Στην οικονομική κατάσταση στην οποία έχει επέλθει η ελληνική οικονομία εξαιτίας των πολύμηνων lockdowns αναφέρεται με εκτίμηση της η Barclay’s υποστηρίζοντας πως το χρέος της Ελλάδας είναι μη βιώσιμο.
Ουσιαστικά η χώρα ετοιμάζεται για νέα Μνημόνια με την κυβέρνηση να είναι αναγκασμένη να δανειστεί (ξανά) για να μπορέσει να επιβιώσεις, ταυτόχρονα όμως κάτι τέτοιο αυξάνει τους φόβους για πιθανές παραχωρήσεις (ως ανταλλάγματα) ακόμα και σε εθνική θέματα, κάτι που φυσικά θα είναι εγκληματικό.
Νωρίτερα ο Κ.Μητσοτάκης, με τη χώρα να είναι κατεστραμμένη οικονομικά, ανακοίνωσε νέα μέτρα στήριξης, δεν θα είναι καθόλου παράξενο εάν γίνει κάποια παραχώρηση για κάποιο εθνικό θέμα και παράλληλα η κυβέρνηση ανακοινώσει κάποια οικονομική στήριξη στους πολίτες (που θα έρθει με τη μορφή δανείου), ώστε να μην αντιδράσουν.
Συγκεκριμένα σε ανάλυσή της για τη βιωσιμότητα του χρέους περιφερειακών οικονομιών, μεταξύ των οποίων και η ελληνική, η Barclay’s κατατάσσει την Ελλάδα μεταξύ των οικονομιών με «σαφώς μη βιώσιμο χρέος», μαζί με τη Νότια Αφρική, τη Βραζιλία, το Περού και την Κολομβία και σε χειρότερη θέση από χώρες όπως η Ρωσία, το Μεξικό και η Τουρκία, που, κατά τον βρετανικό τραπεζικό όμιλο, βρίσκονται σε οριακή θέση, όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους τους.
Σύμφωνα με την Barclay’s, οι δυναμικές που αναπτύχθηκαν στις αγορές την τελευταία δεκαετία, δηλαδή η διατήρηση χαμηλού κόστους δανεισμού, είναι πιθανόν να μη συνεχισθούν και οι χώρες με υψηλό χρέος να έλθουν σε πολύ δύσκολη θέση.
Την ίδια ώρα η Κομισιόν, μετά από μια περίοδο εφησυχασμού για τη διόγκωση του χρέους στην Ευρώπη λόγω των προγραμμάτων στήριξης των οικονομιών εν μέσω πανδημίας, αρχίζει να κρούει και πάλι των κώδωνα του κινδύνου.
Ο επίτροπος Οικονομικών, Πάολο Τζεντιλόνι, υπογράμμισε, μιλώντας στο Ευρωκοινοβούλιο, ότι για πρώτη φορά στην ιστορία το χρέος στην Ευρώπη θα φθάσει στο 100% του ΑΕΠ, ενώ ακόμη και στη μεγάλη κρίση της προηγούμενης δεκαετίας είχε ανέλθει ως το 90%. Στην προσεχή αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας αναμένεται να αλλάξουν και οι κανόνες για το χρέος, αν και ο Τζεντιλόνι απέφυγε να κάνει ειδικότερες αναφορές στις προτάσεις που θα γίνουν για το θέμα από την Κομισιόν.
Ειδικά για την Ελλάδα, που αποτελεί μοναδική περίπτωση στην Ευρωζώνη, καθώς το χρέος ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ και βρίσκεται σε ειδικό καθεστώς μεταμνημονιακής επιτήρησης από τους Θεσμούς, έχοντας αναλάβει το 2018 συγκεκριμένες δεσμεύσεις για τη διατήρηση της βιωσιμότητα τους χρέους (μακροπρόθεσμο πλεόνασμα 2,2% κ.α.), η εξίσωση της βιωσιμότητας του χρέους είναι πολύ πιο δύσκολη και οι σημαντικές εξελίξεις αναμένονται μέσα στον Μάιο, όταν η Κομισιόν θα επικαιροποιήσει τη σχετική της ανάλυση.
Η ισορροπία που καλείται να κρατήσει η Επιτροπή είναι λεπτή, καθώς από τη μια πλευρά οφείλει να κρατήσει κάποια εχέγγυα σοβαρότητας στην ανάλυσή της, άρα είναι δύσκολο να συγκαλύψει την επιδείνωση των παραμέτρων της βιωσιμότητας του χρέους, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να αποφύγει συμπεράσματα περί μη βιωσιμότητας, τα οποία θα άνοιγαν και πάλι την πολιτικά «τοξική» συζήτηση στην Ευρώπη για νέες ελαφρύνσεις στην Ελλάδα και νέα μέτρα λιτότητας από την πλευρά της Αθήνας.
Η τελευταία ανάλυση της Κομισιόν έγινε τον Νοέμβριο, με την όγδοη έκθεση αξιολόγησης, και έλαβε υπόψη τις δυσμενέστερες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, οδηγώντας σε μεγάλη ύφεση και αύξηση του χρέους. Το γενικό συμπέρασμα ήταν ότι, παρά την επιδείνωση των παραμέτρων, το χρέος παραμένει βιώσιμο, καθώς έχουν βελτιωθεί πολύ οι συνθήκες χρηματοδότησης του ελληνικού χρέους, μετά την παρέμβαση της ΕΚΤ (ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για την πανδημία).
Παρότι αυτό ήταν το γενικό συμπέρασμα, είναι σαφές από τα επιμέρους στοιχεία που παρέχει η έκθεση ότι έχουν επιδεινωθεί σε πολύ σοβαρό βαθμό οι επιμέρους παράμετροι της ανάλυσης βιωσιμότητας.
Το βασικό στοιχείο από το οποίο κρίνεται η βιωσιμότητα του χρέους τα τελευταία χρόνια είναι οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες, που πρέπει να μην ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ για να θεωρείται ότι είναι διαχειρίσιμες από την ελληνική κυβέρνηση.
Όπως φαίνεται στον πίνακα, ενώ στην προηγούμενη ανάλυση υπολογιζόταν ότι οι ανάγκες χρηματοδότησης το 2020 θα αντιστοιχούσαν σε 7,9% του ΑΕΠ, η πανδημία και το lockdown τις εκτινάσσει πάνω από το 20%, λόγω της μεγάλης αύξησης του πρωτογενούς ελλείμματος και της μείωσης του ΑΕΠ.
Αντίστοιχα, πάνω από το 15% ανεβαίνει η εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών το 2021 και το 2022, ενώ για το 2023 διαμορφώνονται στο 12,7%, δηλαδή σε υπερδιπλάσιο ποσοστό από την προηγούμενη πρόβλεψη.
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες: Αναθεωρημένες εκτιμήσεις (Νοέμβριος 2020)
Αντίστοιχα, οι εκτιμήσεις για το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εμφανίζονται πολύ αυξημένες, με κυριότερο πρόβλημα ότι κρίσιμο έτος 2030, όταν θα λήγει η συμφωνία για την αναδιάρθρωση του χρέους που έγινε με τους Ευρωπαίους το 2018, το χρέος θα ξεπερνά το 160%, ενώ αναμενόταν να έχει μειωθεί λίγο κάτω από το 112% του ΑΕΠ.
Σε αυτή τη μεγάλη απόκλιση, τη μεγαλύτερη συμβολή θα έχει η μικρότερη από το αναμενόμενο ανάπτυξη της περιόδου, αλλά και η σωρευτική επίδραση των πρωτογενών πλεονασμάτων που θα είναι μικρότερα από την αρχική εκτίμηση.
Με σημείο εκκίνησης αυτή την οριακή ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, η Κομισιόν αναμένεται ότι θα κάνει μεγάλη προσπάθεια να αποτρέψει μια ακόμη δυσμενέστερη έκθεση, η οποία θα «χτυπούσε καμπανάκι» στο Eurogroup και θα έφερνε την ελληνική κυβέρνηση μπροστά σε πιέσεις για «σφίξιμο» της οικονομικής πολιτικής, ακόμη και εν μέσω της περιόδου όπου θα εφαρμόζεται η ρήτρα διαφυγής από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, η Κομισιόν έχει ορισμένα θετικά στοιχεία που μπορεί να εντάξει στις παραμέτρους της έκθεσης, όπως οι επιδοτήσεις και τα δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης, ώστε να αποφύγει μια αρνητική έκθεση βιωσιμότητας με πολλαπλές παρενέργειες.
0 comments: