Oι Άγιοι πατέρες Βασίλειος, Γρηγόριος, και Χρυσόστομος, μετά τους Ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη, άλλαξαν την παγκόσμια ιστορία.
Οι Τρεις Ιεράρχες διέσωσαν ότι πολύτιμο είχε δημιουργήσει η ανθρώπινη σοφία των αρχαίων Ελλήνων επιστημόνων, συνδυάζοντας το πνεύμα του αρχαίου πολιτισμού, με την διδασκαλία του Χριστού.
Στον παγανισμό η αμαρτία και η κάθε ηθική εκτροπή, ήταν ταυτισμένες με την ειδωλολατρική θρησκευτική πίστη.
Σε όλα τα ειδωλολατρικά θρησκεύματα υπήρχαν θεοί-δαίμονες, ως προστάτες των ανθρωπίνων παθών, με βασικότερο όλων, την σεξουαλική διαφθορά.
Στον Τίμαιο γράφει ενδεικτικά : “Τον μεν ουν ποιητήν και πατέρα τούδε του παντός ευρείν τε έργον και ευρόντα εις πάντας αδύνατον λέγειν”. Είναι δύσκολο να βρει κάποιος τον δημιουργό και πατέρα του σύμπαντος, και αν τον βρει, είναι αδύνατο να το πει στον καθέ άπιστο.
Στην Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, του Αγίου Όρους αναφέρει : “Μην φανταστείς κανένα σχήμα για το Θεό όταν προσεύχεσαι, ούτε να επιτρέπεις στο νου σου να μορφωθεί, σύμφωνα με κάποια μορφή, αλλά πλησίασε με άϋλο τόπο, τον Άυλο και θα εννοήσεις”. Στο σημείο αυτό βλέπουμε μια ακόμη ομοιότητα ανάμεσα στα φιλοσοφικά αξιώματα, του Αριστοκλή και στους Ορθόδοξους νηπτικούς, οι οποίοι έχουν μια καθαρά θεολογική κατεύθυνση σχετικά με τον Θεό. Ολόκληρη η σοφία του Αριστοκλή, διακατέχεται από ένα έντονο θρησκευτικό-μονοθεϊστικό δόγμα.
Σε όλο του το έργο, ο Ύπατος των φιλοσόφων, αναφέρει ότι το σύμπαν έκανε, ο ένας θεός-δημιουργός, και όχι ο Δίας ο πατέρας των “θεών”, ούτε κάποιος άλλος Ολύμπιος αναφέρεται ως δημιουργός του σύμπαντος. Ακόμη και για τους Ολύμπιους αναφέρει ότι τους έπλασε ο ένας Θεός-δημιουργός, ως κατώτερους “θεούς”. Αυτό το τελευταίο το αναφέρει, για να εξευμενίσει κάπως τους δωδεκαθειστές, ώστε να μην έχει την τύχη του Σωκράτη. Ενδεικτικός, ήταν ο διάλογος στο έργο του Πλάτωνα με τίτλο “Πολιτεία”. Στο έργο αυτό συνομιλούν σε κάποιο σημείο ο Σωκράτης, με τον σοφιστή Θρασύμαχο, σχετικά με τους Ολύμπιους. Απευθυνόμενος ο Θρασύμαχος στον Σωκράτη του είπε τα εξής : “Για όλους αυτούς τους “θεούς” τους οποίους αναφέρεις Σωκράτη, δεν τους είδε ποτέ κανένας άνθρωπος. Ούτε φανερώθηκαν ποτέ για να κάνουν κάποιο θαύμα, είτε να δώσουν κάποια συμβουλή. Όλους αυτούς τους γνωρίζουμε από τους ποιητές που έγραψαν πολύ παλαιότερα, για τα πολεμικά τους κατορθώματα και τα γενεαλογικά τους δένδρα”. Είναι φανερό ότι ο Σοφιστής Θρασύμαχος αναφέρεται σε ανθρώπους που έζησαν σε παλαιότερη εποχή και ήταν βασιλιάδες, έκαναν πολέμους, όπως έκαναν παιδιά, εγγόνια, κλπ. Ποτέ ο αληθινός Θεός δεν κάνει πολέμους, και φυσικά δεν είχε, ούτε έχει παιδιά, ούτε γενεαλογικό δέντρο. Είναι πλέον γνωστό, ότι με βάση τις αναφορές του Ηρόδοτου, όταν ήρθαν οι σκλάβοι από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, για να είναι οικεία στους Έλληνες τα ονόματα των δαιμόνων του δωδεκαθέου, άλλαξαν τα πραγματικά ονόματα των δαιμόνων, με ονόματα παλαιότερων επιφανών Ελλήνων. Τις ίδιες ακριβώς απόψεις, για την δημιουργία έχουν και οι τρεις Ιεράρχες τονίζουν ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν, από το μη ον. Ο Θεός εκφράζει την ελευθερία και την παντοδυναμία του ως αγάπη. Δημιουργεί τον κόσμο και τον άνθρωπο από αγάπη, διότι είναι αγαθός, και στον αγαθό, δεν χωράει, καμία κακία, και κανένα μίσος (Αριστοκλής-Τίμαιος). Ο Θεός δημιουργεί, για να κάνει τον άνθρωπο κοινωνό της δικής του ζωής, αγάπης, δικαιοσύνης και ελευθερίας, ενώ παράλληλα, προστατεύει συνεχώς, τα δημιουργήματα του. Όλοι εμείς υπάρχουμε επειδή μας έφτιαξε-αγαπά ο Θεός. Και εφόσον η ύπαρξη είναι δωρεά, μας οδηγεί σε ευχαριστία. Για όσους δεν γνωρίζουν ο πιο αγαπημένος φιλόσοφος των τριών Ιεραρχών ήταν ο Πλάτωνας-Αριστοκλής.
Ο Eλληνικός φιλοσοφικός στοχασμός, μέσα από την ένωση του, με τα χριστιανικά αξιώματα, βρήκε την θέση του, στους λόγους των Αγίων Πατέρων, για να περάσει στις ψυχές των ανθρώπων, ώστε να δώσει τους καρπούς της αλήθειας, της αγάπης, της Ορθοδοξίας, και της εθνικής επιβίωσης. Πολλοί από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, ήδη είχαν ασκήσει σκληρή κριτική στην παγανιστική θρησκεία, και δίδαξαν τον φιλοσοφικό μονοθεϊσμό.
Ο μέγιστος εκφραστής της Αρχαιότητας ο Αριστοκλής μαζί με τους τρεις Ιεράρχες θα δημιουργήσουν της βάσεις για την οικουμενικότητα, την διαχρονικότητα του Ελληνισμού και της Χριστιανικής, Ελληνικής-Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τα περισσότερα στοιχεία του αθάνατου Ελληνικού πνεύματος θα είναι πλέον μέσα στην Ορθόδοξη πίστη. Η εισαγωγή των διδασκαλιών του ύπατου των φιλοσόφων Πλάτωνα-Αριστοκλή από τους Αγίους Ιεράρχες είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι ήταν μονοθεϊστές και ότι δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με το Φοινικικό δωδεκάθεο. Μέσα από τα Πλατωνικά διδάγματα και τα ηθικά αξιώματα, ο Χριστιανισμός έγινε πολύ ευκολότερα αποδεκτός από τους Έλληνες, καθώς τους φάνηκε από την αρχή, ότι η Ορθοδοξία είναι κάτι πολύ οικείο, προς εκείνους. Το αποτέλεσμα ήταν με την εισαγωγή των διδαχών του Πλάτωνα, στον Χριστιανισμό, να έχουμε πολύ μεγάλη εξάπλωση, της νέας και ανερχόμενης θρησκείας στην αυτοκρατορία. Μόνον όσοι ήταν αγράμματοι δεν έγιναν Χριστιανοί, διότι δεν επέτυχαν να διεισδύσουν στα ουσιώδη νοήματα της Χριστιανικής διδασκαλίας. Η αλλαγή του Χριστιανισμού από τον Εβραϊκό, στον Ελληνικό πολιτισμό επέφερε την παγκοσμιότητα της Ορθοδοξίας, του Ευαγγελίου, του κλασικού πολιτισμού και της αυτοκρατορίας. Ο Χριστιανισμός μαζί με τον σωτήρα Ιησού Χριστό διαμόρφωσαν ηθικά και πνευματικά ολόκληρη την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, διότι εξ αρχής ο Χριστιανισμός με τον Ελληνισμό, είχαν τα ίδια ηθικά αξιώματα, στους περισσότερους τομείς. Ενδεικτικό περί αυτού ήταν, ότι τρία από τα τέσσερα Ευαγγέλια γράφτηκαν απευθείας στην Ελληνική γλώσσα, όπως επίσης οι πράξεις των Αποστόλων, οι επιστολές του Αποστόλου των εθνών Παύλου, καθώς και τα πρώτα άρθρα της Ορθόδοξης, Χριστιανικής θεολογίας.
Γράφει ο Άγγελος-Ευάγγελος Φ. Γιαννόπουλος
Κλείνοντας να περάσουμε να δούμε τι μας αναφέρει ο Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής σχετικά με τους τρείς ιεράρχες και την παιδεία ο : "Οι Τρείς Ιεράρχες θεωρούσαν την αγωγή, ως μια διαδικασία ολόπλευρης καλλιέργειας των νέων, η οποία δεν εξαντλείται στην εκμάθηση γνώσεων, ούτε περιορίζεται στην όξυνση των νοητικών τους λειτουργιών, αλλά αποσκοπεί στην ευρύτερη αγωγή, η οποία συνδυάζει, όπως τονίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «την εγκύκλιον παίδευσιν» με την εξάσκηση της «Θεοσέβειας».
Όπως κατανοούμε, οι Τρεις Πατέρες προτείνουν μια διαδικασία αγωγής των νέων, διαμορφωμένης στο πλαίσιο της πνευματικής αναπτύξεως και σταθερότητας.
Τάσσονται, δηλαδή, υπέρ μιας πολύπλευρης γνώσης και αγωγής, η οποία καθιστά ικανούς τους νέους να εφαρμόζουν τις αρετές αλλά και να αντιμετωπίζουν τα αρνητικά αντιπρότυπα της ζωής.
Τα αντιπρότυπα αυτά, με τις φυγόκεντρες, σε σχέση με την αρετή, τάσεις που δημιουργούν, συνιστούν μια τροχοπέδη στην πνευματική ζωή και πρόοδο και, αντί να προωθούν τους νέους ανθρώπους στην ολοκλήρωση και στην τελείωση, τους δημιουργούν ψευδαισθήσεις πληρότητας και ολοκλήρωσης, μέσα από ποικίλα υποκατάστατα της αληθινής προόδου που τους προσφέρουν.
Για τον λόγο αυτό, οι Τρεις Πατέρες προτείνουν μια συνθετική μορφή αγωγής, που προετοιμάζει τους νέους, κατά τον καλύτερο τρόπο, για την αντιμετώπιση όλων των ενδεχόμενων εκδοχών της ζωής, ενώ καλύπτει υπαρξιακά και τις πνευματικές τους αναζητήσεις.
Η ταυτόχρονη καλλιέργεια των διανοητικών και των ψυχικών δυνάμεων των νέων ανθρώπων θεωρείται, κατά τους Τρεις Ιεράρχες, απαραίτητη, διότι, με την αφύπνιση των πνευματικών αισθήσεων που επενεργεί, συμβάλλει ουσιαστικά στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς τους.
Με βάση, αφενός, το ανθρωπιστικό περιεχόμενο της αρχαιοελληνικής παράδοσης, αφενός, το οποίο οι Τρεις Πατέρες γνώριζαν άριστα, λόγω των εγκυκλίων σπουδών τους, και αφετέρου, τις αγιοπνευματικές αλήθειες και διδαχές της χριστιανικής ζωής, που βίωναν βαθύτατα στην καθημερινότητά τους, προσπάθησαν να οικοδομήσουν ένα παιδευτικό στόχο, ο οποίος να έχει, ως κυριότερο χαρακτηριστικό του, την τελείωση της ανθρώπινης ύπαρξης, την «ομοίωσιν τω Θεώ κατά το δυνατόν».
Ο Θεός, όταν δημιούργησε τον άνθρωπο, «κατ΄ εικόνα» Αυτού, του έθεσε, ως οντολογικό σκοπό της υπάρξεώς του, τον καλό αγώνα, για να επιτύχει το «καθ’ ομοίωσιν Θεού».
Ερμηνεύεται, συνεπώς το «καθ’ ομοίωσιν» ως η προοπτική του κατ’ εικόνα. Κατά τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, «το μεν γαρ “κατ᾿ εικόνα”, το νοερόν δηλοί και το αυτεξούσιον, το δε “καθ᾿ ομοίωσιν”, την της αρετής, κατά το δυνατόν, ομοίωσιν».
Εάν θεωρηθεί το κατ’ εικόνα ως το είναι, τότε το καθ’ ομοίωσιν είναι «το δυνάμει είναι». Είναι, δηλαδή, η ζωή η οποία προσφέρεται χαρισματικά από τον Θεό στον άνθρωπο, καλώντας τον, στο πρόσωπο του σαρκωμένου και αναστημένου Χριστού, να γίνει «Θεός κατά χάριν», αυτό δηλαδή, για το οποίο έχει πλασθεί.
Η ένωση της θείας και της ανθρώπινης φύσεως, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, δεν αποτελεί, κατά τη διδασκαλία των Τριών Ιεραρχών, μία στεγνή δογματική οριοθέτηση, αλλά τη βάση μιας νέας παιδευτικής δοκιμασίας, που στοχεύει να βοηθήσει τον άνθρωπο να φτάσει στην τελείωσή του, έχοντας ως πρότυπο τον Ιησού Χριστό.
Με βάση αυτό το θεολογικό πλαίσιο, οι τρεις Ιεράρχες στηρίζουν την αγωγή, η οποία αντιμετωπίζει τον νέο μαθητή ως πολυδιάστατο πρόσωπο, που θητεύει και δοκιμάζεται στην ελευθερία, στην αγάπη, στην αλήθεια και στις άλλες αρετές της Χριστιανικής πίστεως, προκειμένου να φτάσει, με τη θεία χάρη αλλά και το δικό του άθλημα, από το επίπεδο του «κατ’ εικόνα», στο ανώτερο επίπεδο τελειώσεως του «καθ’ ομοίωσιν».
Μελετώντας κανείς το έργο και τη ζωή των τριών Ιεραρχών, διαπιστώνει ότι επιλέγουν και προτείνουν ένα ξεχωριστό τρόπο για τη διδασκαλία των αρετών του Χριστού στους νέους, στρέφοντας κυρίως την προσοχή τους σε δύο βασικά στοιχεία:
1. Στην άριστη διαπροσωπική σχέση, μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων, αφού, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, «το φιλείν και φιλείσθαι» συντελεί αποφασιστικά στην ευόδωση και στο αίσιο τέλος της μαθησιακής διαδικασίας.
2. Στο σεβασμό της ελευθερίας των διδασκομένων, εκ μέρους των διδασκόντων, αφού γνώριζαν άριστα ότι τα παιδιά -και ιδιαίτερα οι έφηβοι- δεν δέχονται καμία γνώση και καμία αγωγή, όταν νιώθουν ότι δεν γίνεται σεβαστή η ελευθερία τους.
Ο Ιερός Χρυσόστομος υπογραμμίζει αυτό το σημείο, που είναι βέβαια γνωστό και στη σύγχρονη παιδαγωγική, παραμένει όμως, σε μεγάλο βαθμό, ανεφάρμοστο στην πράξη.
Με ιδιαίτερη οξυδέρκεια, ο Άγιος Χρυσόστομος αναφέρει ότι είναι άστοχο να επιλέγεται από τον διδάσκοντα η βία, ο εξαναγκασμός και ο φόβος για να εμφυσήσει την αρετή στους νέους.
Αντίθετα, μάλιστα, στο πλαίσιο της χριστιανικής διδασκαλίας, ο παιδαγωγός «ουκ αναγκάζει τον ακροατήν, αλλ΄αυτόν αφίησι της των λεγομένων αιρέσεως κύριον».
Η βία και ο εξαναγκασμός είναι αποκλειστικά γνωρίσματα μιας αυταρχικής εξουσίας, που επιβάλλει, με τη συνδρομή κάποιας μορφής κοσμική δύναμη ή απειλή, τη βούλησή της στο σώμα των πολιτών.
Το σχολείο, αντίθετα, ως «πνευματική αρχή», χρησιμοποιεί την πειθώ, ως μοναδική μέθοδο, για να μεταδώσει το μήνυμά του και να εξομαλύνει, με την ψυχική καλλιέργεια, τις σχέσεις των νέων ανθρώπων μεταξύ τους, προσφέροντας στον κάθε ένα ό, τι ονομάζουμε στην ελληνική γλώσσα: παιδεία και αρετή.
Όσοι αναλαμβάνουν τη διδασκαλία παιδιών, αναφέρει ο Ιερός Χρυσόστομος σε ομιλία του (ερμηνεύοντας ένα σχετικό χωρίο του Παύλου, από την προς Εφεσίους Επιστολή), είναι ανάγκη να τα αγαπούν και να μην τα παροργίζουν.
Διότι η αναγκαία διαδικασία της αγωγής, που ταυτίζεται με την εμφύτευση στην ψυχή τους, μιας ποικιλίας από κανόνες και νόμους, αποτελεί μια άμεση παρέμβαση στον εσωτερικό τους κόσμο, η οποία είναι σκόπιμο να γίνεται χωρίς καταπίεση, αφού είναι ελεύθεροι άνθρωποι και όχι ανδράποδα.
O Μέγας Βασίλειος, επίσης, τονίζοντας το απαραβίαστο της ελευθερίας του προσώπου, υποστηρίζει ότι «στον Θεό δεν είναι αρεστό ό, τι γίνεται αναγκαστικά, αλλά εκείνο που κατορθώνεται με αρετή· η δε αρετή επιτυγχάνεται, όταν δίνεται στους διδασκόμενους η δυνατότητα ελεύθερης εκλογής και όχι όταν καταναγκάζονται».
Στο ίδιο πνεύμα και ο Ιερός Χρυσόστομος σημειώνει ότι, «μόνον αν ο διδασκόμενος έχει την ελευθερία να επιλέξει, τότε μπορεί να έχει και την ευθύνη των πράξεών του αλλά και την άξια επιβράβευση».
Είναι αυτονόητο ότι τον βασικό ρόλο στην αγωγή των παιδιών τον έχει ο δάσκαλος. Προϋπόθεση όμως του σωστού διδασκάλου, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, είναι να διάγει τον βίο, κατά το «ορθώς ζην και μετά πολιτείας αρίστης», αλλά και να συνάδει η διδασκαλία του με τη ζωή του: «τούτο διδασκαλίας αρίστης, το εν πάσαις ταις παραινέσεσιν εαυτόν παρέχειν τύπον».
Άριστος διδάσκαλος, συνεπώς, είναι εκείνος που σε όλες τις παραινέσεις που κάνει προς τους μαθητές του προσφέρει ως πρότυπο τον εαυτό του.
Σε άλλη συνάφεια, ο Ιερός Πατήρ υποστηρίζει ότι ο παιδαγωγός που δεν διαπαιδαγωγεί εαυτόν, δεν συμπίπτουν δηλαδή στο πρόσωπό του βίος και διδασκαλία, δεν είναι αυθεντικός φορέας της διδασκαλίας, αλλά υποκριτής.
Φθάνει στο σημείο, μάλιστα, να αμφισβητεί την αξία της ενασχόλησης κάποιου με τη θεολογία και τη διδασκαλία της Εκκλησίας, όταν η διδασκαλία του δεν συνοδεύεται από την καλλιέργεια της αρετής. Και τούτο, διότι θεωρεί ως βασικό πνευματικό στοιχείο στη πορεία και στο έργο του κάθε ανθρώπου και ιδιαίτερα του διδασκάλου, να μην καθίσταται δούλος στο ζυγό των παθών και των αδυναμιών, καθώς ελεύθερος άνθρωπος θεωρείται μόνον «ο των παθών απηλλαγμένος».
Ως προς τον τρόπο διδασκαλίας των νέων, ο ιερός Χρυσόστομος, ως άριστος διδάσκαλος, σημειώνει ότι οι παιδαγωγοί πρέπει να επινοούν τρόπους ευχάριστους και χαριτωμένους, προκειμένου να διατηρούνται αμείωτα τόσο το ενδιαφέρον όσο και η προσοχή τους.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι είναι αδύνατο να κατανοηθεί, με πληρότητα και ακρίβεια, η προσφορά των Τριών Ιεραρχών στους νέους, αν δεν ληφθεί υπόψη ότι, γι’ αυτούς, ο βασικός παιδαγωγικός στόχος της αγωγής τους είναι η εμφύτευση εντός της ψυχής τους, του θείου σκοπού της επίγειας ζωής, που είναι η προς τον Θεό και προς τον πλησίον ανιδιοτελής αγάπη και οι άλλες αρετές, η άσκηση των οποίων οδηγεί στην πνευματική τελείωση και ολοκλήρωση."
Η ελευθερία πίστεως είναι θεόδοτη. Ο ίδιος ο Θεός έδωσε το δικαίωμα στους ανθρώπους, να πιστεύουν, όπου επιθυμούν. Προσωπικά είμαι υπέρ της συνυπάρξεως των λαών και των διαφορετικών θρησκευτικών, πεποιθήσεων, για αυτό στηρίζω, τον μεγάλο Σύριο ηγέτη Ασσάντ, ο οποίος επέτυχε να συνυπάρχουν ειρηνικά, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι.
Αναφέρομαι πάντοτε στους Φοίνικες που από μονοθεϊστές της Π. Διαθήκης και πιστοί των προφητών, εγκατέλειψαν τον Θεό, άλλαξαν και έγιναν εωσφοριστές του δωδεκαθέου. Δεν αναφέρομαι σε όλους τους Φοίνικες.
0 comments: