Συνάντηση Κορυφής Πούτιν-Μπάϊντεν.


Στις 17 Μαρτίου, την παραμονή της πρώτης προγραμματισμένης συνάντησης στην Αλάσκα ανώτερων Κινέζων και Αμερικανών διπλωματών από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του ο Πρόεδρος Μπάϊντεν, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν κυρώσεις,για υπονόμευση των δημοκρατικών ελευθεριών του Χονγκ Κονγκ, σε είκοσι τέσσερις Κινέζους αξιωματούχους συμπεριλαμβανομένου ενός μέλους του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Γουάνγκ Τσεν. Από διπλωματικής απόψεως, ο χρόνος της ενέργειας ήταν συμβολικός και σαφώς σκόπιμος.

Ομοίως, στις 19 Μαΐου, ακριβώς όταν ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν και ο Ρώσος ομόλογός του Σεργκέι Λαβρώφ κάθισαν για την πρώτη προγραμματισμένη συνάντησή τους στην Ισλανδία, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε ότι θα επιβληθούν κυρώσεις στους αναδόχους του έργου του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, αλλά με εξαίρεση την εταιρεία Nord Stream 2 AG, ή τον διευθύνοντα σύμβουλό της, Matthias Warnig, Γερμανό πολίτη με στενούς δεσμούς με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.

Εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φαίνεται ένα μίγμα κυρώσεων και ακυρώσεων, αλλά το κοινό στοιχείο εδώ είναι η έλλειψη σεβασμού των ΗΠΑ προς την Κίνα και τη Ρωσία. Ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν υπολόγισε ότι η Κίνα θα λυγίσει στην Αλάσκα — επειδή αυτή είναι η ιστορία της Κίνας υπό δυτικές πιέσεις — προφανώς υπολόγισε ότι οι ελίτ του Κρεμλίνου θα μπορούσαν να «υποκινηθούν» στην Ισλανδία.

Στην Αλάσκα, ο Γιανγκ Τζιετσί, μέλος του Κινεζικού Πολιτικού Γραφείου και διευθυντής της Κεντρικής Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΚ, διέλυσε τις εμπνεύσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν. Ενώ, ακόμη και πριν ο Λαβρώφ επιστρέψει στη Μόσχα, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ χαρακτήρισε «θετικό μήνυμα» την παραίτηση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ από τις κυρώσεις για τον Nord Stream 2 AG και τον διευθύνοντα σύμβουλό του Matthias Warnig. Αυτή τη φορά, η κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται να χτύπησε διάνα.

Η Iζβέστια, εφημερίδα επιρροής, επικαλέστηκε έκτοτε «πηγές εξοικειωμένες με την κατάσταση» στην εκτίμηση ότι «αναμένεται να ξεκινήσει πρακτική εργασία  για την ημερήσια διάταξη της συνάντησης Πούτιν-Μπάιντεν». Η ισλανδική συνάντηση πραγματοποιήθηκε με «εποικοδομητικό τρόπο», ανέφερε η εφημερίδα και επικαλέστηκε πηγή ότι «ομάδες και στις δύο χώρες θα εργαστούν τώρα για το περιεχόμενο».

Η προθυμία με την οποία ανταποκρίνεται η Μόσχα χρειάζεται κάποια εξήγηση. Βασικά, η Ουάσιγκτον έχει δει τα τελευταία χρόνια τη Ρωσία του Πούτιν ως μια ολοένα και πιο καταπιεστική απολυταρχία που λειτουργεί με ένα κρατικό, εξαρτημένο από υδρογονάνθρακες, διεφθαρμένο μοντέλο. Υπήρξε μια εποχή κατά την οποία η Δυτική πολιτική έναντι της Ρωσίας καθοδηγήθηκε από τις ελπίδες για βελτίωση της ρωσικής συμπεριφοράς. Αλλά η «στρατηγική υπομονή» βασιζόταν στην σίγουρη προσδοκία ότι το στυλ διακυβέρνησης του Πούτιν δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ περισσότερο — και θα αντικατασταθεί από κάτι πολύ πιο εύκολο για συμβίωση με τη Δύση .

Σήμερα υπάρχει αδιέξοδο, καθώς οι προσπάθειες της Δύσης για απομόνωση και επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία δεν πρόκειται να οδηγήσουν πουθενά. Εν τω μεταξύ, αυτό που είναι πολύ πιο σημαντικό, και έγκυο συνεπειών για το μέλλον, ήταν η εμβάθυνση και η επέκταση των σχέσεων Ρωσίας-Κίνας.

Όπως ο πρέσβης Τόνι Μπρέντον, πρώην Βρετανός απεσταλμένος και «ειδικός της Ρωσίας» που στάλθηκε στη Μόσχα, έγραψε  σε ένα δοκίμιο πέρυσι, «Οι δύο σημερινοί ηγέτες (Πούτιν και Σι Τζινπίνγκ) είναι οι συχνότεροι συνομιλητές . Οι στρατιωτικοί τους γυμνάζονται μαζί. Ψηφίζουν μαζί στον ΟΗΕ. Η γλώσσα που χρησιμοποιούν για τη σχέση τους αποφεύγει τη λέξη “συμμαχία”, αλλά μόλις».

Οι δυτικοί αναλυτές που ήταν μέχρι στιγμής επιφυλακτικοί για την ανθεκτικότητα της σινό-ρωσικής εταιρικής σχέσης παραδέχονται ακούσια ότι απέτυχε η προπαγάνδα  τους στην ελίτ της Μόσχας ότι : Οι Ρώσοι θα πρέπει να ανησυχούν μήπως γίνουν ένας απλός οικονομικός δορυφόρος για τον ακμάζοντα νότιο γείτονά τους, ότι η Κίνα μπορεί κάποια μέρα να ανα-προσαρτήσει την τεράστια, κενή, ρωσική Άπω Ανατολή, ότι η Κίνα έχει κακές προθέσεις απέναντι στην κυριαρχία της Ρωσίας στην αυλή της Κεντρικής Ασίας, και ούτω καθεξής.

Έτσι, ανεξάρτητα από τις  υποτιθέμενες παραβιάσεις της διεθνούς τάξης από τη Ρωσία, ανεξάρτητα από τα υποτιθέμενα αρπακτικά ένστικτά της, ανεξάρτητα από τη συστηματική απομυθοποίηση της Δυτικής εξοχότητας, οι προσπάθειες των ΗΠΑ να ρίξουν τον Πούτιν δεν οδηγούν πουθενά. Η υπόθεση Αλεξέι Ναβάλνι το πιστοποιεί.

Από την άλλη, όπως εκτίμησε ο Πρέσβης Μπρέντον ακόμη και πέρυσι, «η Ρωσία και η Κίνα βλέπουν όλο και περισσότερο την ανταγωνιστική Δύση ως βασική απειλή για τις εσωτερικές πολιτικές διευθετήσεις τους και τα υπερπόντια συμφέροντά τους. Η μία  διαθέτει στην άλλη έναν στρατηγικά σημαντικό, οικονομικά χρήσιμο, οιονεί σύμμαχο στην αντιμετώπιση αυτής της απειλής. Δεδομένων των σημερινών Δυτικών θέσεων, αυτός ο δεσμός φαίνεται να γίνεται ισχυρότερος. Ή, για να το θέσω αλλιώς, στον επερχόμενο παγκόσμιο ανταγωνισμό μεταξύ Κίνας και Δύσης, οι Ρώσοι, όσο και αν αισθάνονται Ευρωπαίοι, πιθανότατα θα σταθούν στο πλευρό της Κίνας».

Στην πραγματικότητα, ο Πούτιν μιλάει έκδηλα  τον τελευταίο καιρό με έντονα οξύ τόνο, μετά την έναρξη της προεδρίας Μπάιντεν. Απευθυνόμενος πρόσφατα στις πολιτικές ελίτ της Ρωσίας, δήλωσε: «Ελπίζω ότι κανείς δεν θα τολμήσει να περάσει την κόκκινη γραμμή σε σχέση με τη Ρωσία, και εμείς θα καθορίσουμε πού βρίσκεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (η κόκκινη γραμμή). Εκείνοι που οργανώνουν οποιεσδήποτε προκλήσεις απειλώντας τα βασικά συμφέροντα ασφαλείας της Ρωσίας θα μετανοήσουν τις πράξεις τους όσο ποτέ άλλοτε… Δεν θέλουμε να κάψουμε τις γέφυρες. Ωστόσο, κάποιοι μπερδεύουν τις καλές προθέσεις μας για αδιαφορία ή αδυναμία και σκοπεύουν να κάψουν ή ακόμα και να ανατινάξουν οι ίδιοι αυτές τις γέφυρες. Η απάντηση της Ρωσίας θα είναι ασύμμετρη, γρήγορη και σκληρή».

Εξ ου και η αυξανόμενη αίσθηση στη Δύση ότι είναι καιρός να επανεξεταστεί η πολιτική της απέναντι στη Ρωσία. Σύμφωνα με αυτή τη νέα οπτική:

Οι ισχυρισμοί περί «εκδικητικότητας» της Ρωσίας είναι σαφώς υπερβολικοί·

Το ΝΑΤΟ δεν μπορεί ενδεχομένως να επικεντρωθεί στη Ρωσία ως αντίπαλο όταν η προσοχή του θα πρέπει να είναι όλο και περισσότερο στραμμένη στην Κίνα·

Οι Ρώσοι θα πρέπει να πεισθούν ότι το ΝΑΤΟ δεν αποτελεί απαραίτητα απειλή για αυτούς ή τα συμφέροντά τους·

Δυτικές επεμβάσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές επιδόσεις της Ρωσίας αποδεικνύονται εντελώς αντιπαραγωγικές — και σε κάθε περίπτωση, οι επιδόσεις της Ρωσίας σε αυτό το μέτωπο θα εξελιχθούν μόνο σύμφωνα με τους ρωσικούς ρυθμούς και όχι ως απάντηση στις δυτικές πιέσεις·

Μόνο με τη δημιουργία έντιμων και ανοικτών δεσμών μεταξύ επιχειρήσεων, φοιτητών, ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, επαγγελμάτων και ούτω καθεξής, η Δύση μπορεί να ανοίξει το δρόμο για τους Ρώσους να κατανοήσουν και να εκτιμήσουν τις δυτικές αξίες και τον τρόπο ζωής. 

Η Δύση πρέπει να βγει από την στενωπό των κυρώσεων και, εάν χρειαστεί, να ανταλλάξει τις υπάρχουσες κυρώσεις, ώστε να μπορέσει να δημιουργηθεί μια θετική ατζέντα, για την αποσυμφόρηση της τρέχουσας αρνητικής σχέσης με τη Ρωσία.

Ο Μπλίνκεν φαίνεται να βρίσκει αυτήν την συνταγή αρκετά ελκυστική για να την δοκιμάσει. Δεν κοστίζει τίποτα στις ΗΠΑ ούτως ή άλλως, και ίσως, κάτι καλό να βγει από αυτήν αν χαλαρώσει τη σύνδεση Ρωσίας-Κίνας. Φυσικά, η ειρήνευση με τη Ρωσία μπορεί επίσης να έχει επικίνδυνες συνέπειες. Είναι σαν να αφήνεις έναν άγριο ελέφαντα να μπαίνει στη σκηνή. Η Ρωσία μπορεί να έχει τη δυνατότητα να είναι ισορροπιστής μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, αλλά μπορεί επίσης να επιλέξει να είναι ισορροπιστής μεταξύ των ΗΠΑ και ορισμένων από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους συμμάχους της, όπως η Γερμανία ή η Γαλλία.

Στην Ισλανδία, ο Μπλίνκεν έδωσε μια «λίστα επιθυμιών» στον Λαβρώφ — Βόρεια Κορέα, Ιράν, Αφγανιστάν — και προφανώς παρέκαμψε το εκρηκτικό ζήτημα της Ουκρανίας και της Κριμαίας, αφήνοντάς το, ίσως, στον Μπάιντεν και τον Πούτιν. Οι προσδοκίες των ΗΠΑ είναι: Η Μόσχα δεν πρέπει να συνταχτεί με το Πεκίνο έναντι της Βόρειας Κορέας για να υπονομεύσει το σύστημα συμμαχίας υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στην Άπω Ανατολή· Η Μόσχα θα πρέπει να δώσει το ελεύθερο στις ΗΠΑ να «εξημερώσουν» το Ιράν. Η Μόσχα δεν πρέπει να είναι εμπόδιο στο Αφγανιστάν και την Κεντρική Ασία έναντι της συνεχιζόμενης αμερικανικής παρουσίας ασφαλείας στα σύνορα του Σινκιάνγκ.

Ωστόσο, οι ΗΠΑ δεν το ρισκάρουν πραγματικά. Απλά αγοράζουν χρόνο μέχρι να αποσυρθεί η Άνγκελα Μέρκελ τον Σεπτέμβριο. Η Ουάσιγκτον έχει την πυρηνική επιλογή να τορπιλίσει τον αγωγό Nord Stream 2 και να εκτροχιάσει το τραίνο των σχέσεων Μόσχας-Βερολίνου.

Εξάλλου, η υποψήφια καγκελάριος των Πρασίνων Annalena Baerbock είναι επί του παρόντος η πρώτη υποψήφια στις εκλογές του Σεπτεμβρίου για την Ομοσπονδιακή Βουλή. Αυτή προτείνει «να αυξηθεί η πίεση στη Ρωσία» και έχει συστήσει στο προεκλογικό μανιφέστο των Πρασίνων να αποσυρθεί η πολιτική στήριξη για τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Steam 2.

0 comments: