ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΔΑΦΝΟΜΗΛΗΣ ΕΝΑΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ.


ΕΥΣΤΑ

Η πατρίδα εiναι η μητέρα όλων μας, καθώς όλοι οι Έλληνες έχουμε ισχυρό συναισθηματικό δέσιμο, με την θρησκεία, την ιστορία, τον πολιτισμό και τους προγόνους. 


Η Ελλάδα και το Ελληνικό έθνος διατηρούν την αξιοπρέπεια, και το μεγαλείο της ψυχής, σε κάθε περίσταση, ακόμη και στις πιο δύσκολες καταστάσεις. 

Από τον Μαραθώνα, την Σαλαμίνα, της Πλαταιές, της Θερμοπύλες, την Νινευή, τον Σπερχειό, το Κλειδί και την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το αθάνατο 1821 και το ένδοξο έπος του 1940, με την ανέλπιστη εκείνη εποποιία, απέναντι στους Ναζιστές του Χίτλερ-Θούλης, η ιδέα της ελευθερίας και των αδούλωτων Ελλήνων μεταφέρεται με ένα μοναδικό τρόπο από γενιά σε γενιά. Μέσα από τις Ομηρικές ραψωδίες, τους Περσικούς πολέμους, τις μοναδικές αρχαίες τραγωδίες, την Ελληνική-Ρωμαϊκή ιστορία, το αγιασμένο 1821, την προφορική παράδοση.

Την σημερινή εποχή ας σταθούμε στις επάλξεις δίπλα στον Έλληνα που αναπαύεται στο Έβδομον (Κωνσταντινούπολη), στην αυτοκρατορική βίγλα, κάτω από το λάβαρο του σωτήρα ημών Ιησού Χριστού και του Βουλγαροκτόνου, του αλύγιστου στα στίφη των βαρβάρων, τον πολέμαρχο των ελευθέρων Ελλήνων, τον ανίκητο ηθικά Ήρωα της Ρωμιοσύνης. Αυτό επιβάλει το ιερό καθήκον, το υπέρτατο χρέος έναντι του έθνους.

Στις εποχές της πνευματικής άλωσης, της διαφθοράς, τις επελάσεως της παγκοσμιοποίησης, των καθημαγμένων και υπόδουλων ψυχών, από την οικονομική κρίση, οι Έλληνες κυβερνήτες ως ανήμποροι-επαίτες, παραδίδουν κυριαρχία και εθνικό πλούτο, παρακαλούν για χρήματα αδιαφορώντας για την εθνική συνείδηση, τον πολιτισμό και τις αξίες μας.

Χριστιανοί, σήμερα οι Ήρωες της Ελληνικής-Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κρατώντας την βασιλική ρομφαία στέκονται όρθιοι, απτόητοι, αγέρωχοι, μας δείχνουν τον δρόμο  ελπίζοντας να μας οδηγήσουν εκ νέου σε νικηφόρους αγώνες, σε μάχες σπουδαίες, έναντι του προαιώνιου εχθρού, της νεοταξικής βαρβαρότητας. Η νέα τάξη πραγμάτων αποτελεί μια άσπλαχνη, πανάρχαια θεώρηση, ενός άλλου πολιτισμού, του Φοινικικού, ο οποίος εκφράζει την κοινωνία του κέρδους, της απόλυτης κυριαρχίας στην οικονομία. Δημιουργεί τους ανθρώπους, οι οποίοι ζούνε μέσα στην ακολασία και τα πιο ταπεινά σεξουαλικά πάθη.

Η Ελλάδα σήμερα θυμίζει την εποχή, των Κομνηνών και την εποχή της Αλώσεως της αυτοκρατορίας το 1204 μ.Χ., Όπως τότε, το ίδιο και τώρα, η χώρα βρίσκεται σε πλήρη οικονομική, εθνική, κοινωνική παρακμή- απαξίωση και απομόνωση. Η Ελλάδας εξαθλιώνεται ραγδαία, ηθικά-πνευματικά, φτωχοποιείται και εξαναγκάζεται, να καταβάλει, έναν τεράστιο φόρο υποτέλειας-ραγιαδισμού, πληρώνοντας κατασκευασμένα χρέη, σύμφωνα με τους ειδήμονες. Η πολιτική, η στρατιωτική, η οικονομική και η εθνική μας ισχύς εκμηδενίστηκαν. 
 
Η ηθική, η πνευματική, η κοινωνική, η στρατιωτική, η οικονομική κατάρρευση, οδηγούν στην εθνική παρακμή-σήψη και κατ επέκτασιν στον αφανισμό. Η νέα τάξη έχει πλέον επιβληθεί στην Ελληνική επικράτεια και βιώνουμε την εξουσία της, σε όλους τους βασικούς θεσμούς του έθνους. Ειδικά η νέα τάξη κυριάρχησε στην κλασική Ελληνική παιδεία, και στην Ορθοδοξία. Η παιδεία ως θεσμός έχει απωλέσει οριστικά την ιδιότητα του Ελληνικού, εθνικιστικού-παιδαγωγικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Όλες οι κοινωνικές τάξεις υποκύπτουν σταδιακά στην παγκοσμιοποίηση. Η εθνική ανεξαρτησία και η δυνατότητα των Ελλήνων να ορίζουν ανεξάρτητη εθνικιστική παιδαγωγική και Ορθόδοξη θρησκευτική πολιτική, μειώθηκε δραματικά και τείνει να εξανεμιστεί. 

Οι σύγχρονοι φίλοι του δωδεκαθέου, κυριαρχούν παντού, με αποτέλεσμα να ελέγχουν κάθε πτυχή της ζωής των σκλαβωμένων Ελλήνων. Η νέα τάξη ελέγχει εκτός από την Ελληνική παιδεία, την μουσική, τον κινηματογράφο, το θέατρο, την λογοτεχνία, τα ΜΜΕ, την μόδα, τον αθλητισμό κλπ.
 
Ελάχιστοι είναι αυτοί οι οποίοι εξαιρούνται, από κάθε τομέα. 
 

Ομαδικά και οργανωμένα από όλους τους κλάδους επιβουλεύονται την ορθοδοξία και προσπαθούν να αφανίσουν καθετί χριστιανικό. Προωθούν την απομάκρυνση από την Ηθική Χριστιανική ζωή. Ισοπεδώνουν τους Έλληνες και την Ορθοδοξία. Στο διάβα τους, εξαφανίζουν κάθε έννοια ηθικής, και αξιοπρέπειας. Έκαναν την πλειοψηφία των πολιτών, να είναι κατώτεροι και από τα ζώα. Η νέα ηθική, που επιβάλλουν οι κρατούντες, έχει έναν βασικό δόγμα, την σεξουαλική λατρεία. Δεν υπάρχει κανένα όριο, και κανένας ηθικός δισταγμός.

ΤΑ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ.

Υπάρχουν λαοί οι οποίοι με κλάματα, παρακάλια και βλαστήμιες, καλούν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό να τους βοηθήσει. 
 
Όμως οι Έλληνες, μόνον με έναν τρόπο ξέρουν να καλούν τον Χριστό να τους υποστηρίξει, πολεμώντας. Όλοι οι Έλληνες εφάρμοσαν πιστά την διδαχή του στυλοβάτη του Ελληνισμού και της Ορδοδοξίας, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου : ” Κρείττων γάρ επαινετός πόλεμος, ειρήνης χωριζούσης θεού. Για αυτό πολέμησαν ανά τους αιώνες, εκατομμύρια Έλληνες ήρωες. Η χριστιανική πίστη θεωρεί τον πόλεμο και την χρήση των όπλων προς άμυνα βέβαια, ένα αναγκαίο κακό. Η Ελλάδα στο πέρασμα των αιώνων, έχει σταυρωθεί αμέτρητες φορές. Πόλεμοι, γενοκτονίες, σφαγές, κλοπές, βιασμοί και σκλαβιά. Ο λόγος ένας και μοναδικός. 
 
Το Ελληνικό έθνος, διαχρονικά επιβίωσε, εξαιτίας των σοφών, των αγίων, των Ηρώων και των χρηστών ηθών. Ω, παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων` νυν υπέρ πάντων αγών (Παιάνας-Αισχύλος). Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστίν η Πατρίς (Πλάτων, Κρίτων). Ο Αριστοκλής-Πλάτωνας εiναι ο πρώτος-κορυφαίος εθνικιστής φιλόσοφος, όλων των εποχών, διότι καθόρισε το πρώτο και σπουδαιότερο πατριωτικό αξίωμα, ενώ ήταν ο μοναδικός φιλόσοφος στον κόσμο ο οποίος πήγε ενάντια, στην Φιλοσοφική και ηθική του διδασκαλία για να επιβιώσει η Ελλάδα. Αν είσαι ανήμπορος να κρατήσεις αναμμένες τις λαμπάδες της Πατρίδα σου, δεν είσαι συνειδητός Έλληνας, δεν είσαι Πατριώτης. Χρωστάμε σ’ όσους ήλθαν, πέρασαν, θα ‘ρθούνε, θα περάσουν. Κριτές θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί ( Κωστής Παλαμάς). 

Αν λαχταράς την λευτεριά σε ξένους μην ελπίζεις, παρ’ την ο ίδιος αν μπορείς αλλιώς δεν την αξίζεις. Αυτά είπε μεταξύ πολλών άλλων ο μεγαλύτερος υμνητής των δυο ιερότερων ανθρώπινων αξιών, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας, οι οποίες εiναι δημιουργήματα των αρχαίων Ελλήνων, κατά την σύγχρονη εποχή. 

Οι πρόγονοί μας όχι μόνον δημιούργησαν αυτές τις δύο αξίες, αλλά της “πότισαν” με αίμα, όσο κανένα άλλο Έθνος στην παγκόσμια ιστορία. Η ελευθερία του ανθρώπου είναι το πιο ακριβό αγαθό, δεν δίνεται δωρεάν ούτε από τον Θεό, ούτε από τους ανθρώπους, χρειάζεται πολύς αγώνας, κόπος, αίμα για να πάρεις πίσω την ζωή σου. Αυτό μας το έδειξαν οι πόλεμοι των αγίων προγόνων μας, οι οποίοι πολεμούσαν, όλους εκείνους τους αιώνες για να παραμείνουν ελεύθεροι και για να έχουν την διοίκηση της Ελληνικής-Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 

Εάν η ζωή ήταν μόνον προσευχές, καθώς και υποστήριξη του Χριστού μέσω θεόσταλτων σωτήρων, τότε οι προγονοί μας, αυτοί οι τέλειοι χριστιανοί δεν θα χρειαζόταν να πολεμήσουν ποτέ κατά την μεσαιωνική εποχή. Θα έπρεπε δικαιωματικά να καθόταν όλους εκείνους τους αιώνες στα σπίτια τους-καναπέδες να περιμένουν τον αντίστοιχο Βατάτζη, τον οποίο περιμένουν αδίκως οι ραγιάδες σήμερα. Η προσμονή “θεόσταλτων σωτήρων” από τον Θεό είναι ένα από τα μεγαλύτερα δείγματα αμάθειας-παρακμής των ραγιάδων, οι οποίοι σαπισμένοι από την σεξουαλική διαφθορά αναμένουν βοήθεια από τον θεό.
 
Σκεφτείτε τι θα γινόταν εάν οι προγονοί μας οι άγιοι Έλληνες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε κάθε εισβολή των αμέτρητων εχθρών μας αντί να πολεμούν να έκαναν μόνον συλλαλητήρια ; 
 
Θα είχε αφανιστεί η Ελλάδα πολλούς αιώνες πριν. Φανταστείτε την ώρα που εισέβαλαν οι Πέρσες, οι Αγαρηνοί, οι Γότθοι, οι Βούλγαροι, οι Ρώσοι, οι Άβαροι κλπ, να έπαιρναν οι άγιοι πρόγονοι μας σημαίες και πανό να έκαναν συλλαλητήρια και να έλεγαν δεν πολεμάμε.

Σε κάθε πρόταση παραδόσεως από τους εχθρούς, οι πρόγονοι μας απαντούσαν ΟΧΙ. Όλες τις φορές οι Έλληνες απάντησαν αρνητικά. Ο Χριστός βοηθά μόνον αυτούς που αγωνίζονται σκληρά, μόνον όσους πολεμούν, όσους ζούνε χωρίς σεξουαλικές ανωμαλίες. Αντιθέτως δεν βοηθά ποτέ όσους ζούνε μέσα στην σεξουαλική διαφθορά. Επίσης ο Θεός δεν βοηθά ποτέ όσους είναι καθήμενοι σε έναν καναπέ, και περιμένουν την ελευθερία, να τους δοθεί ως “δώρο”, χωρίς να βοηθούν τον συνάνθρωπο, χωρίς να ζούνε ηθικά. Το πιο κλασικό παράδειγμα οι Εβραίοι οι οποίοι έκαναν σεξουαλικές ανωμαλίες, ενώ ταυτόχρονα λάτρεψαν δαίμονες. Τότε ο Θεός περίμενε να πεθάνει μέχρι και ο τελευταίος Εβραίος που είχε αμαρτήσει ενώπιον του. Μόνον τότε πήγε τους υπόλοιπους που δεν είχαν αμαρτήσει στην γη της επαγγελίας. Ο αληθινός θεός-Δημιουργός, είναι ο θεός του καλού, της δικαιοσύνης, της αγάπης, της τάξης, της ηθικής, για αυτό δεν βοήθησε ποτέ ανά τους αιώνες, τους σάπιους που ζούνε μέσα στην σεξουαλική διαφθορά, την αδικία, την ανομία, την αταξία κλπ. Οι πηγές ζωής του έθνους μας, ήταν και είναι η Ορθοδοξία και η αρχαία Ελληνική παιδεία.

Οι Έλληνες του 1821 και του 1940, δεν είχαν σε καμία περίπτωση την πνευματική αίγλη των Ελλήνων, των Περσικών πολέμων, και των Ελλήνων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι και απαίδευτοι. Εν τούτοις γιατί ζούσαν ηθικά-μοναγαμικά, χωρίς σεξουαλικές ανωμαλίες, με πίστη Χριστού, επέτυχαν δύο θρυλικά επιτεύγματα, ενάντια σε κάθε λογική. Την απελευθέρωση του έθνους, το 1821 και το έπος του 1940. Η Ορθοδοξία, τα χρηστά ήθη, και η αρχαία Ελληνική γραμματεία ήταν και είναι, οι πηγές ζωής και επιβιώσεως του Ελληνικού έθνους.

Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΙΣΜΟΥ.

Για να κατανοηθούν οι αιτίες της νεοελληνικής κακοδαιμονίας αρκεί να σταθεί κανείς επιγραμματικά σε τέσσερις μείζονες, αλλά και σημειολογικά ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις, στις οποίες προέβη το νεοελληνικό κράτος. Το νεοελληνικό κράτος αποτέλεσε ένα μόρφωμα με ασφυκτικά περιορισμένα σύνορα, αναντίστοιχο προς το μέγεθος και τις ανάγκες του μείζονος Ελληνισμού. Επιπλέον, θεσπίσθηκε υπό καθεστώς πλήρους προτεκτοράτου. *Εξ ου και τα κόμματα ανέλαβαν να υπηρετήσουν το καθεστώς αυτό, δηλαδή τις “προστάτιδες” Δυνάμεις και όχι την ελληνική κοινωνία, το πρόσταγμα της εθνικής ολοκλήρωσης ή, έστω, μια ταξική εκφορά του κοινού συμφέροντος αυτά αναφέρει ο πρύτανης Γεώργιος Κοντογιώργης.
Εν τούτοις τον προηγούμενο αιώνα παρά τις προδοσίες και την μερική αυτονομία, υπήρχαν στοιχεία πατριωτισμού στους κρατούντες, για αυτό άνθισε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους ο νεοελληνικός εθνισμός.
Ο νεοελληνικός εθνισμός ήταν θεμελιωμένος επάνω στα επιτεύγματα του Βουλγαροκτόνου. Στην προσπάθεια αυτή από την πνευματική ελίτ της Ελλάδος πρωτοστατούν η Πηνελόπη Δέλτα και ο Κωστής Παλαμάς. Ενδεικτικό είναι ότι στο κέντρο των Αθηνών υπάρχει η οδός "Βουλγαροκτόνου". Στους κοντινούς δρόμους έχουμε και άλλες Ρωμαϊκές  ονομασίες όπως οδός Ιουστινιανού, οδός Ειρήνης Αθηναίας κλπ.

Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό της πρακτικής του Ελληνικού κράτους να χρησιμοποιήσει την ονομασία των δρόμων της πρωτεύουσας, για να διατηρήσει την εθνική μας συνοχή και την ιστορική συνέχεια. Η οδός "Βουλγαροκτόνου" έχει μια πολύ ξεχωριστή σημασία καθώς αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του νεοελληνικού εθνισμού εκείνης της εποχής .

Την εποχή του Βουλγαροκτόνου το Ελληνικό-Ρωμαϊκό έθνος θα φτάσει στο απόγειο του σε ηθικό, πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, από την ημέρα που υπήρξε το Έθνος των Ελλήνων. Για αυτό παρουσιάζει τεράστιο  ενδιαφέρον με όρους πολιτικής, στρατιωτικής, ηθικής και κοινωνικής επικαιρότητας, ενώ παράλληλα διδασκόμαστε πώς γίνεται η αξιοποίηση της ιστορίας ως οχήματος εθνικής επιβιώσεως σε πολιτικό, στρατιωτικό, κοινωνικό και ηθικό-πνευματικό επίπεδο. Ο πιστός εν Χριστώ τω Θεώ Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων, έπειτα από μια πολεμική διαμάχη που διήρκεσε περισσότερο από τρείς δεκαετίες, επέτυχε να υποτάξει τους Βούλγαρους, ενσωματώνοντάς τους στο αυτοκρατορικό-Ρωμαϊκό κράτος.

Το αρχαίο Βουλγαρικό βασίλειο ήταν ένα κρατικό μόρφωμα,  όπου αλλοδαποί αριστοκράτες διοικούσαν Τουρκικούς (Κουμάνους) και Ελληνικούς-Ρωμαϊκούς πληθυσμούς. 

Το βασίλειο είχε αναπτυχθεί και διαμορφωθεί πολιτικά και διοικητικά από τα τέλη του 7ου αιώνα στα βορειοανατολικά, σύνορα της παγκόσμιας Ελληνικής-Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στις αρχές του 10ου αιώνα το Βουλγαρικό βασίλειο με τσάρο τον Συμεών και πρωτεύουσα την Πρεσθλάβα, γνώρισε την μεγαλύτερη του έκταση, από τον Δούναβη μέχρι την Θεσσαλονίκη, απειλώντας σοβαρά την κυριαρχία του Ρωμαϊκού κράτους. Χαρακτηριστικό ήταν ότι κατά την εποχή του Βουλγαροκτόνου, οι Κουμάνοι (Βούλγαροι) είχαν κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας.

Ο θάνατος του Συμεών το 927 έδωσε την ευκαιρία στην αυτοκρατορική εξουσία να θέσει τέλος στην Βουλγαρική απειλή με μία συνθήκη ειρήνης που επισφραγίστηκε με τον γάμο του τσάρου Πέτρου, με την εγγονή του αυτοκράτορα Ρωμανού Λεκαπηνού την Μαρία. Οι ενέργειες αυτές εξασφάλισαν την ειρηνική συνύπαρξη για μερικά χρόνια, όταν οι Ρώσοι του Σβιατοσλάβου εισέβαλαν στα βουλγαρικά εδάφη, κατόπιν προσκλήσεως του αυτοκράτορα Νικηφόρου Β’ Φωκά, ο οποίος κινήθηκε με στόχο να προστατέψει την αυτοκρατορία από τους Βούλγαρους.

Τους Ρώσους είχε καλέσει σε βοήθεια ο Άγιος-αυτοκράτορας Νικηφόρος, καθώς δεν μπορούσε να διεξάγει πολέμους, σε δύο μεγάλα μέτωπα (Ανατολή-Άραβες και Βοράς-Βούλγαροι). Εντούτοις οι Ρώσοι αθέτησαν την συμφωνία με τον Νικηφόρο Φωκά και έγιναν κατακτητές της Βουλγαρίας. Η πρώτη και κατεπείγουσα εκστρατεία του επόμενου αυτοκράτορα, του Ιωάννη Τσιμισκή, όταν ανέβηκε στον Ρωμαϊκό θρόνο ήταν στην χερσόνησο του Αίμου κατά των Ρώσων, στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας. Η απειλή προκάλεσε την αντίδραση του διαδόχου του Φωκά, του Ιωάννη Α Τσιμισκή, ο οποίος ύστερα από μία σειρά εκτεταμένων πολεμικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των οποίων προπαγάνδιζε ως σκοπό την απελευθέρωση των Βουλγάρων ως χριστιανών αδελφών από τους παγανιστές Ρώσους, τους οποίους τελικά εκδίωξε και εν συνεχεία κατέλυσε την Βουλγαρική εξουσία, καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα Πρεσθλάβα και την υπόλοιπη Βουλγαρία.

Ο Τσιμισκής τέλεσε θρίαμβο στην Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη κατά τα Ρωμαϊκά έθιμα, ενώ τα σύμβολα των Βουλγάρων βασιλέων τοποθετήθηκαν πάνω σε ένα άρμα κάτω από την εικόνα της Παναγίας, στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής πολιτικής. Σημαντικό τμήμα της πρώην Βουλγαρικής επικράτειας, κυρίως στα κεντρικά και δυτικά Βαλκάνια, δεν ενσωματώθηκε διοικητικά στο Ρωμαϊκό κράτος, αλλά διατήρησε ένα ημιαυτόνομο καθεστώς, με την εξουσία να περνάει στα χέρια τοπικών αρχόντων υπό τον άμεσο έλεγχο της Κωνσταντινουπόλεως.

Σε αυτό το καθεστώς λίγα χρόνια αργότερα, έλαβε χώρα η εξέγερση των αλλοδαπών αδελφών "Κομητόπουλων" στην περιοχή της Αχρίδας, με στόχο την αναβίωση μίας κρατικής οντότητας υπό την εξουσία ενός Βούλγαρου ηγεμόνα.

Η Βουλγαρική επανάσταση υπό την ηγεσία τεσσάρων αδελφών, ξεκίνησε με την άνοδο του Βουλγαροκτόνου στον Ρωμαϊκό θρόνο. Οι Κομητόπουλοι ήταν γιοί ενός τοπικού άρχοντα, του κόμη Νικόλαου και δεν ήταν Βουλγαρικής καταγωγής. Η Βουλγαρική εξέγερση δεν αντιμετωπίστηκε άμεσα και δυναμικά από την αυτοκρατορική εξουσία της Κωνσταντινούπολης, λόγω μιας άλλης σοβαρότερης απειλής. 

Αυτή ήταν η επανάσταση του Δομέστικου των Σχολών Βάρδα Σκληρού, που ξέσπασε στα Μικρασιατικά εδάφη της αυτοκρατορίας. Η εμφύλια διαμάχη έληξε με νίκη του Βασιλείου Β, δυστυχώς όμως έδωσε τον απαιτούμενο χρόνο, στους Βούλγαρους επαναστάτες να σταθεροποιηθούν.

Τα επόμενα χρόνια ένας εκ των τεσσάρων αδελφών, ο Σαμουήλ, ανέλαβε ηγετικό ρόλο και κατάφερε συσπειρώσει τις υπόλοιπες τοπικές ελίτ υπό την εξουσία του. Η άδικη νίκη του Σαμουήλ επί του Βασιλείου, στην πύλη του Τραϊανού, μετά την ανοησία, είτε την προδοσία του στρατηγού Στέφανου Κοντοστέφανου το 986, ο οποίος ψευδός ενημέρωσε τον Βουλγαροκτόνο για δήθεν αποστασία του στρατηγού Μελισσηνού. Η ψεύτικη αναφορά του Κοντοστέφανου ανάγκασε τον Έλληνα αυτοκράτορα να εγκαταλείψει την μάχη και να κινηθεί για την Βασιλεύουσα. Η ενέργεια αυτή άνοιξε την δίοδο για την πλήρη επικράτηση και την δημιουργία ενός δεύτερου Βουλγαρικού βασιλείου. Το βασίλειο του Σαμουήλ επεκτάθηκε σταδιακά, εκμεταλλευόμενο έναν νέο εμφύλιο που ξέσπασε στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία την περίοδο 987-989. 

Η νίκη του Βασιλείου Β΄ στην δεύτερη εμφύλια διαμάχη, με την σημαντική υποστήριξη μιας Ρωσικής ντρουζίνας 6000 ανδρών το 989, τον κατέστησε απόλυτο κυρίαρχο στην αυτοκρατορία και καθόρισε την ανάδειξη του, ως μεγάλου στρατιωτικού και πολιτικού ηγέτη. Η εμφύλια διαμάχη με τον Βάρδα Σκληρό και τον Βάρδα Φωκά έμελλε να τον μεταμορφώσει στον πιο επιτυχημένο στρατηγό-αυτοκράτορα μαζί με τον Ηράκλειο. 

Τις επόμενες δεκαετίες ο Έλληνας αυτοκράτορας διεξήγαγε συστηματικά εκστρατείες στα Βουλγαρικά εδάφη συρρικνώνοντας μεθοδικά και σταδιακά την κυριαρχία του Βούλγαρου τσάρου. Το πιο σημαντικό στοιχείο την εποχή του Βασίλειου, ήταν ότι το αποσχιστικό κίνημα των Κομητόπουλων, οδήγησε ταχύτατα στην δημιουργία ενός νέου κρατικού μορφώματος σε χρόνο ρεκόρ, χωρίς να υπάρχει το απαραίτητο πολιτιστικό και ηθικό υπόβαθρο το οποίο απαιτείται σε παρόμοιες περιπτώσεις.  

Όπως διαχρονικά συμβαίνει στις περισσότερες εμφύλιες διαμάχη οι επαναστάτες έχουν στόχο την απόσχιση εδαφών από το υπάρχον κράτος και τότε η διαμάχη παίρνει την μορφή διακρατικού πολέμου. Κατά την περίοδο της διαμόρφωσης του σύγχρονου Ελληνικού έθνους-κράτους και του Μακεδονικού ζητήματος στα τέλη του 19ου αιώνα, έχουμε μια αναζωπύρωση του Ελληνικού εθνικισμού. Τα πολεμικά επιτεύγματα του Βουλγαροκτόνου χρησιμοποιήθηκαν από το νεοελληνικό κράτος, στα πλαίσια της ιστορικής δικαίωσης και των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων, και των διεκδικήσεων  κατά τους Βαλκανικούς πολέμους. Η παρουσίαση των πολέμων του Βασιλείου Β΄ από λογοτεχνικά έργα της εποχής έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση του νεοελληνικού Εθνικισμού.

Ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς δημοσίευσε το σωτήριο έτος 1910 το ποίημά του "Η φλογέρα του Βασιλιά". Η αφορμή για τη συγγραφή του ποιήματος αποτέλεσε ο Μακεδονικός αγώνας και η διαχρονική επιθετικότητα των Γερμανών εις βάρος των Ελλήνων. Υπήρχε ανάγκη για την ηθική-εθνική ενίσχυση και προστασία του Ελληνισμού μέσα από την ανάδειξη των ιστορικών κατορθωμάτων του κορυφαίου αυτοκράτορα και Έλληνα όλων των εποχών. 

Τα βασικά θέματα του ποιήματος ήταν ή άλωση της Ελληνικής-Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 1204 μ.Χ. από τους Γερμανούς και  η τόνωση του πατριωτικού αισθήματος κατά του Βαλκανικούς πολέμους.   

Η πιο ολοκληρωμένη ιστορική παρουσίαση των πολέμων του Βασιλείου Β΄ με τους Βούλγαρους, γίνεται στο λογοτεχνικό αριστούργημα της Πηνελόπης Δέλτα, με την  ονομασία "Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου" Ο βασικός στόχος της Δέλτα, ήταν να διδάξει μέσα από το μυθιστόρημά της, την πραγματική ιστορία, με σκοπό να  διαποτίσει με τα ιδανικά της αγάπης για την πατρίδα, τον Χριστό και το έθνος.

Σε αυτό το πλαίσιο, χρησιμοποίησε το μνημειώδες έργο του Γάλλου ιστορικού Gustave Schlumberger, την "Βυζαντινή Εποποιία". Γραμμένα μέσα από το εθνικιστικό πρίσμα της πρώτης γενιάς των δημοτικιστών, τα μυθιστορήματα της Δέλτα είναι απαραίτητα και θεωρούνται από τα πιο σημαντικά αναγνώσματα για όλες τις γενιές των Ελλήνων. Η εθνική παιδεία της εποχής του "Μακεδονικού αγώνα", περνούσε μέσα από την εικόνα του κορυφαίου Έλληνα αυτοκράτορα όλων των εποχών.

Ο Ευστάθιος Δαφνομήλης ήταν ένας στρατηγός Κομάντο, την εποχή του Βουλγαροκτόνου, ο οποίος εκτέλεσε μια από τις πιο παράτολμες στρατιωτικές αποστολές στην παγκόσμια ιστορία.

Να περάσουμε να δούμε πως περιγράφει την ασύλληπτη ενέργεια του, η Πηνελόπη Δέλτα :  



"Πέντε - έξι αξιωματικοί πλησίαζαν καβάλα. Παρακάτω, στο φως των αναμμένων δαυλών, πλήθος πυκνό κυμάτιζε. Ήταν οι Βούλγαροι αιχμάλωτοι που έφθαναν στο στρατόπεδο. 

Οι αξιωματικοί χαιρέτησαν τον Αυτοκράτορα και πήδησαν από τ' άλογα. Ο Βασίλειος αναγνώρισε τον Κωνσταντίνο Διογένη και τον Νικηφόρο Ξιφία μ' ένα δυο άλλους στρατηγούς. Ο Ιβάτζης; ρώτησε ο Βασίλειος με σκοτεινιασμένα φρύδια, δείχνοντας μερικούς στρατιώτες που έφθαναν, σέρνοντας έναν αιχμάλωτο πισθάγκωνα δεμένο. - Όχι, Δέσποτα, είπε με λύπη ο Διογένης, δεν τον βρήκαν ακόμα! Δυο σώματα τον γυρεύουν, καθώς και τον Νικουλιτσά που μας ξέφυγε. Αυτός εδώ είναι ο ανεψιός του Βλαδισλάβ. Τον πιάσαμε με όλες τις αποσκευές του Τσάρου και του Κρακρά. - Λύσετε τον και φερθείτε του σαν βολιάς που είναι, είπε ο Βασίλειος. Πολέμησε παλικαρίσια και νικήθηκε. Τιμή σε τέτοιους νικημένους. Τον Ιβάτζη όμως...

   Δεν τελείωσε τη φράση του. Ο τόνος όμως μαρτυρούσε την έχθρα που φούσκωνε την καρδιά του. Όταν γύρισε στη σκηνή του, βρήκε την Αλεξία και τον Μιχαήλ όπως τους είχε αφήσει. Σιωπηλά πέρασε σε άλλο χώρισμα, και πλάγιασε σε μια προβιά. Χαρά για την επιτυχία του καμιά δεν ένιωθε. Η νίκη, που είχε καταστρέψει τους εχθρούς του, του κόστιζε ακριβά. Την είχε πληρώσει με τη ζωή του Γίνου Βούγα. 

Λίγο - λίγο, σε όλο το στρατόπεδο η σιωπή απλώθηκε. Τα φώτα έσβησαν. Αποκαμωμένοι οι στρατιώτες είχαν πέσει να κοιμηθούν. Και μόνο στη βασιλική σκηνή, αργά αποκαίουνταν οι λαμπάδες. Και η τρεμουλιάρικη φλόγα πένθιμα φώτιζε το ασάλευτο πρόσωπο του νεκρού και τις γαλάζιες δίπλες του μανδύα, στερνό δώρο του Αυτοκράτορα που το είχε ρίξει, σάβανο βασιλικό, απάνω στο πεθαμένο παλικάρι. Και γονατισμένοι πλάγι - πλάγι, μέσα στη νυχτερινή σιγή, ο Μιχαήλ και η Αλεξία, ενωμένοι στη φρικτή τους λύπη, ως την ψυχή συντριμμένοι, αγρυπνούσαν κοντά στο νεκρό.

  Η μεγάλη αυτή μάχη του καλοκαιριού του 1017, που κατέστρεψε το στρατό του Βλαδισλάβ, τελείωσε και το μακρύ βουλγάρικο πόλεμο, που είχε αρχίσει στα 986 και βάσταξε τριανταδυό χρόνια. Ύστερα από την τρανή του νίκη, ο Βασίλειος πήγε στα Βοδενά, και ως το τέλος του χρόνου κατέγινε να διοικήσει και να διοργανώσει στρατιωτικά τις νέες κατακτήσεις. Ύστερα γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, όπου λαός και αρχές τον δέχθηκαν με μεγάλες τελετές, τον Ιανουάριο του 1018. Εκεί έμαθε, σε λίγο, πως ο αδάμαστος Βλαδισλάβ όχι μόνο δεν είχε χάσει το θάρρος του, αλλά και κατόρθωσε να μαζέψει πάλι στρατό και να πολιορκήσει το Δυρράχιο. Λίγο όμως βάσταξε η στάση αυτή. Η τύχη είχε παρατήσει πια το γενναίο μα και δόλιο βολιά. 

Μόλις άρχισε η πολιορκία του Δυρραχίου, κάποιος στρατιώτης Βούλγαρος, ίσως ένας από τους αφοσιωμένους στο κόμμα του Ρωμανού, μαχαίρωσε τον Βλαδισλάβ, εκδικώντας έτσι τη δολοφονία του γιου του Σαμουήλ. Σαν το έμαθε, ο Βασίλειος μάζεψε το στρατό του και ξεκίνησε για τη Μακεδονία, κρίνοντας σωστά πως ο θάνατος αυτός θ' απέλπιζε και τους τελευταίους επαναστάτες, και πως η ώρα ήταν κατάλληλη να ειρηνεύσει πια τον τόπο. Και αλήθεια, σε όλο το δρόμο, ούτε μια φορά δε χρειάστηκε να χτυπηθεί ο στρατός του με τους Βουλγάρους. Από παντού έφθαναν άρχοντες και φρούραρχοι, και προσκυνούσαν και παρέδιδαν χώρες και φρούρια. Τέλος ήλθε και ο ανδρείος και αλύγιστος Κρακράς με τα κλειδιά των τριάντα τελευταίων κάστρων, και προσκύνησε και αυτός.

Ο Βασίλειος, που ήταν όχι μόνο μεγάλος στρατηγός αλλά και λαμπρός πολιτικός, όλους αυτούς τους δέχθηκε με τιμές, και τους έδωσε αξιώματα και μεγαλεία ανάλογα με τη θέση και την αξία του καθενός. Έτσι έφθασε στην Αχρίδα, όπου ήλθε και παραδόθηκε η χήρα του Ιωάννη Βλαδισλάβ με πλήθος πριγκιπόπουλα, ορφανά των δύο τελευταίων Τσάρων. Δυο μόνο βολιάδες έλειπαν ακόμα. Ο Νικουλιτσάς και ο Ιβάτζης. Είχαν πάρει και οι δυο τα βουνά, αποφασισμένοι να μην υποταχθούν. Ο Ιβάτζης όμως, που ήταν από μεγάλη αρχοντική οικογένεια, έβαλε με το νου του να μαζέψει γύρω του στρατό, και όχι μόνο να ξαναξυπνήσει την επανάσταση, αλλά και να γίνει αυτός Τσάρος της Βουλγαρίας. Στην πλαγιά του Βροχωτού, βουνού απόκρημνου, βρίσκουνταν τότε ένα κτήμα των Τσάρων, η Πρόνιστα. 

Ήταν σε μέρος ωραιότατο και κατάφυτο, και συνάμα οχυρότατο, φυσικά προστατευμένο από μια στενή κλεισούρα όπου περνούσε ο μόνος δρόμος που ανέβαινε στο κτήμα, και όπου λίγοι άντρες αρκούσαν για να σταματήσουν στρατόν ολόκληρο. Εκεί είχε αποτραβηχτεί ο Ιβάτζης με μερικούς τολμηρούς συντρόφους. Και λίγο - λίγο είχε κατορθώσει να μαζέψει γύρω του αρκετό στρατό, ώστε να μη φοβάται την επίθεση του Αυτοκράτορα. Μόλις το έμαθε, ο Βασίλειος έφυγε από την Αχρίδα, όπου άφησε στρατηγό τον Ευστάθιο Δαφνομήλη, και πήγε στη Διαβολή, για να βρίσκεται πιο κοντά στην απόρθητη φωλιά της επανάστασης. Με όλη του την έχθρα και το θυμό, έγραψε του Ιβάτζη ένα γράμμα όπου του απέδειχνε πόσο τρελή ήταν πια η αντίσταση. Και με την ελπίδα ν' αποφύγει καινούριες αιματοχυσίες, του πρότεινε να υποταχθεί, δίνοντας του την υπόσχεση πως θα τον δεχθεί και αυτόν με τιμές και δόξες, όπως τους άλλους γενναίους βολιάδες. Ο πονηρός Βούλγαρος, για να κερδίσει καιρό, αποκρίθηκε με κολακείες κι ευγένειες και μισές υποσχέσεις, χωρίς όμως και να δεθεί με τελειωτική απάντηση. Και στο μεταξύ, κρυφά εξακολουθούσε να ετοιμάζεται για την επανάσταση. 

Ο Βασίλειος το ήξερε και φουρκίζουνταν και αδημονούσε. Μα ο θυμός του πήγαινε χαμένος, γιατί σ' εκείνα τα κορφοβούνια στρατός δεν μπορούσε ν' ανέβει. Ήταν παραμονές του Δεκαπενταύγουστου. Στο παλάτι του μέσα της Αχρίδας, ο Ευστάθιος Δαφνομήλης πήγαινε κι έρχουνταν απάνω - κάτω νευρικά στο δωμάτιο του. Κάθε λίγο σταματούσε στο τραπέζι του, έπαιρνε ένα ανοιγμένο γράμμα, το ξαναδιάβαζε, και πάλι το έριχνε στο τραπέζι και ξανάρχιζε τον ανήσυχο περίπατο του. Κάπου - κάπου πήγαινε στην πόρτα, έριχνε μια ματιά στο διάδρομο, και πάλι με σουφρωμένα φρύδια γύριζε στο τραπέζι του, ξαναχώνουνταν στη μελέτη της περγαμηνής, και πάλι την άφηνε και ξανάρχιζε να πηγαινοέρχεται. Και όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο νευρικός γίνουνταν. Τέλος η πόρτα άνοιξε απέξω κι ένας άντρας μπήκε. Ο Δαφνομήλης έβγαλε μια φωνή ανακουφισμένη και άπλωσε τα δυο του χέρια. - Επιτέλους! φώναξε. Έλεγα πως έπαθες τίποτα, Νικήτα, και άργησες τόσο! 

Ο Νικήτας πήρε το χέρι του στρατηγού και έσκυψε και το φίλησε. - Άργησα Ευστάθιε Δαφνομήλη, γιατί ήθελα να σου φέρω τις πληροφορίες που μου ζήτησες, είπε. Έμαθες τίποτα; Λέγε γρήγορα! αναφώνησε ο στρατηγός παίρνοντας από το τραπέζι την απλωμένη περγαμηνή. Οι δικές μου ειδήσεις είναι πως ο καταραμένος αυτός Ιβάτζης μας παίζει με τα λόγια του, και με ψευτοϋποσχέσεις γυρεύει να πουλήσει τον Αυτοκράτορα. Ξέρεις όμως ποια είναι η αλήθεια; - Ξέρω, αποκρίθηκε ο Νικήτας. Η φάρα του ολόκληρη βρίσκεται μαζεμένη στην Πρόνιστα, επίσης και πλήθος βουνίσιοι που του έμειναν πιστοί. Τους εκάλεσε όλους, τάχα πως θα εορτάσει την Κοίμηση της Παναγίας, μα πραγματικά στο παλάτι του ετοιμάζεται καινούρια επανάσταση. -

Και ο Αυτοκράτορας το ξέρει; - Το ξέρει και τρώγεται και οργίζεται. Μα τι να κάνει; Στρατός δεν μπορεί ν' ανέβει εκεί απάνω, στο αετοβούνι του Βουλγάρου. - Στρατός, όχι βέβαια, είπε ο Δαφνομήλης. Ένας όμως μπορεί. Και θα πάγω εγώ. Τα μάτια του Νικήτα έλαμψαν. - Το ήξερα, είπε. Και γι' αυτό ήλθα. Μα δε θα πας μόνος σου, Ευστάθιε Δαφνομήλη. Θα πάρεις και δυο συντρόφους, και ή θα νικήσομε μαζί σου ή θα πέσομε και οι τρεις. Ο Δαφνομήλης χαμογέλασε. - Εσύ, καλά, πιστέ μου Νικήτα, είπε. Έλα, θα σ' έχω ανάγκη. Μα ποιος είναι ο άλλος που θα θελήσει να μπει σ' αυτή τη σφηκοφωλιά; - Ο Ιγερινός. - Ο Μιχαήλ; Με απορία κοίταξε ο στρατηγός τον αφοσιωμένο του κατάσκοπο. - Ναι, στρατηγέ, ήλθε μαζί μου. 

Είχα μισομαντέψει το σκοπό σου από το γράμμα σου, και του το είπα. - Και θα δεχθεί να έλθει; - Θα σε παρακαλέσει. - Και η αρραβωνιαστική του; Ο Νικήτας στέναξε. - Η κακομοίρα! Μουρμούρισε. - Τι τρέχει; Τα χάλασαν; - Τι, τον αρραβώνα; Όχι, δεν τον χάλασαν, ούτε θα τον χαλάσουν. - Λοιπόν; - Τι τα θέλεις, στρατηγέ, είπε πάλι ο Νικήτας. Τέτοιος αρραβώνας χειρότερος είναι και από θάνατο. - Δεν ξέχασε η κόρη τον άλλο; ρώτησε ο Δαφνομήλης χαμηλώνοντας τη φωνή του. - Ούτε θα τον ξεχάσει ποτέ.

  - Μα λοιπόν γιατί αρραβωνιάστηκαν; - Γιατί τους το άφησε παραγγελιά πριν πεθάνει... ο άλλος. - Ο Κρηνίτης; - Ναι! Πριν φύγει εκείνη τη μέρα, έβαλε τον Ιγερινό να ορκιστεί μαζί του, πως όποιος από τους δυο γυρίσει ζωντανός θα έπαιρνε την Αλεξία Αργυρή, και συνάμα έγραψε της Αλεξίας πως της άφηνε παραγγελιά να πάρει το φίλο του. Και από κει που ήθελε η κόρη να κλειστεί σε μοναστήρι, άλλαξε γνώμη. Δε θέλει, λέγει, να παρακούσει του πεθαμένου. Στο λείψανο του ορκίστηκε να κάνει το θέλημα του. Με βαριά καρδιά τους αρραβώνιασε λοιπόν ο Αυτοκράτορας. Μα ήταν αληθινή κηδεία εκείνος ο αρραβώνας! Και από τότε χωρίστηκαν, και δεν την ξαναείδε ο Ιγερινός. - Πώς αυτό; - Εκείνη πήγε στη Θεσσαλονίκη όπου μένει με την αδελφή του. Κι εκείνος κυνηγά τον Ιβάτζη. - Και είναι τώρα εδώ; - Ναι, στρατηγέ. - Πες του να έλθει. Καθώς μπήκε ο Μιχαήλ στην κάμαρα, ο Δαφνομήλης σηκώθηκε να τον καλωσορίσει. Μα κοντοστάθηκε ξαφνισμένος. 

Ο Μιχαήλ ήταν σχεδόν γέρος. Το αναίματο ισχνό του πρόσωπο ασάλευτο και αγέλαστο, ήταν σα μαρμαρωμένο, σαν άψυχο. Μόνο στα βουλιαγμένα τους κοιλώματα, σκοτεινά και ισκιωμένα, τα μάτια του φύλαγαν ακόμα ζωή. Το αργό του περπάτημα, οι κυρτοί του ώμοι, τα ψαρά του μαλλιά, κάτασπρα στα μηνίγγια, τον έκαμναν αγνώριστο. Ο Δαφνομήλης, κάπως συγκινημένος, θέλησε να κρύψει την εντύπωση του. - Κάθησε νά ξεκουραστείς, του είπε με συμπάθεια, φαίνεσαι κουρασμένος. Αργότερα μιλούμε. 

- Δεν είμαι κουρασμένος, αποκρίθηκε ήσυχα ο Μιχαήλ, και ίσως είναι καλύτερο να μη χάνομε καιρό, Ευστάθιε Δαφνομήλη. - Τι εννοείς; - Πως αν έχεις καμιάν ελπίδα να εκτελέσεις το σχέδιο σου, τώρα είναι περίσταση, στην εορτή μέσα. - Ξέρεις λοιπόν το σχέδιο μου; ρώτησε ο Δαφνομήλης. - Ξέρω πως είσαι άξιος να πας να μαχαιρώσεις τον Ιβάτζη στο παλάτι του μέσα. - Ναι... Μα το σχέδιο μου είναι λίγο διαφορετικό. Ο Αύγουστος τον θέλει ζωντανό, είπε ο Δαφνομήλης. Και γυρνώντας στον Νικήτα: - Πρώτα απ' όλα όμως πρέπει να γνωρίζομε τα μέρη εκείνα, είπε. Πήγες ποτέ; - Όχι, είπε ο Νικήτας, μα πήγε ο Ιγερινός. Ο Δαφνομήλης αναπήδησε. - Εσύ; αναφώνησε. - Έρχομαι από κει, αποκρίθηκε ο Μιχαήλ. - Πήγες να κατασκοπεύσεις; Μίσος έντονο ζωντάνεψε το άψυχο πρόσωπο του νέου.

 - Όχι, είπε, πήγα να τον σκοτώσω. - Τι; Η φλόγα που άναψε μια στιγμή το πρόσωπο του έσβησε πάλι, και με την άτονη φωνή, που του ήταν πια σα φυσική, πρόσθεσε: - Δεν τον πέτυχα. Ήταν πάντα περιτριγυρισμένος, και ξένους δε δέχεται. Ο Δαφνομήλης έμεινε μια στιγμή συλλογισμένος. Ύστερα είπε με απόφαση: - Εμένα θα με δεχθεί.

   - Ίσως, είπε ο Μιχαήλ, αν πεις τ' όνομα σου. - Και θα έλθεις μαζί μου; - Θα έλθω, Ευστάθιε Δαφνομήλη. Και την καρδιά του θα του την πάρω εγώ. - Θα κάνεις ό,τι σου πω, Μιχαήλ. - Δεν ξέρω. - Θα κάνεις ό,τι σου πω! 

Ο Μιχαήλ δεν αποκρίθηκε. Με σφιγμένα χείλια κοίταζε τη λίμνη που απλώνουνταν γυαλιστερή και ολόφωτη κάτω από το παράθυρο. - Μιχαήλ, μια μέρα μου ζήτησες μια χάρη, είπε ο στρατηγός προφέροντας μια - μια τις λέξεις, και σου την έκανα... Και μου είπες τότε πως αν ποτέ έχω ανάγκη από τυφλή αφοσίωση, να έλθω σε σένα. Ήθελες να πας σε κάποιο μοναστήρι όπου βρίσκουνταν πληγωμένος... Το στόμα του Μιχαήλ συσπάστηκε. Σήκωσε το χέρι και σταμάτησε το στρατηγό. - Καλά, είπε, θα έλθω. - Και θα κάνεις ό,τι σου πω; - Θα κάνω ό,τι θέλεις. Ο Δαφνομήλης ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του νέου και με συγκίνηση είπε: - Όποιος έλθει μαζί μου πρέπει ν' αποφασίσει πως δε θα γυρίσει ζωντανός. 

- Το ξέρω. - Σκέφθηκες την Αλεξία; Απότομα πήρε ο Μιχαήλ το χέρι του Δαφνομήλη και το έβγαλε από τον ώμο του. - Ναι, είπε, τη σκέφθηκα. Και γύρισε να φύγει. - Και αν σκοτωθείς; έκανε ο Δαφνομήλης. Ο Μιχαήλ είχε φθάσει στην πόρτα. Σήκωσε την κουρτίνα και χωρίς να γυρίσει ρώτησε: - Πότε φεύγομε; - Αμέσως, είπε ο Δαφνομήλης.

 - Σε περιμένω έξω, είπε ο Μιχαήλ. Και βγήκε. Σαν όλους τους ορθόδοξους εκείνης της εποχής, είτε Έλληνες ήταν είτε Βούλγαροι ο Ιβάτζης, με όλη του τη σκληρότητα, ήταν όμως πολύ θεοφοβούμενος. Αποφάσισε την εορτή του Δεκαπενταύγουστου να την εορτάσει, εκείνο το χρόνο του 1018, στο παλάτι του της Πρόνιστας, μ' εξαιρετική πολυτέλεια. Όλους του τους συγγενείς, ως και τους πιο απομακρυσμένους, τους κάλεσε και τους μάζεψε γύρω του για να δείξει το μεγαλείο και τη δύναμη της φάρας του. Βασιλικά τους υποδέχθηκε και τους φιλοξένησε στο παλάτι του. Και τόσος κόσμος μαζεύθηκε, που το εξοχικό αυτό κτήμα κατήντησε σα μικρή πόλη. Ξημέρωσε ο Δεκαπενταύγουστος. 

Ενόσω απάνω στην Πρόνιστα ο Ιβάτζης δέχουνταν τα συγχαρητήρια των αξιωματικών και των προσκαλεσμένων του, κι ετοίμαζε πολυτελέστατη τελετή, κάτω, στη ρίζα του Βροχωτού, οι στρατιώτες που φύλαγαν τα στενά είδαν έξαφνα με μεγάλη απορία τρεις Έλληνες που πλησίαζαν άφοβα, χωρίς καμιά προσπάθεια να κρυφθούν. Ο ένας φορούσε λαμπρή στολή Βυζαντινού στρατηγού. 

Οι φρουροί σαστισμένοι τους σταμάτησαν και τους ρώτησαν τι θέλουν. - Πηγαίνετε στον Ιβάτζη, διέταξε ο στρατηγός, και πείτε του πως ο πατρίκιος Ευστάθιος Δαφνομήλης, στρατηγός της Αχρίδας, ήλθε να πανηγυρίσει μαζί του. Τρεχάτος ανέβηκε ένας στρατιώτης κι έφερε του αφέντη του την απίστευτη είδηση. Σαν το άκουσε ο Ιβάτζης έμεινε άφωνος. Δεν του χωρούσε στο κεφάλι πως μπορούσε να έλθει έτσι, ασυλλόγιστα, ο Έλληνας στρατηγός, χωρίς συνοδεία, να παραδοθεί στα χέρια του. 

Γιατί όσο και αν είχαν διακοπεί οι εχθροπραξίες, αφότου άρχισε η  αλληλογραφία του με τον Αυτοκράτορα, πώς ήταν δυνατό να υποθέσει ο Δαφνομήλης πως θα τον άφηνε ποτέ ο Ιβάτζης να φύγει ζωντανός από τα χέρια του; Τόσο ανόητο να φαντασθεί τον Δαφνομήλη δεν μπορούσε. Άρα άλλη αιτία πρέπει να έφερνε τον Έλληνα στρατηγό στα νύχια του. Και τι μπορούσε η αιτία αυτή να είναι άλλο από προδοσία; Ευθύς έδωσε διαταγή ο Ιβάτζης να οδηγήσουν τον Δαφνομήλη στο παλάτι του. 

Απάνω και κάτω στο δωμάτιο του περπατούσε ο βολιάς, γυρνώντας και ξαναγυρνώντας στο νου του ρωτήματα και απαντήσεις. Και όλο στο ίδιο συμπέρασμα έφθανε. Πως για να τολμήσει ο Δαφνομήλης με τόση αστοχασιά να παραδοθεί στον εχθρό, που αμείλικτα τον είχε πολεμήσει τόσα χρόνια, θα πει πως παρατούσε, πως πρόδινε το Βασιλέα του... ποιος ξέρει ακόμα τι άλλες προτάσεις του έφερνε! Η καρδιά του φούσκωνε από υπερηφάνεια και χαρά. Χίλιες - μύριες χρυσές ελπίδες έλαμψαν μπροστά του. Με το λαμπρό Δαφνομήλη σύμμαχο, τι δε θα καταπιάνουνταν, τι δε θα κατόρθωνε! Η πόρτα άνοιξε και ο στρατηγός μπήκε. Ήταν μόνος. Αρματωμένος ήταν, βέβαια, τα λαμπρά του όπλα έλαμπαν από τα πολύτιμα πετράδια στη ζώνη και στο πλευρό του. Μα ήταν μόνος, μόνος στα χέρια του θανάσιμου εχθρού του. Από τη χαρά που χύθηκε μέσα του, ο Ιβάτζης δεν μπόρεσε να βαστάξει. 

Έτρεξε στον Δαφνομήλη, τον αγκάλιασε, τον φίλησε, τον καλωσόρισε με λόγια κολακευτικά, και αμέσως τον πήρε και του σύστησε τους σημαντικότερους άρχοντες της συντροφιάς του, και μαζί πήγαν στην εκκλησία όπου πανηγυρικά άρχισε η λειτουργία. Με περιέργεια κοίταζαν οι Βούλγαροι τη μόνη αυτή ελληνική στολή ανάμεσα τους, και γύρευαν να μαντέψουν τα σχέδια του αρχηγού τους. 

Πως ο Δαφνομήλης δε θα έβγαινε ζωντανός από την Πρόνιστα, το ήξεραν όλοι όσοι γνώριζαν τον Ιβάτζη. Μα γι' αυτό ίσα - ίσα τους φαίνουνταν ανεξήγητοι οι ευγενικοί τρόποι του βολιά και τα ζαχαρένια λόγια που δεν έπαυε να μουρμουρίζει του Έλληνα στρατηγού. Αφού τελείωσε η εκκλησία, όλοι οι προσκαλεσμένοι σκορπίστηκαν και αποτραβήχθηκαν, ο καθένας στην προσδιορισμένη του κατοικία. Τότε ο Δαφνομήλης σίμωσε το βολιά. - Ιβάτζη, είπε χαμηλόφωνα, ήλθα για να πανηγυρίσομε μαζί την Κοίμηση της Θεοτόκου, μα ήλθα και για να σου μιλήσω. 

Η αιτία που με φέρνει είναι σπουδαία και μυστική. Και όσα έχω να σου πω, άλλος δεν πρέπει να τ' ακούσει. Τότε πια πείστηκε ο Ιβάτζης πως οι υποψίες του αλήθευαν, πως ο Δαφνομήλης, προδότης του βασιλέα του, ήλθε να συνεννοηθεί μαζί του, ίσως να του παραδώσει την Αχρίδα. Πρόσταξε τους σωματοφυλακές του ν' απομακρυνθούν και, καταχαρούμενος, παίρνοντας από το χέρι τον Δαφνομήλη, τον κατέβασε στα περιβόλια και τον οδήγησε σ' ένα μικρό δάσος, όπου τα δέντρα ήταν τόσο πυκνά, που ούτε να τους δει μπορούσε κανένας ούτε ν' ακούσει τις ομιλίες τους. 

Πήγαιναν κουβεντιάζοντας, και με καρδιόχτυπο περίμενε ο Iβάτζης ν' αρχίσει ο Δαφνομήλης την ξεμολόγησή του. Του φάνηκε έξαφνα σα να κούνησε κάτι μες στα κλαδιά. Μεμιάς του μπήκαν υποψίες. Έριξε γύρω μιαν ανήσυχη ματιά, και βλέποντας την τέλεια μοναξιά και τη σιωπή του απόκεντρου εκείνου μέρους, τον έπιασε φόβος, και αυτόματα άρπαξε του σπαθιού του τη λαβή. Δεν πρόφθασε όμως να το σύρει. Σαν αστραπή ορμά ο Δαφνομήλης απάνω του, τον ρίχνει χάμω, τον πλακώνει κάτω από το γόνατο του, και με τα σιδερένια χέρια του κρατώντας τον καρφωμένο στο χώμα, βουλώνει το στόμα του και του πνίγει τις φωνές. 

Την ίδια στιγμή, από μέσα από τα δέντρα δυο άντρες πετιούνται, τυλιγμένοι σε σκοτεινές κάπες. Ο ένας, με σηκωμένο το σπαθί, ακράτητος ρίχνεται στον Ιβάτζη να τον σχίσει. - Όχι, Μιχαήλ, όχι! φώναξε ο Δαφνομήλης γυρεύοντας ν' απομακρύνει το όπλο. Μην τον σκοτώσεις, θυμήσου το λόγο σου! Τα μάτια του μόνο! Μεθυσμένος όμως από το μίσος, ο Μιχαήλ ούτε άκουε ούτε έβλεπε. - Νικήτα! φώναξε ο Δαφνομήλης. Μεμιάς ο κατάσκοπος τον ξαρμάτωσε. Μα τότε ο Μιχαήλ έγινε έξω φρενών, και ξεφεύγοντας από τα χέρια του Νικήτα, έσυρε το μαχαίρι του, ξαναρίχθηκε του Ιβάτζη, που αγωνίζουνταν να ξετινάξει τον Δαφνομήλη από το στήθος του, και σήκωσε το όπλο του. Μια φορά... δυο φορές κατέβηκε το μαχαίρι... και το άγριο πράμα έγινε. 

Ο Ιβάτζης, με τα μάτια τρυπημένα, το στόμα στουμπωμένο για να μην ακούονται οι στριγλιές του, αναίσθητος σχεδόν και σκεπασμένος αίματα, βρέθηκε δεμένος χειροπόδαρα, τυλιγμένος στο μανδύα του, ακίνητος στα χέρια των εχθρών του. - Γρήγορα, ψιθύρισε ο Δαφνομήλης. Στον πύργο. Τότε τον αρπάζουν οι τρεις Έλληνες, τρέχουν πίσω στο παλάτι, και με τόλμη απίστευτη περνούν από μέσα από την αυλή, εμπρός σε όλους τους σωματοφύλακες, που σαστισμένοι, αποβλακωμένοι, τους αφήνουν να περάσουν, μπαίνουν στο σπίτι, ανεβαίνουν τη σκάλα τρεχάτα πάντα, φθάνουν με τον τυφλωμένο τους αιχμάλωτο στο απάνω πάτωμα, κι εκεί ξεσπαθώνουν, αποφασισμένοι να μην παραδοθούν ζωντανοί. Ανάμεσα στους προσκαλεσμένους, από σπίτι σε σπίτι, σαν αστραπή μεταδίνεται η φρικτή είδηση: - Τύφλωσαν τον Ιβάτζη! Σε μια στιγμή, το χαριτωμένο κτήμα των Τσάρων γέμισε φωνές και αταξία, πήρε όψη επαναστατημένης χώρας.

Από παντού βγαίνουν Βούλγαροι, τρέχουν, φθάνουν οπλισμένοι, ποιος με σπαθί, ποιος με λόγχη ή τόξο, άλλοι με πέτρες, με ξύλα, με αναμμένους δαυλούς, και περικυκλώνουν τους Έλληνες ξεφωνίζοντας: - Σκοτώσετε τους! Κάψετε, κομματιάσετε τους! Θάνατος στους προδότες! Σπαράξετε τους κακούργους! Μερικοί τρεχάτα έφεραν πίσσα και ξύλα και άχυρα, για να τους κάψουν στην κάμαρα μέσα όπου είχαν κλειστεί. Από πάνω από το παράθυρο ο Δαφνομήλης κοίταζε ατάραχα το εξαγριωμένο πλήθος. Το ξέσπασμα αυτό, το θυμό, την αγανάκτηση, τα περίμενε. Μα όχι τόσο γρήγορα. Είχε λογαριάσει πως θα πρόφθαινε κάπου να οχυρωθεί, ίσως και να συνθηκολογήσει. Εμπρός όμως στο πάθος των λυσασμένων Βουλγάρων, ούτε στιγμή δεν έχασε την ψυχραιμία του. 

- Εδώ θα πεθάνομε, παιδιά, είπε στους συντρόφους του, μα έλεος δε θα ζητήσομε. Και σκύβοντας στο παράθυρο, αψηφώντας τις πέτρες και τις σαΐτες που σφύριζαν γύρω του, έκανε νόημα πως θέλει να μιλήσει. - Ακούσετε δω! Σας μιλώ φρόνιμα λόγια! Τον άρχοντα σας δεν τον τύφλωσα από μίσος προσωπικό. Αυτός είναι Βούλγαρος, το ξέρετε, κι εγώ Έλληνας, μα Έλληνας όχι της Μακεδονίας ή της Θράκης, παρά της απομακρυσμένης Ανατολής. Τι λοιπόν θέλετε να έχομε, ο Ιβάτζης κι εγώ, να μοιράσομε μεταξύ μας; Και βλέποντας πως μερικοί Βούλγαροι σώπαιναν λίγο - λίγο ν' ακούσουν, εξακολούθησε: - Ποιος από σας είναι τόσο μωρός, που να φανταστεί πως ήλθα από αμυαλιά ή από έχθρα δική μου να ριχθώ σε τέτοιον κίνδυνο; Για εκδίκηση δεν ήλθα! Μ' έστειλε ο Βασιλέας μου! βροντοφώνησε. Στα λόγια αυτά οι Βούλγαροι σα να μούδιασαν κάπως. Φοβισμένα μουρμουρίσματα πέρασαν από στόμα σε στόμα, οι βρισιές λιγόστεψαν, άλλοι έριξαν ανήσυχες ματιές στο παράθυρο, μερικοί δαυλοί έσβησαν.

 - Μ' έστειλε ο Βασιλέας μου! επανέλαβε πιο δυνατά ο Δαφνομήλης. Και ό,τι έκανα, το έκανα για τον Άρχοντα μου. Αν θέλετε να μας σκοτώσετε, σας είναι εύκολο. Εδώ είμαστε! Να μην ελπίζετε όμως πως θα παραδοθούμε στο έλεος σας! Τη ζωή μας θα την πάρετε, μα αφού την ακριβοπληρώσετε. Μερικές θυμωμένες φωνές ακούστηκαν πάλι, μερικά χέρια σηκώθηκαν απειλητικά. 

Πολλοί όμως Βούλγαροι δείλιασαν, μερικοί έφυγαν, άλλοι αποτραβήχθηκαν παράμερα, και τρομαγμένοι στάθηκαν ν' ακούσουν τα λόγια που σαν κεραυνούς τα έριχνε πάνω από το παράθυρο του ο ατρόμητος στρατηγός του Αυτοκράτορα. - Αν πεθάνομε, όπως το περιμένομε, φώναξε, θα πεθάνομε χαρούμενοι πως κάναμε το καθήκον μας! Θα πεθάνομε ευχαριστημένοι, γιατί ξέρομε πως ο Αφέντης μας και Βασιλέας μας φρικτά θα μας εκδικήσει! 

Για κάθε κεφάλι δικό μας, χιλιάδες δικά σας θα πέσουν, και ποτάμι το αίμα σας θα ξεπλύνει το δικό μας... Πανικός έπιασε τους Βουλγάρους στα λόγια αυτά. Τη σκληρή εκδίκηση του Αυτοκράτορα τη γνώριζαν! Ακόμα δεν είχαν ξεχάσει τις δέκα χιλιάδες τυφλωμένους που στα 1014 τους έστειλε του Σαμουήλ. Φρικιασμένοι, τρέμοντας, ένας - ένας άρχιζαν κι έφευγαν, τρύπωναν στα σπίτια, κρύβουνταν. 

Οι γεροντότεροι, που θεωρούνταν και πιο φρόνιμοι, αυτοί που είχαν δει τις περισσότερες καταστροφές και που στην καρδιά τους δε φύλαγαν πια ούτε τόλμη ούτε ελπίδα, πήγαν τότε από τον ένα στον άλλο, και με λόγια πειστικά απέδειξαν στους νεότερους πόσο περιττή ήταν η αντίσταση, αφού είχε τυφλωθεί και ο Ιβάτζης. Σαν έπεισαν και ησύχασαν ακόμα και τους πιο τολμηρούς, φώναξαν τον Δαφνομήλη και του είπαν πως υποτάσσονται στον Αυτοκράτορα και παραιτούνται από κάθε αντίσταση. Φθάνει ο Αύγουστος να τους δώσει αμνηστία γενική.

Και τότε έγινε κάτι πρωτάκουστο στην ιστορία, κάτι απίστευτο. Οι τρεις τολμηροί Έλληνες κατέβηκαν από το δωμάτιο όπου είχαν κλειστεί. Κουβαλώντας πάντα τον τυφλωμένο Ιβάτζη, πέρασαν από μέσα από τους προσκαλεσμένους και τους δαμασμένους σωματοφύλακες του βολιά, βγήκαν από το παλάτι και από τα περιβόλια, χωρίς να τολμήσει ένας από το πλήθος αυτό των Βουλγάρων να εκδικήσει τον αρχηγό τους, ούτε καν ν' αγγίξει τους Έλληνες. 

Κατέβηκε ο Δαφνομήλης με τους δυο του συντρόφους και τον αιχμάλωτο του, πέρασε την κλεισούρα, και τράβηξε για τη Διαβολή ανενόχλητος. Απίστευτο του φάνηκε του Αυτοκράτορα όταν, την αυριανή, είδε τον Δαφνομήλη να παρουσιάζεται μπροστά του με τον αιματωμένο τυφλό, τον ακίνδυνο πια Ιβάτζη, και άκουσε το τολμηρό ανδραγάθημα που τον ξεφόρτωνε επιτέλους από τον αδάμαστο εχθρό του. Για να δείξει του Δαφνομήλη την ευγνωμοσύνη του, τον διόρισε στρατηγό του θέματος του Δυρραχίου, που ήταν από τις σημαντικότερες θέσεις και τις τιμητικότερες, και του χάρισε όλα τα πλούτη του Ιβάτζη. Πέρασαν μερικές μέρες και ο Βασίλειος ετοιμάζουνταν πια να φύγει από τη Διαβολή, όταν ένα βράδυ κάποιος χτύπησε την εξώπορτα του παλατιού. Ήταν ο Νικουλιτσάς. Οι σύντροφοι του όλοι και οι φίλοι του τον είχαν εγκαταλείψει ένας - ένας ή είχαν πεθάνει. 

Μέρες και νύχτες μόνος, καταδιωγμένος, πεινασμένος, απελπισμένος, είχε γυρίσει ο Νικουλιτσάς σαν κυνηγημένο αγρίμι από κορφοβούνι σε κορφοβούνι. Ώσπου η ψυχή του ανυπότακτου βολιά απέκαμε, η θέληση του έσπασε, και μόνος ήλθε και παραδόθηκε, ζητώντας έλεος από το Βασιλέα, τον οποίο τόσες φορές είχε γελάσει. Ο Αυτοκράτορας όμως δε θέλησε πια ούτε να τον συγχωρήσει ούτε καν να τον δει. Κι εκείνον και τον Ιβάτζη, τους έστειλε αλυσοδεμένους στις φυλακές της Θεσσαλονίκης. Μόνος στο δωμάτιο του, ένα βράδυ αργά, ο Μιχαήλ ήταν σκυμμένος στο τραπέζι του. Το φως του λυχναριού, που κρέμουνταν από τη χαμηλή στέγη, χύνουνταν θαμπό και αδύνατο στου νέου το γερασμένο πρόσωπο. Ο Μιχαήλ τελείωνε ένα γράμμα, για να το δώσει του αγγελιοφόρου που, πρωί - πρωί, έφευγε για τη Θεσσαλονίκη. «...Ο Αύγουστος φεύγει αύριο», έγραφε, «διευθύνεται νότια. Πηγαίνει στην Ακρόπολη των Αθηνών, όπου θέλει στο ναό μέσα της Θεοτόκου να προσκυνήσει την Πολιούχο και να Την ευχαριστήσει για την Αγία Της προστασία. Εγώ όμως δε θα τον συνοδεύσω. Χθες έδωσα την παραίτηση μου. 

Ο πόλεμος τελείωσε, μπορώ ν' αποσυρθώ. Και μπορώ να έλθω πια κοντά σου, αφού η εκδίκηση έγινε. Τυφλός κι ελεεινός, πτώμα άταφο, πάγει ο Ιβάτζης, αλυσοδεμένος, στις φυλακές της Θεσσαλονίκης, ν' αποζήσει στο παντοτινό σκοτάδι τις μαύρες του μέρες. Ώστε τίποτα πια δε με κρατεί εδώ. Και όμως καμιά χαρά δεν έχω που έρχομαι κοντά σου. Η καρδιά μου μαράθηκε, Αλεξία, και η εκδίκηση δε με πλησίασε σε σένα. Όσο ήταν ο αγέρωχος Ιβάτζης, δυνατός και μεγάλος, το μίσος φυσομανούσε μέσα μου, και άλλο δε συλλογίζουμουν παρά το κακούργημα του. Και όταν βρέθηκα μπροστά του, ρίχθηκα με λύσσα να τον σκοτώσω, να του πάρω την καρδιά. 

Αχ, γιατί δε μ' άφησαν να το κάνω; Θα ήταν δίκαιο! Και θα ήταν στρατιωτική εκδίκηση!" 

Στο βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα βλέπουμε την ιστορία τριών νέων, που ζουν στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία την εποχή του Βασιλείου Β´. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β, μεγάλωσε με δική του μέριμνα, όλα τα ορφανά των σκοτωμένων Ελλήνων στρατιωτών, στους πολέμους, κατά την διάρκεια της βασιλείας του. Ένα από αυτά τα παιδιά ήταν η Αλεξία Αργυρού. Τον Δεκαπενταύγουστο του 1004 μ.Χ. o ηλικιωμένος Παγράτης, φτάνει στην Αδριανούπολη μαζί με την μικρή και ορφανή πλέον, Αλεξία Αργυρού, κόρη του στρατηγού Αλέξιου και της Θέκλας. 

Το ίδιο βράδυ του Δεκαπενταύγουστου (1004 μ,Χ.) η Αδριανούπολη πυρπολείται από τους Βούλγαρους, και ολόκληρος ο άμαχος πληθυσμός της εξοντώνεται, η αιχμαλωτίζεται. Ανάμεσα τους, βρίσκεται και ο γιος του διοικητη της Αδριανούπολης ο Κωνσταντίνος Κρηνίτης, ο φίλος του Μιχαήλ Ιγερινός μαζί με τον Παγράτη και την Αλεξία αιχμαλωτίζονται. Τα δύο αγόρια μεγαλώνοντας στην αιχμαλωσία, ορκίζονται να πάρουν εκδίκηση. 

Η παγκόσμια Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, είχε μακράν τον πιό οργανωμένο στρατό στον κόσμο, σε όλους τους τομεiς. Μεταξύ άλλων και στην κατασκοπεία. Ο Νικήτας ηταν παιδικός φίλος, με τον γιο του Παγράτη. Ο Νικήτας ήταν κατάσκοπος των Ρωμαίων, με τον οποίο γνωρίζονται, τους στρατολογεί στο μυστικό τάγμα των κατασκόπων, και έκτοτε συνεργάζονται. Ήταν προσεκτικός, έμπειρος, ικανός, έξυπνος, γενναίος, προστατευτικός, αλλά και ριψοκίνδυνος όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις.

Στην πορεία τα δύο αγόρια συναντούν ξανά την Αλεξία Αργυρού, η οποία λίγα χρόνια μετά τα γεγονότα της Αδριανούπολης, ηταν γνωστή ως μουγκή, η οποία περιφέρεται στα βουνά, και επικοινωνεί με νοήματα, μεταφέροντας κρυφά μηνύματα από τους Βούλγαρους στους Έλληνες. Κωνσταντίνος, Μιχαήλ και Αλεξία πορεύονται μέσα σε κινδύνους, για την Ελλάδα-Ορθοδοξία, καθώς αναπτύσσεται μεταξύ τους, μια δυνατή φιλία, που θα εξελιχθεί σε παράφορο αγνό-έρωτα.

Έναν έρωτα που τα δυο αγόρια προσπάθησαν να απαρνηθούν, για να μην προδώσουν την Ελλάδα και για να μην ματαιώσουν τον ιερό σκοπό, που ήταν ο αγώνας για το έθνος και τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β. Εδώ βλέπουμε για πολλοστή φορά την φιλοπατρία, και την διαφύλαξη των εθνικών αξιών, που διέπει τους Έλληνες του μεσαίωνα. Όλους εκείνους τους αιώνες οι πρόγονοι μας έδιναν σκληρούς αγώνες, προκειμένου να διαφυλαχθούν η ακεραιότητα και η συνέχεια της πατρίδας μας. Για αυτό υποτάσσουν κάθε ατομικό δικαίωμα και επιλογή, στην Εθνιική αναγκαιότητα της επιβιώσεως, του Ελληνικού έθνους από τους εξωτερικούς εχθρούς. Κάθε μέσο ή επιδίωξη που υπηρετεί αυτόν τον μεγάλο σκοπό, είναι ιερό καιαγιάζεται. Ακόμη και η έννοια της φιλίας, που αναγνωρίζεται ως αξία-ιδανικό, έρχεται σε δεύτερη μοίρα. 

Ο Κωνσταντίνος και ο Μιχαήλ, οι δυο φίλοι είναι ήρωες. Αχώριστοι, έξυπνοι, αγαπημένοι, γενναίοι, παραμένουν ενωμένοι ως το τέλος αγωνιζόμενοι για την Ελλάδα, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος Κρηνίτης θεωρεί σπουδαία υπηρεσία την αντικατασκοπεία, σε αντίθεση με τον Μιχαήλ Ιγερινό που την θεωρεί περισσότερο ανάγκη παρά επιλογή. Δύο είναι τα μεγάλα αξιώματα, στα οποία τα δυο παιδιά παραμένουν αφοσιωμένα τα δύο παιδιά. Αυτά εiναι η Ελλάδα και Ορθοδοξία, για τα οποία αξίζει κάθε θυσία, και μεταξύ άλλων, αξίζει κάποιος να καταπνίξει τις προσωπικές του ανάγκες και φιλοδοξίες. Για την αγάπη στην πατρίδα ο Κωνσταντίνος θυσιάζει τη ζωή του.

Για την Ορθοδοξία και το έθνος, ο Κωνσταντίνος και ο Μιχαήλ απαρνιούνται τον έρωτά τους για την Αλεξία. Η Αλεξία είνα ριψοκίνδυνη, δυναμική διεκπεραιώνει με επιτυχία και μυστικότητα την αποστολή της. Στο ορφανό κορίτσι, τα γεγονότα της Αδριανούπολης και οι σφαγές των Ελλήνων από τους Βούλγαρους, αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή του. και του προκαλούν προσωρινή απώλεια ομιλίας.

OI ΑΓΙΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ-ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΠΕΡΙΦΡΟΝΟΥΣΑΝ ΤΟΥΣ ΑΠΟΛΕΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΥΣ.
 
Τον 8ο αιώνα π.Χ., η βασιλική εξουσία στην αρχαία Ελλάδα αποδυναμώνεται, επειδή πολλοί βασιλείς αδυνατούν να ανταποκριθούν στην αποστολή τους ως αρχηγών του στρατού, κατά την διάρκεια των πολέμων. Η αδυναμία αυτή των βασιλέων οδήγησε στην κατάργηση της Βασιλείας. Στην αρχαία Ελλάδα (κατά διαστήματα) και στην Ελληνική-Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μονίμως, κυβερνούσαν οι άριστοι, οι καλύτεροι. Την ένδοξη Ελληνική-Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κυβέρνησαν επί αιώνες, οι πιο γενναίοι στρατηγοί και αυτοκράτορες, οι οποίοι πολεμούσαν καθημερινά στα πεδία των μαχών.
 
Εάν δεν πολεμούσε κάποιος πολύ ηρωικά, ώστε να διακριθεί περισσότερο από τους υπόλοιπους Έλληνες στρατιώτες και τους αξιωματικούς, δεν γινόταν ποτέ Στρατηγός, Δομέστικος των Σχολών και Αυτοκράτορας. Διαχρονικό ηθικό αξίωμα του Ελληνικού έθνους, ήταν από τα πανάρχαια χρόνια, ότι κυβερνήτες-βασιλείς γίνονται μόνον οι άριστοι.
 
Η Χριστιανική-Ελληνική, Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ως αντίγραφο, της Ουρανίου Βασιλείας, του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, δεν έκανε, ποτέ επεκτατικούς πολέμους, για την διάδοση της Ορθοδόξου πίστεως. Πάντοτε ήταν σε θέση άμυνας, καθώς ήταν περικυκλωμένη, από πολλές δεκάδες, βαρβαρικά έθνη, που παραβίαζαν τα σύνορα και έκαναν επιδρομές. είτε κατακτούσαν μόνιμα, η προσωρινά, μέρος των Ελληνικών-Ρωμαϊκών εδαφών. Η Ελληνική-Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μέχρι και σήμερα είναι το μοναδικό, κρατικό μόρφωμα, στον κόσμο, πού δέχτηκε επί αιώνες, τόσες πολλές επιθέσεις, από τόσους πολλούς διαφορετικούς λαούς. 
 
Οι σπουδαιότεροι άνθρωποι όλων των εποχών στην ιστορία του πλανήτη οι ήρωες Έλληνες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, υπολόγιζαν ως άνδρες και Έλληνες μόνον όσους πολεμούσαν. Όλους τους άνανδρους (θηλυπρεπείς) οι οποίοι δεν πολεμούσαν για την Ελλάδα τους σιχαινόταν και τους περιφρονούσαν. Aνάμεσα στα εκατομμύρια των αξιωματικών του μεσαίωνα είναι και ο στρατηγός-αυτοκράτορας Ρωμανός ο Δ Διογένης, ο οποίος περιφρονούσε τους δειλούς που περίμεναν βοήθεια από τον Χριστό και δεν πολεμούσαν. Όποιος δεν πολεμούσε εκείνους τους αιώνες με το σπαθί στο χέρι δεν τον θεωρούσαν Έλληνα και άνδρα αλλά γυναίκα. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη ατίμωση και προσβολή για έναν γνήσιο Έλληνα άνδρα, από το να τον διώξουν από τον Ελληνικό-Ρωμαϊκό στρατό, για οποιαδήποτε αιτία. Αμέσως έχανε την κοινωνική του θέση και υπόσταση. Ο Ιωάννης Κουρκουάς-Τσιμισκής συναίνεσε στην δολοφονία του Αγίου Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος ήταν και θείος του, διότι όχι μόνον του αφαίρεσε όλα τα στρατιωτικά του αξιώματα, αλλά τον έκανε απλό πολίτη και τον έθεσε σε κατ οίκον περιορισμό. 

Δεν του επέτρεψε ο Άγιος Νικηφόρος να πολεμά ούτε ως απλός στρατιώτης. Εκείνους τους αιώνες δεν υπήρχε μεγαλύτερη προσβολή από το να μην πολεμάς για την Ελληνική-Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τον Κύριο Ιησού Χριστό καθώς και για την προστασία του άμαχου Ελληνικού πληθυσμού. Για αυτούς τους λόγους ο πολύ σημαντικός-γενναίος στρατηγός, ο Νικηφόρος Ξιφίας, που με την πίστη και την φιλοπατρία του, κατακτήθηκε η νίκη, στην καθοριστική μάχη, με τους Βούλγαρους στο Κλείδι, επαναστάτησε ενάντια, στον Αυτοκράτορα Βασίλειο Β, διότι δεν τον επέλεξε, να πολεμήσει σε μια δευτερεύουσας σημασίας εκστρατεία. Μετά από τόσες δόξες και τιμές, πού αξιώθηκε να ζήσει, ο ΄Ήρωας Ξίφίας, πληγώθηκε και προσβλήθηκε πολύ βαριά, από την απόφαση, του Βουλγαροκτόνου, να μην τον επιλέξει να πολεμήσει. Όλοι οι Έλληνες εκείνης της εποχής, ζούσαν και ανέπνεαν, για να πολεμούν σε καθημερινή βάση, στα πεδία των μαχών, για την Ελλάδα, τον Χριστό, την ελευθερία και τον άμαχο πληθυσμό. Μέσα στην υπέρμετρη αγάπη του, για την πατρίδα, ο Νικηφόρος Ξιφίας, ξέχασε ότι πρέπει κάποιοι στρατηγοί, να παραμένουν πίσω, να φυλάνε, τον άμαχο πληθυσμό και τα σύνορα.

Η ΜΕΓΙΣΤΗ ΤΙΜΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ.
 
Τι σήμαινε εκείνους τους αιώνες να πολεμά κάποιος γενναία, σε καθημερινή βάση μας το έδειξε η μεγαλύτερη Ελληνίδα Χριστιανή Φιλόσοφος.
 
Ενδεικτική ήταν η ενέργεια της μεγαλύτερης Ελληνίδας φιλοσόφου μαζί με την Υπατία, της Πριγκίπισσας Άννας, η οποία μεσολάβησε στον πατέρα της, τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, να μην τιμωρήσει τον αξιωματικό Αρμενικής καταγωγής τον Αλέξιο Μουσελέ, διότι ήταν γενναίος στα πεδία των μαχών. Εκείνους τους αιώνες δεν υπήρχε μεγαλύτερη ηθική και κοινωνική προσβολή, από το να μην πολεμάς για την Ελληνική-Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τον Κύριο Ιησού Χριστό, αλλά και για την προστασία του άμαχου Ελληνικού πληθυσμού.
 
Η Άννα Κομνηνή όπως και όλες οι ηθικές και πραγματικές Ελληνίδες-Χριστιανές, σεβόταν και υποτασσόταν στους συζύγους τους, διότι ήταν ήρωες πολέμου. Όλες οι γυναίκες του μεσαίωνα σεβόταν και υποτασσόταν στους άνδρες τους, που πολέμησαν γενναία για την Ελλάδα και την Ελληνική-Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι Ελληνίδες Χριστιανές του μεσαίωνα αναγνώριζαν ως άνδρες, μόνον όσους πολεμούσαν γενναία για την επιβίωση της αυτοκρατορίας και του έθνους. Με βάση όλα τα προαναφερόμενα εθνικά-ηθικά αξιώματα η Άννα Κομνηνή, προσπάθησε να αποσπάσει, τον θρόνο, από τον αδελφό της Ιωάννη τον Β Κομνηνό.
 
Μετά τον θάνατο του Αλεξίου Α΄ το 1118 η Άννα και η μητέρα της Ειρήνη Δούκα, οργάνωσαν συνωμοσία εναντίον του νομίμου διαδόχου, Ιωάννη Β Κομνηνού. Για αυτό προσπάθησαν ανεπιτυχώς να ανεβάσουν στον θρόνο, τον πολύ γενναίο Στρατηγό-Καίσαρα και σύζυγο της, τον Νικηφόρο Βρυέννιο. Οι δύο γυναίκες, η βασίλισσα Ειρήνη και η πριγκίπισσα Άννα, δικαίως θεωρούσαν ως ικανότερο και γενναιότερο, τον Νικηφόρο Βρυέννιο, ο οποίος είχε αποδείξει επανειλλημένα την γενναιότητα του, στα πεδία των μαχών. Συνεπώς δεν ευσταθούν οι κατηγορίες, των εχθρών της Ελληνικής-Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ότι το “Βυζάντιο” ήταν ένα κράτος, όπου γινόταν, συνέχεια δολοφονίες και συνομωσίες. Η Αυγοστα Ειρήνη Δούκα και η πριγκίπισσα Άννα, κινήθηκαν με καλές προθέσεις, με βάση τα κοινωνικά πρότυπα και το ανώτερο ηθικό Ελληνικό αξίωμα της αρχαιότητας, και του μεσαίωνα.

Η πριγκίπισσα Άννα γνώριζε άριστα την αρχαία Ελληνική γραμματεία. Ο Θησέας ήταν ο πρώτος παγκοσμίως, ο οποίος δίδαξε ότι οι Έλληνες βασιλιάδες επωμίζονται τα περισσότερα βάρη από όλους τους υπόλοιπους κατοίκους, ενώ τους καρπούς των προσπαθειών τους, πάντοτε τους μοιράζονται με όλους τους πολίτες. Ακόμη ο Θησέας δίδαξε ότι σε κάθε μάχη, σε κάθε πόλεμο, καθημερινά τις περισσότερες φορές από οποιονδήποτε άλλο στρατιώτη, βάζει την ζωή του σε κίνδυνο ο εκάστοτε Έλληνας Βασιλιάς. 

Για αυτό όλοι οι Έλληνες Βασιλείς, στρατηγοί κατά την αρχαία και μεσαιωνική εποχή, όπου οι πρόγονοι μας ήταν διοικητές της Ελληνικής- Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ολομόναχοι πολεμούσαν πρώτοι, έμπροσθεν από την πρώτη γραμμή του μετώπου. Αυτό το έκαναν για να πάρουν θάρρος οι Έλληνες στρατιώτες για να κερδηθούν οι μάχες και οι πόλεμοι υπέρ της Ελληνικού-Ρωμαϊκού κράτους. Το ίδιο έκαναν και όλες οι επόμενες γενιές Ελλήνων στρατιωτικών μέχρι και την σύγχρονη Ελληνική ιστορία (1821-1940). 

Αυτό το οποίο ήταν λάθος, εκ μέρους των δύο γυναικών, ήταν ο τρόπος ανατροπής, του Ιωάννη Κομνηνού. Αυτά ήταν τα ηθικά, εθνικά και κοινωνικά αξιώματα, των Ελλήνων του μεσαίωνα, της Ελληνικής-Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
 
Διαχρονικό ηθικό αξίωμα του Ελληνικού έθνους, ήταν από τα πανάρχαια χρόνια, ότι κυβερνήτες-βασιλείς γίνονται μόνον οι άριστοι. Το Ελληνικό έθνος, διαχρονικά επιβίωσε, εξαιτίας των σοφών, των αγίων, των Ηρώων και των χρηστών ηθών. Ο θεός βοηθά μόνον όσους αγωνίζονται, μόνον όσους πολεμούν, μόνον όσους ζούνε χωρίς σεξουαλικές ανωμαλίες. Αντιθέτως δεν βοηθά ποτέ όσους ζούνε μέσα στην σεξουαλική διαφθορά.

Γράφει ο Άγγελος-Ευάγγελος Φ. Γιαννόπουλος

ΕΠΙΚΡΑΤΕΕΙΝ
Πάγια αρχή μου είναι ότι όλοι οι λαοί, όλοι οι άνθρωποι, έχουν δικαίωμα να πιστεύουν οπού θέλουν. Όλα αυτά με την απαραίτητη προυπόθεση να μην επιβάλλουν τα πιστεύω τους σε τρίτους, είτε δια της βίας, είτε με πλάγιους τρόπους.  Από όλους τους προαναφερόμενους, εξαιρείται, ένα μικρό μέρος βάση των παγκόσμιων Φιλοσοφικών-μαθηματικών σταθερών, μέτρον άριστον και μηδέν άγαν.

 Η ελευθερία πίστεως είναι θεόδοτη. Ο ίδιος ο Θεός έδωσε το δικαίωμα στους ανθρώπους, να πιστεύουν, όπου επιθυμούν. Προσωπικά είμαι υπέρ της συνυπάρξεως των λαών και των διαφορετικών θρησκευτικών, πεποιθήσεων, για αυτό στηρίζω, τον μεγάλο Σύριο ηγέτη Ασσάντ, ο οποίος επέτυχε να συνυπάρχουν ειρηνικά, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι.

Αναφέρομαι πάντοτε στους Φοίνικες που από μονοθεϊστές της Π. Διαθήκης και πιστοί των προφητών, εγκατέλειψαν τον Θεό, άλλαξαν και έγιναν εωσφοριστές του δωδεκαθέου. Δεν αναφέρομαι σε όλους τους Φοίνικες.

0 comments: