«Νενίκηνται τῆς Φύσεως οἱ Ὅροι ἕν σὺ Παρθένε Ἄχραντε»

 

Ἡ μεγάλη θεομητορικὴ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι (θὰ πρέπει νὰ εἶναι) εὐκαιρία γιὰ μᾶς τοὺς πιστούς, νὰ ἀναλογισθοῦμε τὴν ἄβυσσο τοῦ μυστηρίου, ποὺ καλύπτει τὸ πάνσεπτο πρόσωπο τῆς Παναγίας μας, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπέρτατη εὐεργεσία της πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος.

Νὰ φέρουμε στὸ νοῦ μας τὶς ὑπερλογες ἀλήθειες, ἔστω καὶ ἂν δὲν τὶς κατανοοῦμε, γιὰ νὰ δοξάσουμε τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀπολύτρωσε (καὶ) διὰ τῆς ὑπέρτατης συμβολῆς τῆς Θεομήτορος. Νὰ συλλογιστοῦμε τὸ δικό της ρόλο στὸ ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας καὶ νὰ τὴν τιμήσουμε δεόντως. 

Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀπὸ αὐτὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, στὸ ὁποῖο νὰ ἔχουν ἀνασταλεῖ καὶ νὰ νικηθεῖ στὸ ἔπακρο οἱ φυσικοὶ νόμο. Κι αὐτό, διότι, κατέστη τὸ ἁγιότερο σκήνωμα, στὸ ὁποῖο καταδέχτηκε νὰ σκηνώσει ὁ ἄπειρος Θεός. Κατέστη ὁ χῶρος ὁ ὁποῖος χώρεσε τὸν «ἀχώρητον παντί», ὑπῆρξε τὸ μοναδικὸ ἀνθρώπινο ὄν, τὸ ὁποῖο φιλοξένησε τὸν ἄχρονο Θεό, ὡς «καθέδρα τoυ Βασιλέως». Ἔγινε τὸ «σημεῖο» στὸ ὁποῖο ἑνώθηκε ὁ χρόνος μὲ τὴν αἰωνιότητα, τὸ ἄπειρο μὲ τὸ πεπερασμένο, τὸ ἄκτιστο μὲ τὸ κτιστό. Κατέστη τὸ...πολύτιμο μέσον, διὰ τοῦ ὁποίου πραγματοποιήθηκε ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, διὰ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. 

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς χαρακτηρίζει δίκαια τὴν Παναγία ὡς «ἱερωτάτη περιστερά, ἀκεραία καὶ ἄκακον ψυχὴν καὶ τῷ Θεῶ καθιερωμένην Πνεύματι» (Δάμ.Γ΄,2), «θυγάτριον ἱερώτατον» (Ἃ΄7), γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο ἀνθρώπινο πρόσωπο, τὸ κορυφαῖο της ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἡ μεγαλύτερη εὐεργέτης τῆς ἀνθρωπότητας μετὰ τὸ Θεό. 

Στὸ δικό Της παναγνὸ σῶμα συντελέστηκε τὸ μεγαλύτερο μυστήριο ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἔγινε ἡ συνάντηση καὶ ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ὁλότελα ἀκατανόητο γεγονὸς γιὰ τὸ πεπερασμένο ἀνθρώπινο μυαλὸ καὶ «ἔσχατη μωρία» γιὰ τὴν ἀνθρώπινη διανόηση. Δὶ’ αὐτῆς, ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός, σύμφωνα μὲ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο. Ἄλλος τρόπος γιὰ νὰ σωθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος δὲν ὑπῆρχε, παρὰ μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὴ Θεότητα. Ἂν ἡ σωτηρία μας δὲν ἦταν ἕνα δυναμικὸ ἱστορικὸ γεγονός, τὸ δυναμικότερο καὶ θαυμαστότερο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ὅπως αὐτὸ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ, θὰ περιοριζόταν σὲ ἕνα θεωρητικὸ σχῆμα, μία ψευδαίσθηση σωτηρίας, ἀνάλογη μὲ τὶς «σωτηρίες» ποὺ ἐπαγγέλλονταν καὶ ἐπαγγέλλονται οἱ ἀνθρώπινες θρησκεῖες. Γιὰ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο εἶναι τὸ «ἀκατανόητoν θαῦμα», γιὰ τὸ «πὼς γαλoυχεῖ (ἡ Θεοτόκος) τoν Δεσπότην». 

Ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι, κατὰ τὸν ἅγιο Εἰρηναῖο Λουγδούνου (+199), ἡ Νέα Εὕα, ἡ νέα γενάρχης τοῦ νέου ἀνθρωπίνου γένους. Ἡ πρώτη Εὕα ὑπῆρξε ἡ γενάρχης τοῦ παλαιοῦ, τοῦ πτωτικοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀλλὰ καὶ ἡ αἴτιος τῆς πτώσεως, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου μας. Ἡ δεύτερη Εὕα, εἶναι ἡ αἴτιος τῆς ἀπολυτρώσεώς μας, διότι κυοφόρησε τὸν ἀναδημιουργό της ἀνθρωπίνης φύσεως, τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅπως τὸ ἀνθρώπινο γένος συνδέεται μυστικὰ μὲ τὴν προμήτορα Εὕα, ὡς φυσικοί της ἀπόγονοι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι συνδέεται μυστικὰ καὶ μὲ τὴν νέα πνευματικὴ προμήτορα, τὴν Παναγία μας. 

Ὁ ἱερὸς πατὴρ τονίζει πὼς «… ἡ Εὕα (ἔπρεπε) νὰ ἀποκατασταθῆ ἐν τὴ Μαρία, ἴνα μία παρθένος νὰ γίνη συνηγόρος ἄλλης παρθένου καὶ νὰ ἑξαλήψη τὴν ἀνυπακοὴν τῆς πρώτης διὰ τῆς παρθενικῆς ὑπακοῆς» (Εἴρ. Ἐπιδ. Ἀποστ. Κηρύγματος 32,33). Ἡ Παρθένος Μαρία κλήθηκε νὰ διορθώσει τὸ σφάλμα τῆς Εὕας. Δία τοῦ «σπέρματός» της (Γέν.3,17) ἔμελλε νὰ συντριβεῖ ἡ κεφαλὴ τοῦ ὄφεως, τοῦ διαβόλου. 

Ἡ Ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου πραγματοποιήθηκε χάρις στὴν Παρθένο Μαρία, τὴν ταπεινὴ καὶ ἄσημη Κόρη ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, ἡ ὁποία, κλήθηκε «ἐκ κοιλίας μητρος» νὰ ὑπηρετήσει τὸ θεῖο σχέδιο τῆς σωτηρίας. Ὁ Θεὸς εὐδόκησε νὰ ἔρθει στὸν κόσμο Ἐκείνη, στὴν ὁποία εἶχε δοθεῖ ἡ δυνατότητα, λόγω ἠθικῆς καθαρότητας, νὰ γίνει ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ. Θαυματουργικὰ συνελήφθη στὰ ἱερὰ γεροντικὰ σπλάχνα τῆς μητέρας τῆς ἁγίας Ἄννας. Νικήθηκαν οἱ φυσικοὶ νόμοι τῆς στειρότητας καὶ τοῦ γήρατος, γιὰ νὰ ἔρθει στὸν κόσμο τὸ «ὑπεράγιο Κοράσιο», γιὰ νὰ γίνει, παρθένος οὖσα, ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ. 

Ἀνατροπὴ τῶν φυσικῶν νόμων ἔγιναν καὶ στὴν παιδική της ἡλικία. Γιὰ νὰ διαφυλαχτεῖ ἡ ἁγνότητά της, εὐδόκησε ὁ Θεὸς νὰ ζήσει τὴν παιδική της ἡλικία στὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ, στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου βίωσε τὴν ἄρρητη ἐμπειρία τῆς μετοχῆς στὴ θεία δόξα. Λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, πὼς ἡ παραμονή της στὸν ὁλοσκότεινο ἐκεῖνο καὶ ἀφιλόξενο τόπο, ἦταν μία πρόωρη μετοχὴ στὴ θεία δόξα, ἡ ὁποία ἐπισκίαζε τὸ πυκνὸ σκοτάδι καὶ ἐξουδετέρωνε τὴ μοναξιὰ τοῦ ἱεροῦ καὶ ἄβατου χώρου. Ἡ Παναγία μᾶς ἀξιώθηκε νὰ βιώσει τὴ θέωση ἀπὸ τὰ νηπιακά της χρόνια. 

Ἐξαιρετικὰ θαυματουργικὴ ὑπῆρξε καὶ ἡ χαρμόσυνη ἀναγγελία τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ στὴν κοιλία της, τὸ εὐαγγέλιο τῶν εὐαγγελίων. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, χωρὶς τὴ φυσικὴ μεσολάβηση ἀνδρός, δημιούργησε ἄνθρωπο στὴν παναγνὴ γαστέρα της, μὲ τὸν ὁποία ἑνώθηκε πάραυτα ὁ Θεὸς Λόγος, «ἐξ’ ἄκρας συλλήψεως» (Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων). «Εὑρέθη ἐν γαστρι ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» (Μάτθ.1,19). Στὴν ἀπόλυτα δικαιολογημένη ἀπορία της, πὼς «ἄνδρα οὐ γινώσκω» (Λούκ.2,34), ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τῆς ἔλυσε τὴν ἀπορία «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοί, διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ» (Λούκ.1,35), διαβεβαιώνοντας τὴν ὁ μέγας ἀρχάγγελος, πὼς «οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῶ πᾶν ρῆμα» (Λούκ.1,37). Ἔτσι θαυματουργικὰ καὶ ἀκατανόητα ὁ Σωτήρας μᾶς Χριστός, «ἐν μήτρα τῆς Παρθένoυ κατώκησε τῷ κόσμω». 

Θαυματουργικὴ ὑπῆρξε καὶ ἡ Γέννηση τοῦ Θείου Τόκου της, μὲ τὴν παρουσία τῶν ὑμνούντων ἀγγέλων καὶ τοῦ μυστηριώδους ἀστέρος. «Μυστήριον ξένον» τὸ ἀποκαλεῖ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τῶν Χριστουγέννων, ἀφοῦ ἡ παρθενικὴ ἀγκαλιὰ τῆς ἀνήχθη σὲ χερουβικὸς θρόνος! Ὁ παράδοξος τόκος της δὲν ἦταν τόκος ἑνὸς κοινοῦ θνητοῦ, ἀλλὰ τοῦ «Ἐμμανουήλ», ποὺ σημαίνει «μεθ’ ἠμῶν ὁ Θεὸς» (Μάτθ.1,18), τὴ μείξη τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, τὸν Θεάνθρωπο. Αὐτὸς ἦλθε, δὶ’ αὐτῆς, γιὰ νὰ «σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Μάτθ.1,21). 

Γιὰ τοῦτο ἡ Ἐκκλησία μας τῆς ἀπέδωσε τὸν ὑπέρτατο τίτλο τῆς Θεοτόκου: «ὁμολογοῦμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον διὰ τὸ τὸν Θεὸν Λόγον σαρκωθεῖναι καὶ ἐνανθρωπῆσαι καὶ ἐξ’ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἐνῶσαι ἐαυτῶ τὸν ἐξ’ αὐτὴ ληφθέντα ναὸν» (Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). «Ἀληθῆ Θεοτόκον, ὁμολογῶ Δέσποινα, σὲ τὴν τοῦ θανάτου τὸ κράτος, ἑξαφανίσασαν», ψάλλουμε στὸν Μ. Παρακλητικὸ Κανόνα. Ἀφοῦ, δὶ αὐτῆς, «Θεός, ὤφθη τοῖς ἀνθρωποις σωματικῶς, καὶ ἡ γαστὴρ (αὐτῆς) γέγονεν, εὐρυχωροτέρα τῶν οὐρανῶν». 

Θαυματουργικὴ ὑπῆρξε καὶ ἡ κατοπινὴ ἐπίγεια ζωή της. Παρέμεινε ἀειπάρθενος, ὅπως εἶχε ἤδη προφητευθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰεζεκιὴλ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καθότι ἡ μυστηριώδης πύλη «κατ’ ἀνατολᾶς» τοῦ Ναοῦ, τὴν ὁποία εἶχε δεῖ σὲ ὅραμα, θὰ παραμείνει ἐσαεὶ κλεισμένη, διότι πέρασε ὁ Θεὸς ἀπὸ αὐτὴ (Ἰεζ.40,22). Ἡ μυστηριώδης αὐτὴ πύλη δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν μήτρα τῆς Θεομήτορος, ἡ ὁποία ὑπῆρξε παρθένος, πρὸ τόκου, ἐπὶ τόκου, μετὰ τόκον. Ἡ Ἴδια, ἂν καὶ βρισκόταν στὸ διακριτικὸ περιθώριο, λόγω τῆς ταπείνωσής της, κατὰ τὸ ἐπὶ γὴς ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἐν τούτοις βίωνε τὰ θαύματα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της, ὅπως τὸ πρῶτο θαῦμα στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας. 

Προφανῶς περισσότερο ἀπ’ ὅλα τὰ θαυμαστὰ γεγονότα βίωσε τὸ θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ Υἱοῦ της, ἡ ὁποία ἀξιώθηκε νὰ Τὸν δεῖ πρώτη ἀναστημένο. Τὸ ἴδιο καὶ τὴν εἰς οὐρανοὺς ἀνάληψή Του. Στὴν ὑπόλοιπη ἐπὶ γὴς ζωὴ τῆς ἔμεινε ταπεινὴ καὶ ἀφανής, ἀλλὰ ἐπίλεκτο μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν ἡ μεγάλη μητέρα τῶν δοκιμαζομένων πρώτων χριστιανῶν, ἐμψυχωτὴς καὶ παρηγορητὴς τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ τῶν πιστῶν, ὅπως τὸ θέλει ἡ εὐσεβὴς παράδοση. 

Θαυματουργική, τέλος ὑπῆρξε καὶ ἡ κοίμησή της, ἡ ἀποδημία της ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, στὶς οὐράνιες μονές, νὰ παραστέκεται ὡς βασιλομήτωρ, στὸ θρόνο τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της, ὅπως τὴν προεῖδε ὁ προφητάναξ Δαβίδ: «παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου ἐν ἰματισμῶ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικικλμένη» (Ψάλμ.44,10). Δὲν εἶδε διαφθορὰ τὸ παναγνὸ καὶ πανάγιο σῶμα της, αὐτὸ ποὺ κυοφόρησε καὶ θήλασε τὸν Θεό. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σαπίσει στὸν τάφο καὶ νὰ γίνει τροφὴ τῶν σκωλήκων. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ περιμένει τὴν γενικὴ ἀνάσταση γιὰ νὰ δοξασθεῖ μὲ τὸ πνεῦμα της. Δὲ χρειαζόταν νὰ κριθεῖ στὴ μέλλουσα κρίση, διότι ὑπῆρξε ἡ πλέον ἁγνὴ καὶ ἁγία ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεός, εὐθὺς μετὰ τὴν σεπτή της κοίμηση, ἀνάστησε τὸ τίμιο σκήνωμά της καὶ ἑνώνοντας τὸ μὲ τὴν ψυχή της, τὸ μετέστησε στοὺς οὐράνιους θόλους. Νὰ πάρει τὴ θέση ποὺ τῆς ταιριάζει στὴν ἀτέρμονη βασιλεία τοῦ Υἱοῦ της, γενόμενη ἡ ἴδια «θρόνος πυρίμορφος Κυρίου». 

Ἕνα ἄλλο θαυμαστὸ γεγονὸς εἶναι ἡ διαχρονική, ἡ αἰώνια τιμή, στὸ ἱερότατο πρόσωπό Της, τὴν ὁποία προφήτευσε ἡ ἴδια στὴν περίφημη ὠδή της πρὸς τὸν Κύριο. Προεῖπε: «ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριούσι μὲ πᾶσαι αἳ γενεαὶ» (Λούκ.1,48). Βγῆκε ἡ προφητεία τῆς ἀπόλυτα ἀληθινή. Ἑκατομμύρια ἀνθρώπινες ψυχὲς ἐδῶ καὶ εἴκοσι αἰῶνες προσφέρουν σ’ αὐτή, τὴν τιμὴ ποὺ τῆς ἁρμόζει. Μυριάδες στόματα ψελλίζουν ἀνὰ πάσα στιγμή, τὸ πάνσεπτο ὄνομά της καὶ ἐπικαλοῦνται τὴ βοήθειά της. Κανένα ἄλλο ἀνθρώπινο πρόσωπο δὲν δοξάστηκε καὶ δὲν τιμήθηκε ὅπως αὐτή. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξη, ἡ μοναδικὴ καὶ ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν τιμᾶ ὅπως πρέπει. 

Μάλιστα ἀναγκάστηκε, λόγω κάποιων κακοδόξων αἱρετικῶν, νὰ ὁρίσει συνοδικὰ (Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος) καὶ τὴ θέση της στὴν Ἐκκλησία, νὰ τιμᾶται, ὄχι ἁπλὰ ὡς μία ξεχωριστή, ἔστω σπουδαία, γυναίκα, ἀλλὰ ὡς Θεοτόκος, ὡς μητέρα τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ μας. Χιλιάδες ὑπέροχοι ὕμνοι καὶ πλῆθος σεμνῶν ἱεροτελεστιῶν ἀναφέρονται σ’ αὐτή. Δὲν ὑπάρχει ἱερὴ ἀκολουθία ποὺ νὰ μὴν γίνεται ἀναφορὰ στὸ πάνσεπτο πρόσωπό της. Δὲν ὑπάρχει προσωπικὴ προσευχὴ ποὺ νὰ μὴν γίνεται ἐπίκληση σ’ αὐτή. 

Ὑπάρχουν δυστυχῶς καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἴτε τὴν τιμοῦν πλημμελῶς, εἴτε δὲν τῆς ἀποδίδουν καμία τιμή. Εἶναι οἱ ἐκτός της Ἐκκλησίας σύγχρονοι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι συνεχίζουν δυστυχῶς τὸ ξεθεμελίωμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν. Στὴν πρώτη κατηγορία ἀνήκουν οἱ αἱρετικοὶ Παπικοί, οἱ ὁποῖοι, παρασυρμένοι ἀπὸ ἐξωχριστιανικὲς παγανιστικὲς ἐπιδράσεις τὴν ὑπερτιμοῦν, ἀνάγοντας τὴν σὲ θεότητα. Τὴν ταύτισαν μὲ μία ἀπὸ τὶς «θεὲς» τοῦ ρωμαϊκοῦ προχριστιανικοῦ πανθέου καὶ τῆς προσέδωσαν λατρεία, ἀνάλογη μὲ ἐκείνη τοῦ Θεοῦ. Φτάνει νὰ δεῖ κανεὶς τὶς ἀπίστευτες λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις πρὸς τὴν Παναγία στὴ Λατινικὴ Ἀμερική, ὅπου περισσότερο θυμίζει παγανιστικὲς τελετουργίες. Πρόκειται γιὰ τὶς δεκάδες σχετικὲς πλάνες, οἱ ὁποῖες ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν κεντρικὴ πλάνη τῆς μαριολατρίας. 

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐκπεφρασμένη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς Θεοτόκου, πρόσθεσαν καινοφανῆ δόγματα, ὅπως αὐτὸ τῆς «Ἄσπιλης Σύλληψης τῆς Θεοτόκου» (1854), σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἡ Θεοτόκος εἶχε ἄσπιλη σύλληψη, ἄρα εἶχε διαφορετικὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους φύση, ἄρα ὁ Χριστὸς δὲν προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση, 

ἀλλὰ κάποια ἄλλη φύση, τὴ φύση τῆς Θεοτόκου καὶ ἄρα δὲν μᾶς ἔσωσε πραγματικά! Ἀντίθετα, ὁ ἅγιος Ἐπιφάνειος Κύπρου τονίζει: «οὐ ἐτέρως γεγεννημένη (ἡ Ἁγία Παρθένος) παρὰ τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν, ἀλλὰ καθὼς πάντες ἐκ σπέρματος ἀνδρὸς καὶ μήτρας γυναικὸς» (PG42,748) καὶ ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἐπισημαίνει: «Ἀδελφὴ γὰρ ἠμῶν ἡ Μαρία, ἐπεῖ καὶ πάντες ἐκ τοῦ Ἀδὰμ ἐσμὲν» ( PG26,1061B). Μία ἀκόμη κακοδοξία τοῦ Παπισμοῦ, ἡ ὁποία ἔχει τεράστιες σωτηριολογικὲς συνέπειες καὶ βαθαίνει τὸ χάσμα του μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ! 

Οἱ, ἐπίσης αἱρετικοί, (μυριοπρόσωποι παπικοὶ) Προτεστάντες, ἀπὸ ἀντίδραση στὴν ἀντιχριστιανικὴ πλάνη τῆς μαριολατρίας τῶν Παπικῶν, ἀρνοῦνται κάθε τιμὴ πρὸς τὴν Παναγία, καταφρονώντας τοὺς ὅρους τῶν ἁγίων Γ΄ καὶ Ζ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες ἐπιτάσσουν τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῆς Θεοτόκου. Ἀρνοῦνται τὸ ἀειπάρθενό της καὶ τὴ δυνατότητα τῆς συνδρομῆς της σὲ ὅσους τὴν ἐπικαλοῦνται. Τὴν ὑποβιβάζουν σὲ μία ἁπλὴ γυναίκα, ἡ ὁποία ἔζησε ὅπως οἱ ἄλλες, γεννώντας καὶ ἄλλα παιδιά! Τόσο οἱ Παπικοί, ὅσο καὶ οἱ Προτεστάντες ἔχουν προσβάλλει βάναυσα τὸ μυστήριο τῆς Θεοτόκου καὶ παρέκλιναν σοβαρὰ ἀπὸ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας! 

Ὑπάρχουν ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ὄχι ἁπλὰ ἀρνοῦνται νὰ τὴν τιμοῦν, ἀλλὰ φτάνουν στὴν ἔσχατη κατάντια νὰ τὴν ὑβρίζουν μὲ χυδαιότητα. Τὴν ὑποτιμοῦν καὶ τὴν ὑβρίζουν σύγχρονοί μας νεοπαγανιστές, ὀνομάζοντας τὴν «ἀγράμματη Ἑβραία», ἐπειδὴ ὁ Υἱὸς τῆς διέλυσε τὰ σκοτάδια τοῦ ἀρχαίου παγανισμοῦ καὶ ἔφερε τὸ πραγματικὸ φῶς στὴν ἀνθρωπότητα, ἀφοῦ «Φῶς ἡ τεκοῦσα Θεοτόκε, σκοτισθέντα μὲ νυκτὶ ἁμαρτημάτων». Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ δὲ θὰ ἐρχόταν ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀποδιώξει τὸν πνευματικὸ ἐφιάλτη τῆς εἰδωλολατρίας καὶ γι’ αὐτὸ τὴ μισοῦν. Τὴν συγκρίνουν μὲ κάποιες μυθικὲς γυναῖκες τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, δῆθεν σπουδαῖες, γιὰ νὰ τὴ μειώσουν. 

Τὴν ὑβρίζουν ἀκόμα οἱ κατὰ συνήθεια βλάσφημοι, ἀναίτια σὲ κάθε φράση ποὺ βγάζουν ἀπὸ τὸ στόμα τους. Ἐμεῖς οἱ «ὀρθόδοξοι» Ἕλληνες ἔχουμε τὸ «προνόμιο», ἕνα ἀπὸ τὰ πολλά, νὰ βλασφημοῦμε τὰ θεία καὶ τὰ ἱερὰ πρόσωπα τῆς πίστεώς μας καὶ περισσότερο ἀπ’ ὅλα τὴν Παναγία μας. Ἐκείνη, στὴν ὁποία χρωστᾶμε τὰ πάντα! 

Ἐκείνη τὴ κάνει, μπροστὰ στὶς ἀσέβειές μας; Θυμώνει; Ὀργίζεται, Τιμωρεῖ; Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά! Ὅπως δὲ μπορεῖ νὰ λερωθεῖ ἡ σελήνη ἀπὸ τὶς λάσπες ποὺ πετοῦν ψηλά, παίζοντας, τὰ παιδιά, ἔτσι καὶ ἡ Παναγία Θεοτόκος μένει ἀνεπηρέαστη ἀπὸ τὶς δικές μας κακότητες καὶ ἀθλιότητες, οἱ ὁποῖες δὲν μποροῦν νὰ τὴν ἀγγίξουν. Ὄχι μόνο δὲν ἀνταποδίδει κακότητα στὴν κακότητά μας, ἀλλὰ δέεται ἀέναα γιά μας καὶ μᾶς εὐεργετεῖ, ὅπως εὐεργετεῖ ἡ καλὴ μητέρα τὸ παιδί της, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ δὲν τὸ ἀξίζει. Φτάνει νὰ διαβάσει κάποιος τοὺς ὑπέροχους Παρακλητικοὺς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ψάλλονται πρὸς τιμὴ τῆς τὶς ἡμέρες τοῦ Δεκαπενταυγούστου νὰ καταλάβει πὼς ἡ καρδιὰ τῆς πάλλει ἀπὸ ἀγάπη καὶ συμπόνια γιὰ κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὡς ἐκχύλισμα τῆς μετοχῆς της στὴν ἀκένωτη ἀγάπη τῆς Θεότητας. 

Πῶς δὲν ὑπάρχει χῶρος στὴν ψυχή της γιὰ θυμό, μίσος καὶ ἀντεκδίκηση, ἀλλὰ εἶναι ὁλόκληρη πληρωμένη ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία γιὰ τὸ κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς ὑβριστές της! 

Τὸ μεγαλύτερο καὶ διαρκὲς θαῦμα στὸ τὸ ἱερότατο πρόσωπο τῆς Παναγίας μας, εἶναι ἡ μόνιμη ἐπισκίαση τῆς χάρητος τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτή, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ εὐεργετεῖ ἀέναα τὸ ἀνθρώπινο γένος, ὡς ἀσφαλὲς «τoυ κόσμoυ καταφύγιoν». Ἡ θέση της ὡς Θεοῦ Μητέρα, δίπλα ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Υἱοῦ της, τῆς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ νοιάζεται καὶ νὰ δέεται ἀκατάπαυστα γιά μας. Ἔχουμε τὸ μεγάλο προνόμιο καὶ τὴν ὑπέρτατη εὐεργεσία νὰ ἔχουμε «θερμὴ προστάτη καὶ βοηθὸ» στὸν οὐρανὸ Ἐκείνη, τὴ Μεγάλη Μητέρα μας, στὴν καρδιά, τῆς ὁποίας ὅλοι ἔχουμε θέση, ὅλοι, εὐσεβεῖς καὶ ἀσεβεῖς. Τὰ «σπλάγχνα ἐλέους» τῆς πάλλονται ἀπὸ λαχτάρα καὶ ἀγάπη γιὰ τὴν κάθε πονεμένη καὶ ταλαιπωρημένη ψυχὴ ὡς «ἐλπίδα καὶ στήριγμα καὶ τῆς σωτηρίας τεῖχος ἀκράδαντoν». 

Εἶναι ἡ διαρκὴς «τῶν θλιβoμένων ἡ χαρά». Αὐτὸ τὸ γνωρίζουν οἱ πιστοί, ψάλλοντας: «Ἐν τὴ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλειπες Θεοτόκε», ὁμολογώντας τὴ μακάρια καὶ ἐλπιδοφόρα πίστη μας ὅτι δὲν εἴμαστε μόνοι στὸν τραχὺ καὶ δύσβατο γήινο δρόμο μας. Ὅτι μὲ τὴν Παναγία μας μᾶς συνδέει μυστικὸς ὀργανικὸς σύνδεσμος, ἡ μετοχή μας στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὥστε, ὡς ὀργανικὰ κύτταρα τοῦ ἁγίου Σώματός Του, κοινωνοῦμε καὶ μὲ αὐτή. Εἴμαστε μέλη τοῦ ἰδίου σώματος καὶ γιὰ τοῦτο πονᾶ γιά μας, ὡς μέλη τοῦ δικοῦ της σώματος. Μόνο ἔτσι μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ἀέναη ἔγνοια της γιά μας καὶ τὶς θερμὲς πρεσβεῖες της στὸν Υἱό της γιὰ χάρη μας. 

Εἶναι ἀνάγκη, στοὺς δυστηνους καὶ ἀποκαλυπτικοὺς καιροὺς ποὺ ζοῦμε, νὰ παραμερίσουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας τὰ γήινα καὶ ἐφήμερα καὶ νὰ στοχαστοῦμε τὰ οὐράνια καὶ τὰ αἰώνια. Νὰ ἀφήσουμε τὰ τετριμμένα καὶ νὰ προτιμήσουμε τὰ ἄφθαρτα. Νὰ ἀποκολληθοῦμε ἀπὸ τὸν μίζερο καὶ μικρόνου ὀρθολογιστικὸ τρόπο σκέψης μας καὶ νὰ δημιουργήσουμε «χῶρο» στὴν ψυχή μας γιὰ ἀποδοχὴ τῶν ὑπερλόγων ἀληθειῶν, «ἔστω καὶ ἂν δὲν μποροῦμε νὰ τὶς φανταστοῦμε», κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸ Στουδίτη. Νὰ λειτουργήσουν αὐτὲς μυστικά, καὶ ὡς ἐκ τούτου λυτρωτικά, στὸν ἐσωτερικό μας κόσμο. 

Νὰ ἀποδεχτοῦμε τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας, μέρος τοῦ ὁποίου εἶναι καὶ τὸ μυστήριο τῆς Θεομήτορος, ὡς ὕψιστη δωρεὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς τοὺς ἄσωτους καὶ φευγάτους ἀπὸ τὴν «πατρική μας στέγη». Νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἔχουμε πλανηθεῖ ἀπὸ τὸν «ἔσχατο ἐχθρὸ» (Ἃ΄Κόρ.15,26) καὶ ὁδεύουμε πρὸς τὸν ὄλεθρο καὶ τὸν ἀφανισμό μας. Ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ Μεγάλη κοινὴ Μητέρα μας, ἡ Μητέρα ὅλου του κόσμου, μᾶς περιμένει μαζὶ μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα μας (καὶ Πατέρα της), νὰ πάρουμε τὴ μεγάλη ἀπόφαση νὰ διορθώσουμε τὸ ξεστράτισμά μας καὶ στρέψουμε τὰ βήματά μας πρὸς τὴ σωστή, οὐρανοδρόμο, πορεία μας! 

Τὸ μυστήριο τῆς Θεομήτορος, ὡς μέρος τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας, ἐκφράζει ἐπακριβῶς ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος: «Οὐκ ἔστιν ἀριθμήσασθαι δυνατόν, μεγαλεία τὰ σὰ Θεονύμφευτε, καὶ τὸν βυθόν, τὸν ἀνεξερεύνητον ἐξειπεῖν, τῶν ὑπὲρ νοῦν θαυμάτων σου, τῶν τετελεσμένων διηνεκῶς, τοῖς πόθω σὲ τιμῶσι, καὶ πίστει προσκυνούσιν, ὡς ἀληθῆ Θεοῦ λοχεύτριαν»! 

Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἠμᾶς!

0 comments: