη Ασσάντ, ο οποίος επέτυχε να συνυπάρχουν ειρηνικά, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι.

Αναφέρομαι πάντοτε στους Φοίνικες που από μονοθεϊστές της Π. Διαθήκης και πιστοί των προφητών, εγκατέλειψαν τον Θεό, άλλαξαν και έγιναν εωσφοριστές του δωδεκαθέου. Δεν αναφέρομαι σε όλους τους Φοίνικες.

ΤΡΟΙΑ  ΜΙΑ ΙΟΥΔΑΙΟΦΟΙΝΙΚΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ.


0 comments: