ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΣΜΟΣ (ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ).


Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1802 ήταν Έλληνας πολιτικός, δημοσιογράφος, συγγραφέας και δικαστικός. 








Είχε εκλεγεί πληρεξούσιος και είχε πάρει θέσεις υπουργού Παιδείας, νομάρχη, μέλους του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικράτειας στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. 

Γεννήθηκε στο Μελένικο της βορειονατολικής Μακεδονίας. 
Τις σπουδές του τις ξεκίνησε στην Βιέννη το 1817 στα νομικά, ιστορία και κοινωνικές επιστήμες.  Το 1821 τον βρήκε στο Βερολίνο, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του. Με το ξεκίνημα της επανάστασης διέκοψε τις σπουδές του και επέστρεψε στην Ελλάδα. 

Μετά από πολλές περιπέτειες βρέθηκε στο Μεσολόγγι όπου συνεργάστηκε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ασπάστηκε τις πολιτικές του αντιλήψεις και έγινε γραμματέας του εκτελεστικού. Ήταν ο κύριος συντάκτης της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος, η οποία και συμπεριλήφθηκε αυτούσια στο "Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος" , το οποίο ήταν και το πρώτο σύνταγμα της Πολιτείας. 

Το 1827 τον επέλεξαν ως πληρεξούσιο στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους αναχώρησε για το Παρίσι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Όταν επέστρεψε από την Γαλλία εξέδωσε στην Ύδρα την εφημερίδα «Απόλλων» με σκληρή κριτική για την διακυβέρνηση του Καποδίστρια. Το 1832 διορίστηκε από την Αντιβασιλεία πρόεδρος του πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου στην δική των Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα κ.ά. 

Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης γνώριζε πολύ καλά για την αθωότητα των κατηγορουμένων αγωνιστών, είχε  ιδίαν αντίληψη  για τον σκοπό και πρόθεση όσων προσπαθούσαν να ελέγξουν πλήρως την Ελλάδα και αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση καταδίκης τους σε θάνατο για εσχάτη προδοσία.
▶Δείτε στην φώτο την καταδικαστική απόφαση στην οποία λείπουν δύο υπογραφές η δική του και του Γεωργίου Τερτσέτη ▶


"1. Ο Δ. Πλαπούτας και Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον, ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας, ήτοι των κακουργημάτων των ενδιαλαμβανομένων εις το άρθρον 2 του § Α και Γ του Εγκληματικού Απανθίσματος και εις το άρθρον 2 του από 9/21 Φεβρουαρίου 1833 Βασιλικού Διατάγματος, κατά τα αυτά άρθρα, και εις τα δικαστικά έξοδα και των μαρτύρων δραχμ. 1047 και 93/100, ήτοι χιλίας τεσσαράκοντα επτά και λεπτά εννενήκοντα τρία.

2. Η παρούσα άπόφασις θέλει εκτελεσθή εις την εκτός του Φρουρίου Ναυπλίου πλατείαν.

3. Οι καταδικασθέντες κρίνονται άξιοι της Βασιλικής χάριτος, την ο­ποίαν θέλει ζητήσει επισήμως το Δικαστήριον από την Αυτού Μεγαλειότητα.

4. Αναβάλλεται η εκτέλεσις της παρούσης αποφάσεως μέχρι της έκβάσεως της περί της χάριτος αιτήσεως.

5. Ο Επίτροπος της Επικρατείας να εκτελέση την παρούσαν απόφασιν.

6. Αντίγραφαν αυτής να κοινοποιηθή εις τον Επίτροπον της Επικρα­τείας.

Εξεδόθη και εδημοσιεύθη εν Ναυπλίω την εικοστήν έκτην Μαΐου του χιλιοστού οκτακοσιοστού τριακοστού τετάρτου έτους.

Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας
……………………… Χ. ΖΩΤΟΣ
Α. ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
Δ. Κ. ΣΟΥΤΣΟΣ
Φ. ΦΑΓΚΟΥΛΗΣ
....................."
Η απόφαση του αυτή προκάλεσε τη φυλάκιση και την δίωξη του από την Αντιβασιλεία. Δεν υπέγραψε την καταδικαστική απόφαση όσο και αν τον απειλούσαν, προσπάθησαν με την βία να υφαρπάξουν την υπογραφή, τους δήλωσε όμως :
“Το σώμα μου δύνασθε να το κάμητε όπως θέλετε, αλλά τον στοχασμόν μου, την συνείδησίν μου, δεν θα δυνηθήτε να τα παραβιάσητε”. 
Απολύθηκε, φυλακίστηκε για τέσσερις μήνες και κατόπιν δικάστηκε κι εκείνος – όπως και ο Τερτσέτης – για απείθεια στο δικαστήριο. Η δίκη τους διεξήχθη στο ίδιο τζαμί στο Ναύπλιο «ενώπιον του Εγκληματικού Δικαστηρίου», με Επίτροπο τον Mason, όπως και στην δική Κολοκοτρώνη κλπων αγωνιστών. 

Το εν λόγω δικαστήριο τελικά, με απαράμιλλο σθένος και αφοσίωση την απόδοση της Δικαιοσύνης, παρά την ύπαρξη  του Mason,  στάθηκε στο ύψος του και τους αθώωσε.
Η σύνθεση του ήταν : Πρόεδρός ο Ιωάννης Σωμάκης μέλη οι Ζηνόβιος Βλάβης, Κανούσης, Λεονταρίδης και Αντώνιος Κριεζής.

Δείτε απόσπασμα της συγκλονιστικής απολογίας του :

«Όταν κανείς ενδιαφέρεται για την τύχην ενός έθνους ή ενός ανθρώπου, πρέπει να τους μιλάει την γλώσσαν της λογικής και της αλήθειας. Θα ’θελα αν είναι δυνατόν να τ’ ακούσει ολόκληρη η Ελλάς. Τυχοδιώκτες κάθε χώρας έσπευσαν να την υπερασπιστούνε, πολύ λίγοι ενδιαφέρονται γι’ αυτήν από ζήλον αφιλοκερδή. Να ποιες νομίζω πως είναι οι απώτερες σκέψεις τους: “Η Ελλάδα μαστίζεται από διχόνοιες. Εκεί θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε πλούτη κι εξουσία ίσως, ποιος ξέρει”, λένε οι πιο επίσημοι, “αν δεν καταφέρουμε να καθίσουμε πάνω στον θρόνο του Άργους ή των Μυκηνών. Οι Έλληνες είναι αμαθείς και αγροίκοι. Ήτανε σκλάβοι των Τούρκων. Τώρα η σειρά μας να κυριαρχήσουμε πάνω τους και μ’ αυτό θα τους κάνουμε μεγάλη τιμή”.

Αν εμείς οι Έλληνες είμαστε σώφρονες, δεν πρέπει να αφεθούμε να μας θαμπώσουνε οι ψεύτικες και συμφεροντολόγες εκδηλώσεις τους. Πρέπει να κάνουμε χρήση των υπηρεσιών τους, να τους αμείψουμε γενναία. Να μη τους δώσουμε, όμως, παρά μια δευτερεύουσα εξουσία, όπου δεν θα μπορούν να κάνουν κατάχρηση. Να θυμόμαστε πάντα πως αυτοί που φωνασκούν περισσότερο για χάρη της ελευθερίας είναι άπληστοι για κυριαρχία και σκοταδισμό.

Πιστεύω πως ο Καποδίστριας ήρθε απ’ έξω με την υπερηφάνεια του παντογνώστη κι ανέλαβε την εξουσία. Ανέλαβε να φτιάξει ένα σπίτι, χωρίς να ξέρει τις ανάγκες αυτών που το κατοικούσαν. Μας είπε «έτσι ζουν στην Ευρώπη, έτσι πρέπει να ζήσετε κι εσείς». Ήταν επόμενο να χαθεί ο Καποδίστριας. Ο τόπος αυτός ήταν σκληρός. Το αίμα έχει κάνει το χώμα πέτρα. Το κλίμα είναι ύπουλο, βαρύ. Είτε από ελονοσία, όπως ο λόρδος Μπάιρον, είτε από πιστόλι και μαχαίρι θα πεθαίνουν οι ξένοι. Η Ελλάδα αργά ή γρήγορα ξερνάει τα ξένα σώματα που πάνε ν’ ακουμπήσουν επάνω της κι ας έχουν τις καλύτερες προθέσεις.

Η έννοια του δικαίου είναι σχετική. Το δίκαιο για να είναι δυνατό έχει ανάγκη από εθνισμό. Ποιος είναι ο εθνισμός σου, Επίτροπε; Είσαι Εγγλέζος κι επειδή είσαι αλλοεθνής, δεν μπορείς να είσαι δίκαιος. Δεν μπορείς να δικάσεις Έλληνες. Ξέρεις να λες Ελλάδα στα ελληνικά, μα τίποτα δεν νιώθεις από ό, τι σπουδαίο, μεγάλο κι αιώνιο κρύβει τούτη η λέξη στα σπλάχνα της.

Κατέλαβες την θέσιν του εισαγγελέως σε ελληνικόν δικαστήριον, αλλά δεν έχεις θέση στην ελληνική δικαιοσύνη, Επίτροπε. Θέλεις να δικάσεις τους Έλληνες με τον πατριωτισμόν του Εγγλέζου. Αυτό δεν γίνεται. Ο εθνισμός μας, ω Επίτροπε, είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα 800.000 Ελλήνων που θυσιάστηκαν εις τον Αγώνα.

Είστε υποκριταί, γιατί λέτε ότι αγαπάτε την Ελλάδα, αλλά ζητάτε να αποκεφαλίσετε τους Έλληνες. Και τι Ελλάδα θα απομείνει χωρίς τους Έλληνες; Μήπως θέλετε να σφάξετε εμάς, για να κατοικηθεί από σας, ω Φιλέλληνες; Ζητήσαμε την βοήθειάν σας. Ζητήσαμε τον πολιτισμό σας κι εσείς μας φέρατε κρεμάλες και ξιφολόγχες. Φως ζητήσαμε, σκοτάδι μας φέρατε. Κατηγορείς τον Κολοκοτρώνη, γιατί ελευθέρωσε την Ελλάδα. Επιβουλεύεσαι τον Κολοκοτρώνη, που επικεφαλής ενός έθνους σας υποχρέωσε να του παραχωρήσετε την ελευθερία του, γιατί εσύ και οι προϊστάμενοί σου δεν θέλατε να ελευθερωθούμε. Και αφού δεν μπορείτε να αφανίσετε όλους τους Έλληνες και καλυπτόμενοι απ’ την ανάγκη που σας έχουμε, δολοφονείτε τους πρώτους αυτού του τόπου, γιατί έχετε μίσος εναντίον του γένους μας, που πάντα μέσα σε ολόκληρη την Ιστορία του στάθηκε απέναντι στους τυράννους και την τυραννία. Γιατί, όντας τούτος ο τόπος πέρασμα γι’ άλλες θάλασσες, για μεγάλα κέρδη και συμφέροντα, έχει το κακό ιδίωμα να κατοικείται από έναν δύσκολο, ατίθασο και υπερήφανο λαό».

Όταν ενηλικιώθηκε ο Όθωνας αποκαταστάθηκε και διορίστηκε αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και Σύμβουλος Επικρατείας.

Το 1837 διορίστηκε υπουργός Παιδείας και Εσωτερικών.
Όταν ανέλαβε υπουργός Παιδείας συνέβαλε καταλυτικά στη θεμελίωση του Εθνικού Πανεπιστημίου, ενώ ως υπουργός Εσωτερικών αγωνίστηκε για την ελευθερία του λόγου.
Το 1862 ανέλαβε  νομάρχης Αττικοβοιωτίας.
Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε, σε ομιλία του στο Ναύπλιο, τον όρο Ιερή πόλη για το Μεσολόγγι, όρος που από τότε καθιερώθηκε.
Έφυγε από την ζωή το 1873 στην Αθήνα. 

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΙΑΚΣΤΗ  ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΕΡΤΣΕΤΗ : 

«Δεν είμαι από την Σπάρτη, δεν είμαι Αθηναίος, πατρίδα μου έχω όλην την Ελλάδα. Τοιουτοτρόπως εκφράζεται ο γενναίος Πλούταρχος, είναι σχεδόν δύο χιλιάδες έτη, εις ένα των συγγραμμάτων του. Ημείς γεννημένοι εις πλέον ευτυχισμένην εποχήν, δηλαδή όταν η θρησκεία και η φιλοσοφία εφώτισαν, εκήρυξαν, εσφράγισαν το δόγμα της αγάπης και της ισότητος, δυνάμεθα να ειπούμεν, ότι ημείς δεν είμεθα ούτε από την Ελλάδα, ούτε από την Ιταλία, ούτε από την Γερμανία, ούτε από την Αγγλία, πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος. Όση γη περιαγκαλιάζει ο εύμορφος αιθέρας είναι αγαπητή μας πατρίδα.

Αν αυτοί οι στοχασμοί δεν αρέσουν εις τον Επίτροπον, ολίγον φρονώ. Φθάνει μου οπού αρέσουν εις τούτους τους Δικαστάς, εις τούτο το Ελληνικόν Ακροατήριον. Αυτό το προοίμιον όμως αξιόλογα ταιριάζει εις την απολογία μας, επειδή αν ημείς εγκαλούμεθα από τον Επίτροπον, αν αυτός μας φοβερίζει φυλακισμόν, το αίτιον είναι η σφοδρή μας λατρεία προς την δικαιοσύνην, εις καιρούς τους οποίους κάλλιστα γνωρίζετε. Και η δικαιοσύνη δεν είναι προνόμιον, είναι ιδιοκτησία της ανθρωπότητος και αρμόζει λοιπόν να αναφέρωμεν ημείς σήμερον, ως εις βοήθειαν μας, το όνομα του ανθρώπινου γένους, αφού δια αυτό αγωνίσθημεν.

….Δικαιολογούμαι ακόμη αν ως εύμορφο μέτωπον της απολογίας μας θέτω το όνομα της ανθρωπότητος, καθότι και η κατηγορία μας δύναται να θεωρηθεί ως συγκρατουμένη με την δίκην των δύο οπλαρχηγών. Ως θέλει ο Επίτροπος, αμαρτήσαμεν, ενώ αυτοί εκρίνοντο και τα ονόματα των δύο καταδικασμένων ανδρών κατεγράφησαν προ καιρού εις τα χρονικά του κόσμου και αυτοί πολύ ίδρωσαν δια την αναγέννησιν του έθνους και η ανάστασις , η εμφάνισις ενός έθνους εις την γην είναι ένα συμβάν μεγάλο και με παγκόσμια και παντοτινά αποτελέσματα. Αθάνατος ο αγώνας και αθάνατοι οι στεφανοφόροι του αγώνος».

Έτσι άρχισε τη συγκλονιστική του απολογία ο Τερτσέτης, απευθυνόμενος κυρίως στον Επίτροπο Μάσσον και όσους κρύβονταν πίσω απ΄ αυτόν. Με τον ίδιο τόνο συνέχισε απαντώντας και ανατρέποντας μια προς μια τις κατηγορίες.

Διαλέγουμε ορισμένα ακόμη αποσπάσματα από την απολογία του Τερτσέτη, η οποία στο σύνολο της αποτελεί μια πολύτιμη παρακαταθήκη στον αγώνα για τα πανανθρώπινα ιδανικά της ελευθερίας και της δικαιοσύνης.


… Πως θα ημερώσεις την κατάρα που θα ξεφωνίσουν οι δύο στρατιώτες της Επαναστάσεως, γονατίζοντας να βάλουν το κεφάλι τους εις τον χαλκά της Γιλοτίνας; 49 χρόνους ο γεροντότερος των δύο με τουφέκι ακοίμητο επολεμούσε τους εχθρούς, και βασαν τον πολιτισμόν και τους νόμους εις την Ελλάδα, και ο νόμος που φανερά φανερά τους βοηθούσε, δεν προσαρμόσθηκε εις βοήθειαν τους; Ποιος είσαι εσύ που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την Βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνο διά την τιμή και ζωή των υπηκόων; Ποιός είσαι εσύ, που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας;

Αλλ΄ εκτός των αιτιολογημάτων τούτων που αποδείχνουν νομιμότερο, δικαιότερο και ωφελιμότερο το να μην υπογράψομεν, παρά να συμψηφίσομεν με τους τρεις, συνέπεσε και άλλο αίτιο ισοδύναμο ή και ανώτερο του νομικού λόγου, το οποίο μας απέκλεισε όλως διόλου να πάρομε μέρος εις την καταδικαστικήν απόφασιν, και το αίτιον αυτό είναι: Ο Εθνισμός μας.

…. Ο Εθνισμός μας σύγκειται από δύο στοιχεία καθαρά και αιώνια: από αγάπη προς τον Βασιλέα και από αγάπη προς την πατρίδα. Μετά την εχθρικήν επέμβασιν του Υπουργού, ο Εθνισμός ενός Έλληνος δεν εσυμβιβάζετο πλέον με την υπογραφή του θανάτου δύο οπλαρχηγών. Ο θεατής λαός του Ναυπλίου και της Ελλάδος ήθελεν ειπεί, και δικαίως πιστεύσει, αν υπογράφομεν, ότι εις τες πρώτες ημέρες της Βασιλείας αποκεφαλίζονται οι υπήκοοι από την επιρροή του Υπουργείου, και η πατρίδα πως θα μας θεωρούσε; Ω! Δικασταί, θα μας έλεγε, πως εστέρξατε να θανατώσετε δύο τέκνα μου, όταν ο νόμος και ο τύπος του νόμου δεν το συγχωρούσαν; Ή πριν έλθει ο Υπουργός, ο νόμος και ο τύπος του νόμου δεν το συγχωρούσαν, αλλ΄ αφού ήλθε ο Υπουργός και είδατε τες λόγχες, ο νόμος και ο τύπος του νόμου το συγχώρησαν; Ω! Φονείς των τέκνων μου, και πως αν δεν είχατε καρδιά να φυλάξετε με κίνδυνο τη ζωής σας αναμάρτητον τον Βασιλέα σας, και αμόλυντη την πατρίδα σας, πως με όλον τούτο το υποσχεθήκατε δεχόμενοι να είσθε εξηγηταί των νόμων; Πόσον διαφέρετε από εκείνα τα τέκνα μου, τα οποία έλυωσαν ευχαρίστως σαν το κερί δια εμέ εις τες σούβλες του εχθρού ή τον τόπον πούχαν στα ζώντα τους εις την μάχην, τον φυλάττουν ακόμη κόκκαλα λευκά και άταφα.

Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευμένων εις τον αγώνα και δεν ήταν θέλημα θεού ημείς εις την 26 Μαϊου να φθάσωμεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του Εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού».

«Τι ήτον η Επανάστασις μας; Ήτον άλλο παρά μια ορμή προς τον πολιτισμόν, πόθος να χαρούμεν τους καρπούς του; Και τι άλλο ήτον η μη υπογραφή μας; Αλλά δια να ιστορήσω καλύτερα τον στοχασμόν μου ακούσατε:

Ολίγον μακράν από την περιβόητον νήσον της Υδρας είναι νησίδιον όπου λέγουν ότι ετάφη ο Δημοσθένης. Εκεί, είναι τρεις χρόνοι, ευρισκόμενος Άγγλος τις περιηγητής είπε προς άνδρα χωρικόν: Να ήξευρες εδώ τι άνθρωπος κοιμάται. Ο χωρικός αποκρίνεται: Δεν είναι εδώ, λείπει. Που λείπει; Πως δεν είναι εδώ; Λέγει ο ΄λος. Λείπει εις την Ευρώπη, απεκρίθη ο χωρικός, και μέραν με την ημέραν τον περιμένομεν.

Εννοούσε να ειπεί μ΄αυτά τα λόγια ο χωρικός, ότι εγνώριζε ποιος ήταν εκεί θαμμένος. Εγνώριζε, ότι από τους προγόνους μας εφωτίσθησαν οι Ευρωπαίοι. Εγνώριζεν ότι από αυτούς τώρα περιμένομεν σοφίαν και Δικαιοσύνη και ότι δι΄αυτά τα αγαθά αγωνίσθησαν τα τέκνα των Ελληνίδων μητέρων. Από την απόκρισιν του χωρικού ανδρός εξάγεται: η συνείδησις του Ελληνικού έθνους, όταν εμβήκεν εις τα δάκρυα του πολέμου. Η συνείδησις του! Ήγουν η δίψα του πολιτισμού. Και τι βεβαιότερον, τι υστερότερον, τι τελειότερον μας έρχεται από την καλήν Ευρώπη, όσο να μη θανατώνομεν ανθρώπους, χωρίς νομικοτάτην απόδειξιν του εγκλήματος, χωρίς την ακριβή προσαρμογή των σωζομένων τύπων του κράτους;».



0 comments: