Η ελευθερία πίστεως είναι Θεόδοτη. Ο ίδιος ο Θεάνθρωπος έδωσε αυτή την επιλογή στους ανθρώπους. Εν τούτοις οι συγκρίσεις που γίνονται με τον τον ισχυρότερο δαίμονα του παγανισμού είναι εκτός τόπου και χρόνου και παράλληλα προκαλούν και προσβάλουν το θρησκευτικό συναίσθημα των Ορθοδόξων Χριστιανών. (1)
Τα έθνη κατακτώνται-αφανίζονται όταν απολέσουν τον πολιτισμό, την παιδεία, την θρησκεία, την γλώσσα και την ηθική. Σε περιόδους έντονης ανησυχίας-δυστυχίας, βίας και πολέμων οι άνθρωποι βιώνουν καταστάσεις τις οποίες δεν μπορούν να διαχειριστούν με το πνεύμα και την ηθική. Φοβούνται-αρνούνται να σκεφτούν και να ερευνήσουν. Για αυτό στρέφονται προς το κακό, τις βίαιες πράξεις και την ερωτική ελευθεριότητα.
Οι Φοίνικες κατέκτησαν δια της βίας Στερεά Ελλάδα, και Πελοπόννησο και επέβαλαν την Ολύμπια Θρησκεία. Η βίαιη επιβολή του Φοινικικού δωδεκαθέου, άγγιξε τα όρια γενοκτονίας στην Ελληνική επικράτεια. Τα αρχαία χρόνια μεταξύ άλλων έλαβαν χώρα φοβεροί εμφύλιοι πόλεμοι τους οποίους πάντοτε υποκινούσε το Φοινικικό ιερατείο των Δελφών. Κατά την εποχή των Περσικών πολέμων το Φοινικικό μαντείο των Δελφών ήταν μονίμως με το μέρος των Περσών και καλούσαν τους Έλληνες μέσω ψεύτικων χρησμών να μην πολεμήσουν.
Ο σκοτεινός παγανισμός ήταν η θανατηφόρα μάστιγα του Ελληνισμού. Η αρχαία θρησκεία, κατέρρευσε κάτω από το βάρος των γενοκτονιών και των αισχρών εγκλημάτων της. Το απόγειον της κακουργίας και του ανθελληνισμού των σκοτεινών παραγόντων της αρχαίας Θρησκείας, ήταν οι τρομερές διώξεις των σοφών επιστημόνων στην Αθήνα, με δίκες-καταδίκες "περί αθεΐας" και την θανάτωση πολλών φιλοσόφων, επιστημόνων, πολιτικών, ποιητών, σοφιστών, ρητόρων κλπ.
Οι Φοινικικές ορδές κατέκτησαν τους Έλληνες με άγριες σφαγές, και μεθοδικές γεννοκτονίες. Τους αφαίρεσαν τις περιουσίες και τους μετέβαλαν σε δούλους όπως ήταν οι είλωτες στην Σπάρτη. Τους επέβαλαν την θρησκεία τους, το δωδεκάθεο και έκλεψαν τα «ιερά» τους, τα οποία χρησιμοποίησαν πλέον για την δική τους θρησκεία.
Στην αρχαιοελληνική θρησκεία συναντάμε υποκινούμενους εμφυλίους πολέμους, ανθρωποθυσίες, καταστροφές, ανομία, αταξία, κτηνώδεις παρορμήσεις, δεισιδαιμονία και τελετές μαύρης μαγείας. Σε όλες τις θρησκευτικές εκφάνσεις υπήρχε η σεξουαλική μαγεία ως κορωνίδα της λατρείας του Φρυγικού αρχιδαίμονα Savaziou η οποία συνοδευόταν από πρωτογονισμό και κανιβαλισμό. Μελετώντας την αρχαιοελληνική θρησκεία είναι εύκολο να διαπιστωθούν τα άπειρα εωσφορικά της στοιχεία. Η ερωτική μαγεία, η μαντική, η αγυρτεία, αποτελούσαν μια θλιβερή κοινωνική πραγματικότητα, για τους ιερείς και ειδικά για τις ιέρειες της σκοτεινής θρησκείας.
ΑΡΙΣΤΟΚΛΕΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ.
Διαχρονικά ο Φρυγικός Savazios ήταν και είναι οι βασικούςς εκπρόσωπος της ανομίας, της αταξίας και της καταστροφής του Ελληνικού έθνους, καθώς επιβουλεύεται τον Ελληνισμό-Αριστόκλειο πολιτισμό, με σκοπό να εμποδίσει την εθνική και ηθική-πνευματική σωτηρία, και την ανύψωση των ανθρώπων. Ο Διόνυσος είχε έρθει από την Ανατολή για να εδραιώσει στον τόπο αυτό την λατρεία του, η οποία έχει παραγκωνιστεί εξαιτίας της αρχαίας Ελληνικής-Φιλοσοφικής σκέψης. Σε περιόδους έντονης ανησυχίας-δυστυχίας και πολέμων οι άνθρωποι βιώνουν καταστάσεις τις οποίες δεν μπορούν να διαχειριστούν με το πνεύμα και την ηθική. Φοβούνται-αρνούνται να σκεφτούν και να ερευνήσουν. Για αυτό στρέφονται προς το κακό, και την ερωτική ελευθεριότητα. Ο Φρυγικός “θεός” Διόνυσος με στόχο την ολοκληρωτική καταστροφή του Ελληνικού έθνους και την κατάργηση του Αριστόκλειου πολιτισμού, προσφέρει απλόχερα την σεξουαλική “ελευθερία” από τα "δεσμά" του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού και του Χριστιανισμού, σε όλους όσους τον πιστεύουν. Το Διονυσιακό-Φοινικικό πνεύμα οδηγεί τους Έλληνες σε καταστροφικές πράξεις και συμπεριφορές οριακές, οι οποίες διαχρονικά θέτουν τον Ελληνισμό σε θανάσιμους κινδύνους.
Οι θεϊκές δυνάμεις των Ολύμπιων και των ανθρώπων, αποτελούσαν έναν συνδυασμό καλού και κακού. Οι θεοί της Αιγυπτιακής-Φοινικικής θρησκείας, είναι ικανοί να επιδείξουν οίκτο και παράλληλα καταστροφική συμπεριφορά. Επίσης επιδεικνύουν υπερβολική ζήλια προς τους ανθρώπους. Στον παγανισμό η αμαρτία και η κάθε ηθική εκτροπή, ήταν ταυτισμένες με την ειδωλολατρική θρησκευτική πίστη. Σε όλα τα ειδωλολατρικά θρησκεύματα υπήρχαν θεοί-δαίμονες, ως προστάτες των ανθρωπίνων παθών, με βασικότερο όλων, την σεξουαλική διαφθορά. Οι δύο παγκόσμιοι πολιτισμοί εκπροσωπούν δύο διαφορετικά φιλοσοφικά αξιώματα για την ζωή. Ανά τους αιώνες οι αντίθετοι εκ διαμέτρου πολιτισμοί, προσπαθούν να επικρατήσουν στην πολιτική, στον στρατό, την οικονομία, στις επιστήμες, στις τέχνες, στους θεσμούς, την ηθική την κοινωνία και τα έθνη.
Ειδικότερα το Ελληνικό έθνος στο πέρασμα των αιώνων, είναι δημιούργημα τόσο του Ελληνικού φιλοσοφικού πνεύματος, όσο και του Διονυσιακού (Φοίνικες-παγανισμός). Τον Ελληνικό πολιτισμό αποτελούν η ορθή παιδεία-Φιλοσοφία, η απλότητα, η λογική, ο στοχασμός, η εγκράτεια και η γαλήνη. Αντίθετα το Διονυσιακό-Φοινικικό πνεύμα το χαρακτηρίζει η μανία, το μένος, το πάθος, το συναίσθημα, οι σεξουαλικές ανωμαλίες, οι ψυχικές εκρήξεις, οι παρορμήσεις, τα πιο βρώμικα-αισχρά ένστικτα του ανθρώπου και η εύθυμη πλευρά της ζωής.
Η Ελληνική-Αριστόκλεια αγωγή ορίζεται από το μέτρον άριστον και το μηδέν άγαν, την μεσότητα και την αποφυγή των υπερβολών και των άσκοπων-καταστροφικών ενεργειών. Αντίθετα το Διονυσιακό-Φοινικικό πνεύμα δεν τα δέχεται όλα αυτά και οδηγεί τους Έλληνες σε καταστροφικές πράξεις και συμπεριφορές οριακές, οι οποίες διαχρονικά θέτουν τον Ελληνισμό σε θανάσιμους κινδύνους. Τα ίδια τα καθεστώτα προωθούσαν τα πρόστυχα θεάματα, τις πρόστυχες μουσικές-διασκεδάσεις και τα όργια για να μπορούν να εξουσιάζουν, με ευκολία τις μάζες.
Οι Έλληνες φιλόσοφοι-σοφοί, δεν συμμετείχαν ποτέ, και καταδίκαζαν δημόσια, κάθε πνευματική, ηθική, μουσική και σεξουαλική παρεκτροπή. Από τα πανάρχαια χρόνια οι παγκόσμιοι πολιτισμοί συγκρούονται την κυριαρχία στον πλανήτη. Διαχρονικά όταν επικρατεί ο πολιτισμός των Ελλήνων, η Χριστιανική ηθική, το μηδέν άγαν και το μέτρον άριστον, το έθνος μεγαλουργεί-επιβιώνει ανάλογα με την εποχή. Όταν επικρατούν στην Ελλάδα τα Διονυσιακά-πολιτιστικά αξιώματα. έχουμε παρακμή-σήψη, διαφθορά, οικονομική εξαθλίωση, κοινωνικές αδικίες, εμφυλίους και γενοκτονίες. Οι δυο πολιτισμοί συγκεντρώνουν δυο διαφορετικές θεωρίες σε θρησκευτικό, πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και σεξουαλικό επίπεδο. Οι αντίθετες αυτές φιλοσοφικές ιδεολογίες προσπαθούν να κυριαρχήσουν στις επιστήμες, στις τέχνες-μουσική, στους θεσμούς, στην ηθική, στην κοινωνία και τα έθνη.
Τον Ελληνικό πολιτισμό και την Χριστιανική πίστη αποτελούν η ορθή παιδεία-Φιλοσοφία, η απλότητα, η λογική, ο στοχασμός, η αυτοσυγκράτηση, η καλοσύνη, η αγάπη, η δικαιοσύνη και η γαλήνη. Αντίθετα το Διονυσιακό πνεύμα, το χαρακτηρίζει η μανία, το μένος, το πάθος, το συναίσθημα, οι σεξουαλικές ανωμαλίες οι ψυχικές εκρήξεις, οι παρορμήσεις, τα πιο βρώμικα-αισχρά ένστικτα, του ανθρώπου, και η εύθυμη πλευρά της ζωής. Η Ελληνική αγωγή ορίζεται από το μέτρον άριστον και το μηδέν άγαν, την μεσότητα και την αποφυγή των υπερβολών και των άσκοπων-καταστροφικών ενεργειών. Στον αντίποδα η Διονυσιακή αγωγή δεν τα δέχεται όλα αυτά, και οδηγεί τους Έλληνες σε καταστροφικές πράξεις και συμπεριφορές οριακές, οι οποίες διαχρονικά θέτουν τον Ελληνισμό σε θανάσιμους κινδύνους. Tο Διονυσιακό στοιχείο καθηλώνει το Ελληνικό έθνος και τους Έλληνες, στο επίπεδο των ζώων και στον πρωτογονισμό. Αντιθέτως το Ελληνικό πνεύμα εξυψώνει μέσα από τις ανώτατες φιλοσοφικές αρχές του.
Τα αρχαία χρόνια, μόνον οι αγράμματοι και η ηθικά και πνευματικά εξαθλιωμένοι, συμμετείχαν, στα όργια, και στις έκφυλες μουσικές τελετές. Τα ίδια τα καθεστώτα προωθούσαν τα πρόστυχα θεάματα, τις πρόστυχες μουσικές-διασκεδάσεις και τα όργια για να μπορούν να εξουσιάζουν, με ευκολία τις μάζες. Οι Έλληνες φιλόσοφοι-σοφοί δεν συμμετείχαν ποτέ, και καταδίκαζαν δημόσια, κάθε πνευματική, ηθική, μουσική και σεξουαλική παρεκτροπή. Οι αμόρφωτες και δεισιδαίμονες μάζες συμμετείχαν με πάθος στις Διονυσιακές εορτές, οι οποίες συνοδευόταν, από ειδικούς-έκφυλους μουσικούς ρυθμούς. Οι κρατούντες επέτρεψαν, να υπάρχει σε αυτές τις Βακχικές τελετές, πλήρη ελευθερία, ακόμη και στα πιο ταπεινά αχαλίνωτα πάθη των θρησκευτών.
O Φρυγικός δαίμονας Savazios είναι ο "θεός" των αχαλίνωτων ερωτικών οργίων και των καταστροφών. Για αυτό μοιραζόταν και την διοίκηση του Φοινικικού μαντείου των Δελφών με τον έτερο δαίμονα των καταστροφών, τον Ιουδαϊκής καταγωγής "θεό" Απόλλων.
Στην μυθολογία-ιστορία αναφέρονται πολλοί χρησμοί του Φοινικικού μαντείου, για χιλιάδες-φοβερές θυσίες στους «θεούς»-δαίμονες της αρχαίας θρησκείας. Αμέτρητα ήταν τα αθώα θύματα, κυρίως αγνοί νέοι. Τα άτυχα παιδιά, θυσιάστηκαν από τους αιμοσταγείς-αλλοδαπούς ιερείς του παγανισμού, με εντολή του Δελφικού ιερού. Οι πόλεμοι των Ελλήνων κατά των βαρβάρων και οι φονικοί εμφύλιοι ήταν ο βασικός στόχος των σατανιστών ιερέων. Από κάθε πόλεμο απαιτούσαν ως θέληση των Ιουδαίων δαιμόνων Απόλλωνα και του Φρυγικού Διόνυσου την δεκάτη από τα αιματοβαμμένα λάφυρα. Χαρακτηριστικό ήταν ότι είχαν την αναίδεια και την ανεντιμότητα να ζητούν από τις πόλεις ποσοστά ακόμη και από τους Περσικούς πολέμους, κατά τους οποίους το Δελφικό ιερό, ήταν με την πλευρά των ηττημένων και ομόθρησκων Περσών, καθώς έδινε αποτρεπτικούς χρησμούς, για να μην πολεμήσουν οι Έλληνες. Επίσης οι Φοίνικες ιερείς έδιναν χρησμούς παγίδες.
Οι Έλληνες που επισκεπτόταν το Φοινικικό μαντείο, έβλεπαν κάθε φορά τα αιματοβαμμένα λάφυρα των εμφυλίων πολέμων. Το αποτέλεσμα ήταν φρικτό-οδυνηρό και δυσβάσταχτο, καθώς ενθυμούμενοι τι έγινε στο πρόσφατο παρελθόν, οδηγήθηκαν σε νέους εμφύλιες διαμάχες. Αρκετούς χρησμούς για τους Ελληνικούς εμφυλίους πολέμους τους είχε δώσει ο Φρυγικός "θεός" Savazios μαζί με τον Ιουδαικής καταγωγής Απόλλων. Στον δαίμονα από την Φρυγία πιστεύουν από τα πανάρχαια χρόνια και οι Ιουδαίοι. Στην Ελληνική μυθολογία-ιστορία με το όνομα Σαβάζιος είναι γνωστή μία αρχαία θεότητα. Ετυμολογικά το δεύτερο συνθετικό του ονόματος (-ζιος) προέρχεται από την ρίζα Dyeus. Aπό εκεί βγαίνουν και οι λέξεις Δίας και θεός, (Λατινικά deus). Στην κλασική Ελλάδα τον ονόμασαν Διόνυσο. Ο "θεός" Σαβάζιος είναι ο Διόνυσος (Λεξικό Σούδα). Ο Σαβάζιος αποτελεί τον βασικότερο και σημαντικότερο "θεό" του Ιουδαϊκού έθνους.
Ο βιογράφος, φιλόσοφος, ιστορικός, θεουργός και αρχιερέας του μαντείου των Δελφών Πλούταρχος γράφει στα Συμποσιακά του (ΙV 6) ,ότι οι Εβραίοι λάτρευαν τον Διόνυσο, και ότι η ημέρα των Σαββάτων ήταν εορτή του Σαβαζίου !!! Ένας μύστης- ομόθρησκος των Ιουδαίων αναφέρει την πραγματική θρησκεία των Ισραηλιτών. Διαβάστε σχετικά το αρχαίο κείμενο των Συμποσιακών (1)
Ο Θεός είναι αιτία μόνον για ότι καλό συμβαίνει σύμφωνα με τον ύπατο των φιλοσόφων τον Αριστοκλή.
Για αυτό έπλασε όλα αυτά τα θαυμαστά και μοναδικά στο είδος τους πράγματα και εν συνεχεία ήρθε στην γη ως Θεάνθρωπος για να λυτρώσει, να διδάξει, να σταυρωθεί, να αναστηθεί για να σωθεί η ανθρωπότητα από τον μισάνθρωπο Εωσφόρο και τους δαίμονες του παγανισμού. Ο ύπατος των Φιλοσόφων στο έργο του Τίμαιος, αναφέρει σχετικά με την δημιουργία του σύμπαντος ότι είναι έργο του Αγαθού Θεού-δημιουργού. Ο καλός Θεός από αγάπη δίνει ζωή και δημιουργία, ενώ πραγματοποιεί το έργο του μέσα από αξίες τις οποίες ενσωματώνει στον υλικό κόσμο, με στόχο το τέλειο αποτέλεσμα. Ο θεός-Δημιουργός έπλασε έναν τέλειο- αγαθό κόσμο, διότι είναι αγαθός (καλός), γιατί δεν έχει καμία κακία μέσα του (Τίμαιος 29d-30c). Επειδή ο Θεός είναι πάνσοφος χωρίς ταπεινά πάθη, όπως έχουν οι δαίμονες του παγανισμού και οι άνθρωποι, ελεύθερος από τον φθόνο ήθελε ο κόσμος να μοιάζει σε αυτόν στο μέτρο του δυνατού. Η αρχαία Αιγυπτιακή-Φοινικική θρησκεία με διάφορες μορφές πολυθεϊσμού, δεν υποστήριζε ότι οι θεοί ήταν αγαθοί.
Ο Θεός-Δημιουργός του Ύπατου των Φιλοσόφων είναι μόνον καλός και κάνει πάντοτε αγαθές πράξεις από υπέρμετρη αγάπη για τα δημιουργήματα του. Ο Αριστοκλής αναπτύσσει μια ορθή-Ελληνική θεολογία, η οποία είναι αντίθετη με τις δοξασίες που οι λαϊκές-αγράμματες μάζες και οι σκοτεινοί ιερείς αντιλαμβανόταν την θεϊκή κτίση. Στην αρχαία θρησκεία, βλέπουμε την εφαρμογή καταπιεστικών-
Μόνον να λειτουργούν σε καθορισμένους δημόσιους χώρους, και ήταν βασικό να πιστεύουν, στους αρχαίους δαίμονες. Όλοι οι Έλληνες έπρεπε να πιστεύουν ότι πράγματι “υπάρχουν” οι Ολύμπιοι “θεοί” και ότι αυτοί οι θεοί "νοιάζονται" και είναι “καλοί” για τους ανθρώπους. Για αυτό δεν ήταν εφικτό να αδικήσουν και να κάνουν κακό. Οι Έλληνες που δεν δέχονται αυτές τις αρχές όπως οι μεγάλοι σοφοί και ήταν αντιρρησίες έπρεπε να αφανιστούν. Σε αυτό το πλαίσιο έγιναν και οι ανελέητες διώξεις, των Ελλήνων Σοφών, από τα σκοτεινά-παγανιστικά ιερατεία. Ο Αριστοκλής ήταν και είναι ο μοναδικός φιλόσοφο που δίδαξε ότι είναι σημαντικό να έχουν όλοι οι Έλληνες την ορθή-πίστη για τον Θεό.
Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις θα πρέπει απαραιτήτως να περιλαμβάνουν την πίστη, ότι ο θεός-δημιουργός είναι υπεύθυνος μόνον για ότι καλό συμβαίνει στο σύμπαν. Κανένας άλλος αρχαίος φιλόσοφος δεν απέρριψε τόσο έντονα, την σκοτεινή Αιγυπτιακή-Φοινικική θρησκεία, όσο ο Ύπατος των Φιλοσόφων. Στον Τίμαιο γράφει ενδεικτικά : “Τον μεν ουν ποιητήν και πατέρα τούδε του παντός ευρείν τε έργον και ευρόντα εις πάντας αδύνατον λέγειν”. Είναι δύσκολο να βρει κάποιος τον δημιουργό και πατέρα του σύμπαντος, και αν τον βρει, είναι αδύνατο να το πει στον κάθε άπιστο. Στην Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, του Αγίου Όρους αναφέρει : “Μην φανταστείς κανένα σχήμα για το Θεό όταν προσεύχεσαι, ούτε να επιτρέπεις στο νου σου να μορφωθεί, σύμφωνα με κάποια μορφή, αλλά πλησίασε με άϋλο τόπο, τον Άυλο και θα εννοήσεις”. Στο σημείο αυτό βλέπουμε μια ακόμη ομοιότητα, ανάμεσα στα φιλοσοφικά αξιώματα του Αριστοκλή και στους Ορθόδοξους νηπτικούς, οι οποίοι έχουν μια καθαρά θρησκευτική προσέγγιση της έννοιας του Θεού.
Επίσης στην Φιλοκαλία, αναφέρονται και οι αρετές, οι οποίες τονίζονται και αναφέρονται πρώτα από τον Αριστοκλή, όπως είναι η ανδρεία, η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη. Ο Μέγας Αριστοκλής αναφέρει ότι αν οι Έλληνες είναι απαλλαγμένοι από τα πάθη, τότε θα αντιληφθούν ως έναν βαθμό τον Θεό-Δημιουργό. Ολόκληρη η σοφία του Αριστοκλή διακατέχεται από ένα έντονο θρησκευτικό-μονοθεϊστικό δόγμα. Ο Μέγας Αριστοκλής είναι ο μοναδικός σοφός στον κόσμο, ο οποίος πήγε ενάντια Φιλοσοφικές- ηθικές του διδασκαλίες, για να επιβιώσει η Ελλάδα.
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΚΛΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ. H ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΓΕΙΟΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.
Όταν αρνήθηκαν τον Σωτήρα-Λυτρωτή Χριστό, τον αποδέχτηκαν οι Έλληνες των πρωτοχριστιανικών αιώνων και του μεσαίωνα, οι οποίοι έκαναν τον Ιουδαϊκό Χριστιανισμό Ελληνικό. Για αυτό οι πρόγονοι μας από σκλάβοι έγιναν διοικητές του Ρωμαϊκού κράτους. Η ίδρυση της παγκόσμιας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τους Ιουδαίους ένωσε όλη την οικουμένη. Αυτό έφερε την υποταγή των εθνών, κατάργησε τα σύνορα στην Μεσόγειο, Ευρώπη, Μικρά Ασία. Βόρεια Αφρική, Συρία, Ισραήλ σχημάτισε την πατρίδα που γεννήθηκε η Ελληνορθοδοξία και δημιούργησε τις προυποθέσεις για την απελευθέρωση του Ελληνικού έθνους, το οποίο έφτασε στο απόγειο του, με την ανάληψη διοικήσεως του Ρωμαϊκού κράτους. Οι Έλληνες των μεσαιωνικών αιώνων μέσα από την ηθική, την πίστη και την παιδεία έγιναν κληρονόμοι μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας (Ρωμαϊκή) και μια παγκόσμιας θρησκείας (Χριστιανισμός). Ο Χριστιανισμός αναδύθηκε και έγινε παγκόσμια θρησκεία με την εισαγωγή των Πλατωνικών διδασκαλιών από τους τρεις ιεράρχες και η αρχαία Ελληνική σοφία διασώθηκε και διατηρήθηκε στους αιώνες μέσα από την ενσωμάτωση της στην Ορθόδοξη-Χριστιανική πίστη. Κυριολεκτικά ο Ελληνισμός αναστήθηκε από την Ορθοδοξία.
Δεν ήταν τυχαία ιστορικά γεγονότα ότι ο Τίμιος Σταυρός βρέθηκε για πρώτη φορά επί βασιλείας του Αγίου Κωνσταντίνου, όταν παραχωρήθηκε η Ρωμαϊκή εξουσία στους Έλληνες και επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα από τον πρώτο Έλληνα αυτοκράτορα που ανέβηκε στον Ρωμαϊκό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.
Τα δύο αυτά μεγίστης-παγκόσμιας σημασίας γεγονότα δείχνουν ότι οι αναγεννημένοι από την Ορθοδοξία Έλληνες, είχαν την ευλογία και την απόλυτη στήριξη του Σωτήρα Χριστού να διοικήσουν την παγκόσμια Ρωμαϊκή αυτοκρατορία για να διδάξουν τον Θεό-Δημιουργό του Μέγα Αριστοκλή και τον Ελληνικό πολιτισμό στα έθνη κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Στην αυτοκρατορική εποχή ο Ελληνισμός είχε ήδη ολοκληρωθεί στην φιλοσοφική σκέψη, και γεωπολιτικά. Όταν αρνήθηκαν οι Ιουδαίοι τον Σωτήρα-Λυτρωτή Χριστό, τον αποδέχτηκαν οι Έλληνες των πρωτοχριστιανικών αιώνων και του μεσαίωνα, οι οποίοι έκαναν τον Ιουδαϊκό Χριστιανισμό Ελληνικό. Για αυτό οι πρόγονοι μας από σκλάβοι έγιναν διοικητές του Ρωμαϊκού κράτους.
Η ίδρυση της παγκόσμιας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τους Ιουδαίους ένωσε όλη την οικουμένη. Αυτό έφερε την υποταγή των εθνών, κατάργησε τα σύνορα στην Μεσόγειο, Ευρώπη, Μικρά Ασία. Βόρεια Αφρική, Συρία, Ισραήλ σχημάτισε την πατρίδα που γεννήθηκε η Ελληνορθοδοξία και δημιούργησε τις προυποθέσεις για την απελευθέρωση του Ελληνικού έθνους, το οποίο έφτασε στο απόγειο του, με την ανάληψη διοικήσεως του Ρωμαϊκού κράτους. Ήδη από την εποχή του Αγίου Κωνστναντίνου έχουμε μια αλλαγή στην παγκόσμια ιστορία καθώς ο Ιουδαϊκός χριστιανισμός άρχισε να εξελληνίζεται μέσα από την χρήση της Ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού. Την αλλαγή αυτή την θεμελίωσαν οριστικά οι τρεις ιεράρχες με την είσοδο των διδαχών του Αριστοκλή στον χριστιανισμό. Οι Έλληνες με το που αναλαμβάνουν την διοίκηση του Ρωμαϊκού κράτους, έχουν πλήρη συνείδηση της πολιτιστικής και θρησκευτικής ανωτερότητας τους. Ο παγκόσμιος χαρακτήρας της Ελληνορωμαϊκής αυτοκρατορίας εδραιώνεται σταθερά μέσα από την οικουμενική χριστιανική ιδέα και τον Ελληνικό πολιτισμό (Μέγας Αριστοκλής).
Η Ορθοδοξία και ο Αριστόκλειος πολιτισμός ήταν τα βασικά στοιχεία συνοχής για να αντιμετωπίσει το Ελληνικό-Ρωμαϊκό έθνος, τον μόνιμο κίνδυνο λόγω των διαφορετικών λαών. Οι Άγιοι πατέρες, θεμελίωσαν την πολιτική ιδεολογία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επάνω στο αξίωμα της χριστιανικής οικουμενικότητας, του Ελληνικού πολιτισμού και των Ρωμαϊκών πολιτικών αξιωμάτων. Ο Ελληνικός πολιτισμός και ο Χριστιανισμός θα ενωθούν ώστε να γίνει για μία και μοναδική φορά η Ελλάδα παγκόσμιο κρατικό μόρφωμα. Ο Ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν αρκετός από μόνος του για να φτάσει στην κορυφή του κόσμου το έθνος. Για αυτό και έπρεπε να ενωθεί ο Ελληνικός πολιτισμός με τον χριστιανισμό, για να φτάσει ο Ελληνισμός στο απόγειον της δυνάμεως του. Η πολιτιστική διαδρομή του αρχαίου Ελληνικού κόσμου ενώθηκε με την Ορθοδοξία, ως σώμα Χριστού, όταν οι Έλληνες θα αναλάβουν την ηγεσία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της Αγίας Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Τα χρηστά ήθη της ζωής των Ελλήνων, είναι το πανάρχαιο διαχρονικό μυστικό, για την επιβίωση του έθνους στο πέρασμα των αιώνων. Ταυτόχρονα όμως είναι το κλειδί όλων των μεγάλων Ελληνικών στρατιωτικών, πολιτικών, κοινωνικών, επιστημονικών επιτυχιών, από καταβολής του Ελληνικού έθνους.
Υποστηρίξτε μας να κρατήσουμε την Λέσβο Ελληνική. Μην παραμένετε θεατές των Εθνικών συμφορών.
Oι εργασίες της στήλης Επικρατέειν η Απόλλυσθαι γράφονται κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες που βρέθηκε ποτέ συνάνθρωπος μας, και αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του κυρίου Άγγελου-Ευάγγελου Φ. Γιαννόπουλου. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ολόκληρου του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς την έγκριση του Arisvinews και της στήλης. Επιτρέπεται μόνον η αναδημοσίευση του 50% των εργασιών Γεωστρατηγικής-Ιστορίας και Ορθοδοξίας του κυρίου Άγγελου-Ευάγγελου Φ. Γιαννόπουλου (Γεωστρατηγικού και Γεωπολιτικού αναλυτή (Contact : survivorellas@gmail.com-6945294197). Απαραίτητη προυπόθεση για την αναδημοσίευση είναι η προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο Arisvinews.

Πάγια αρχή μου είναι ότι όλοι οι λαοί, όλοι οι άνθρωποι, έχουν δικαίωμα να πιστεύουν οπού θέλουν. Όλα αυτά με την απαραίτητη προυπόθεση να μην επιβάλλουν τα πιστεύω τους σε τρίτους, είτε δια της βίας, είτε με πλάγιους τρόπους. Από όλους τους προαναφερόμενους, εξαιρείται, ένα μικρό μέρος βάση των παγκόσμιων Φιλοσοφικών-μαθηματικών σταθερών, μέτρον άριστον και μηδέν άγαν.
Η ελευθερία πίστεως είναι θεόδοτη. Ο ίδιος ο Θεός έδωσε το δικαίωμα στους ανθρώπους, να πιστεύουν, όπου επιθυμούν. Προσωπικά είμαι υπέρ της συνυπάρξεως των λαών και των διαφορετικών θρησκευτικών, πεποιθήσεων, για αυτό στηρίζω, τον μεγάλο Σύριο ηγέτη Ασσάντ, ο οποίος επέτυχε να συνυπάρχουν ειρηνικά, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι.
Αναφέρομαι πάντοτε στους Φοίνικες που από μονοθεϊστές της Π. Διαθήκης και πιστοί των προφητών, εγκατέλειψαν τον Θεό, άλλαξαν και έγιναν οπαδοί του δωδεκαθέου. Δεν αναφέρομαι σε όλους τους Φοίνικες.
(1) Ο Διόνυσος ζει σε όλα τα µήκη και τα πλάτη της ελληνικής ιδεολογίας, νυν και αεί, κάθε εποχή, κάθε µέρα, κάθε στιγµή. Επί της ουσίας ζει και βασιλεύει η αρχέγονη ιδέα της άφθαρτης ζωής από τον κύκλο του χρόνου που κυλά αέναα. Αλλά µια εξαιρετική φορά, την Καθαρά Δευτέρα, σε ένα ειδυλλιακό χωριό στις υπώρειες του φορτωµένου µε µύθους Ταΰγετου από τη µεριά της Καλαµάτας, η ιδέα του Διόνυσου, που διαπερνά σαν αιµοφόρα αρτηρία ολόκληρη τη ζωή των κοινοτήτων των Ελλήνων, γίνεται εικόνα και εκδηλώνεται µεταµφιεσµένη σε συναρπαστικό δρώµενο. Η µικρή Νέδουσα – η αρχαία Δενθαλιάτις Χώρα και η µετέπειτα Μεγάλη Αναστάσοβα – είναι το επίκεντρο της πιο αυθεντικής εκδήλωσης του διονυσιακού πνεύµατος, κατ’ εικόνα και καθ’ οµοίωσιν του πιο δηµοφιλούς αρχαίου θεού της γονιµότητας, της βλάστησης, των πανηγυριών, της µέθης της ζωής.
Η ρίζα της ιδέας του θεού της χαράς της ζωής φτάνει στο λίκνο των ευρωπαϊκών θρησκειών, τη µινωική Κρήτη, εκεί όπου άνθιζε και βλάσταινε ο πρώτος πολιτισµός που τον χαρακτήριζαν η αγάπη για τη ζωή και τη φύση, και το µεράκι για το ωραίο. Ολα αυτά αχνοσχεδιάζονταν στο ιλαρό πρόσωπο της Μεγάλης Θεάς, της µητέρας των πάντων. Ο Νικόλαος Πλάτωνας έλεγε: «Η µυστική ζωή της φύσης εξαπλώνεται στην ανθρώπινη δηµιουργία και διαποτίζεται από ιδιαίτερη γοητεία και ιδιαίτερη χάρη. Ενας ύµνος στη θεά φύση αντηχεί παντού, ένας ύµνος στη χαρά και στη ζωή». Κι αυτός ο ύµνος δεν σταµάτησε ποτέ να αντηχεί στους αιώνες των αιώνων. Ο Καρλ Κερένυι γράφει στο βιβλίο του «Διόνυσος. Η αρχέγονη εικόνα της άφθαρτης ζωής» (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας): «Κανένας άλλος θεός των Ελλήνων δεν έχει την παρουσία του Διονύσου στα µνηµεία και στη φύση της Ελλάδας και της Ιταλίας, στη διασωσµένη αισθητική παράδοση της αρχαιότητας. Θα µπορούσαµε εδώ σχεδόν να πούµε ότι το διονυσιακό στοιχείο είναι πανταχού παρόν. Από τις δύο στο είδος τους µοναδικές και χαρακτηριστικές δηµιουργίες της ελληνικής αρχιτεκτονικής, που ως ερείπια ή σε ίχνη απαντώνται και στον µεγαλύτερο αριθµό, δηλαδή από τον ναό και το θέατρο, το τελευταίο ανήκε αποκλειστικά στον Διόνυσο. Από τα φυτά που καλλιεργούνταν στη γεωγραφική περιοχή της Αρχαιότητας, το αµπέλι είναι εκείνο που είχε περισσότερο την τάση για οργιώδη ανάπτυξη: κι αυτό ήταν αφιερωµένο στον Διόνυσο, µαρτυρούσε την παρουσία του».
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έµεινε πίσω στο πέρασµα, έρχονται µαζί µε τους καιρούς. Ο σπόρος των µυστηρίων του Διονύσου, το σπέρµα της ζωής, είναι παντός καιρού και βλασταίνει κάθε µέρα. Ακούστε την ηχώ της παλιάς θρησκείας – ειδικά των Ορφικών Μυστηρίων – στη νέα θρησκεία: Η πλέον ελκυστική προσφορά του Διόνυσου στους πιστούς του ήταν η αιώνια σωτηρία. Γι’ αυτό τον λάτρευαν, µε πένθος για τον θάνατό του και πανηγυρισµούς για την ανάστασή του. Στα δείπνα που ήταν αφιερωµένα σε αυτόν, έπιναν συµβολικά και το αίµα του θεού για να πετύχουν τη δική τους θέωση. Στις τελετές ο θεός και ο χορός από Σατύρους και Μαινάδες που τον ακολουθούσε δηµιουργούσαν έναν ιερό θόρυβο. Οπως στην παλιά Μεγάλη Αναστάσοβα, τη σηµερινή Νέδουσα, ο χορός των «σατύρων» δηµιουργεί τον ιερό θόρυβο µε τις µουσικές του νταουλιού, της φλογέρας, των µεγάλων και των µικρών κουδουνιών των τράγων και των ταύρων. Υπάρχουν όλα, ο θίασος των µυηµένων στα µυστήρια του δρώµενου, η ανάσταση, ο ενθουσιασµός, η έκσταση, η µέθη, οι ερωτικών προεκτάσεων αιχµές, το γεύµα µε αχνιστή φασολάδα, οι µάσκες µε κέρατα τράγων.
Πηγαίνοντας, Καθαρά Δευτέρα, από τον κόλπο του Ναβαρίνου για τη Νέδουσα, σκέφτεσαι ότι πραγµατικά η διαδροµή είναι από τα πιο θελκτικά συστατικά του ταξιδιού. Η ατέρµονη γραµµή της ασφάλτου από το Σουληνάρι προς την Καζάρµα είναι από τα πιο δυνατά τοπία, πλαισιωµένο από τα γήινα κόκκινα του χειµώνα. Κι όµως, πιο πέρα, στη διαδροµή από Βελίκα προς Μεσσήνη, η αναγεννητική άνοιξη έχει κάνει ήδη την εµφάνισή της στους πάγκους µπροστά στα τοπία του ελαιώνα, που προσφέρουν οβριές και σπαράγγια. Και µετά την Καλαµάτα, η πορεία δίπλα στον ποταµό Νέδοντα και µετά οι κορδέλες που ανεβαίνουν στον Ταΰγετο προς Σπάρτη, και µετά η διακλάδωση ανάµεσα στις «σκάλες» µε τις εικαστικές ελιές, και µετά τα πέτρινα διώροφα σπίτια της Νέδουσας (14 χλµ. από την Καλαµάτα) µε τη µικρή πλατεία της εκκλησιάς, την κεντρική σκηνή του δρώµενου.
Στα µικρά καφενεία της πλατείας συγχρωτίζονται πολύ στενά οι άνθρωποι που έχουν µουντζουρωµένα τα πρόσωπά τους και στο κεφάλι τους στεφάνια από κισσό, το ιερό φυτό του Διόνυσου. Οι µυηµένοι, µουντζουρωµένοι και µεταµφιεσµένοι, περιφέρονται στα σπίτια της Νέδουσας – ακούγεται στην πέρα γειτονιά η µουσική του νταουλιού και της φλογέρας – και η φασολάδα κοχλάζει στα µεγάλα καζάνια στην ξύλινη καλύβα κοντά στην πλατεία. Οταν η εξαιρετική νοστιµιά της αρχίσει να ακουµπά τον ουρανίσκο του κοινού του δρώµενου µαζί µε λαγάνα και κρασί, συγκλίνει στην πλατεία και η παρέα των µυηµένων και πιάνεται στον χορό. Κάποια στιγµή αποχωρούν διακριτικά και χάνονται στα στενά σοκάκια του χωριού. Σε µια απόµερη αποθήκη φορούν τις ποιµενικές κάπες από τραγόµαλλο, τις µάσκες µε τα µεγάλα κέρατα και τα κουδούνια στη µέση τους. Αυτούς τους ατίθασους τράγους έχει δεµένους µε σκοινί ο βοσκός και κάπου κάπου χτυπά τα κέρατά τους µε το µπαστούνι του. Και η παρέλαση από την πλατεία των στιγµιότυπων της ζωής µιας αγροτικής κοινότητας αρχίζει. Οργωµα µε ξύλινο αλέτρι, «υποζύγια» δεµένα στον πραγµατικό ζυγό, γεωργό και σπορέα. Γάµος, µε πολύ διαχυτικό ζευγάρι ανδρών φυσικά και «παπάδες» που πίνουν φανερά τσίπουρο και πιάνουν τον χορό µαζί µε τους επισκέπτες και τους «νεόνυµφους». Κηδεία µε τον «νεκρό» µέσα στο φέρετρο σκεπασµένο µε κλαδιά δάφνης, που κάποια στιγµή ανασταίνεται και πιάνει τον χορό.
Φεύγοντας, αρχίζει η αντίστροφη διαδοχή των τοπίων, αλλά η µατιά σου είναι πλέον διαφορετική και πιο φορτισµένη. Σκέφτεσαι πόσο δίκιο είχε ο καθηγητής Μιχάλης Μερακλής που εξίσωσε την «ανακάλυψη» του καρναβαλιού της Νέδουσας, µόλις το 1995, µε σπουδαίο αρχαιολογικό κοίτασµα, που πλουτίζει τον νου και την ψυχή µας.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015
Διόνυσος και χριστιανισμός. Διόνυσος και χριστιανισμός Ο Μ. Α. Τιβέριος επισημαίνει ορισμένα κοινά σημεία ανάμεσα στη χριστιανική θρησκεία στα πρώτα της βήματα και στον Βάκχο με αφορμή τα «Διονύσια κατ» αγρούς», αγροτική γιορτή των αρχαίων αφιερωμένη στον μεγάλο θεό του κρασιού, η οποία γινόταν περίπου τέτοια εποχή Μ. Α. ΤΙΒΕΡΙΟΣ Χωρίς αμφιβολία τις χρονιάρες αυτές ημέρες το κρασί έχει την τιμητική του. Δεν γνωρίζω συγκεκριμένους.
Xωρίς αμφιβολία τις χρονιάρες αυτές ημέρες το κρασί έχει την τιμητική του. Δεν γνωρίζω συγκεκριμένους αριθμούς, αλλά είμαι βέβαιος ότι στη διάρκεια των εορταστικών αυτών ημερών καταναλώνονται μεγάλες ποσότητες κρασιού που ευφραίνουν τις… ψυχές των συνδαιτυμόνων. Ετσι με αφορμή το ένθεο αυτό ποτό, που κεραυνοβολεί το μυαλό και τις καρδιές των ανθρώπων και σαν φάρμακο απαλύνει τους πόνους τους, θα ασχοληθώ με τον Διόνυσο, τον θεό, που σύμφωνα με τους αρχαίους χάρισε στους θνητούς το εξαίσιο αυτό δώρο. Και επειδή πριν από λίγες ημέρες γιορτάσαμε τη γέννηση του δικού τους θεού, βρίσκω την ευκαιρία να επισημάνω και ορισμένα κοινά σημεία ανάμεσα στον Διόνυσο και στη χριστιανική θρησκεία στα πρώτα της βήματα.
Κατ’ αρχάς υπενθυμίζω ότι και στην αρχαία Αθήνα τις ημέρες αυτές, στα τέλη του μηνός Ποσειδεώνος αντιστοιχεί περίπου με το χρονικό διάστημα από τα μέσα Δεκεμβρίου ως τα μέσα Ιανουαρίου , είχαν μια γιορτή που σχετίζεται με το κρασί. Πιο συγκεκριμένα γιόρταζαν τα «Διονύσια κατ’ αγρούς», μια καθαρά αγροτική γιορτή αφιερωμένη στον μεγάλο θεό του κρασιού, με κύριο δρώμενο μια πομπή κατά την οποία περιφέρονταν μια στάμνα με κρασί, ένας τράγος που προοριζόταν για θυσία, ένα καλάθι με σύκα και «επί πάσιν» ο φαλλός, το σύμβολο της γονιμότητας.
Ολο και πληθαίνουν οι ενδείξεις που ενισχύουν την άποψη όσων πιστεύουν ότι ο Διόνυσος δεν ήταν μια ξενόφερτη θεότητα στον ελληνικό χώρο. Η ανάγνωση του ονόματός του σε δύο μυκηναϊκές πινακίδες από την Πύλο του 13ου αι. π.Χ. στη μία μάλιστα φαίνεται να συνδέεται και με κρασί , όπως και σε μία άλλη από τα Χανιά που χρονολογείται στον 14ο αι. π.Χ., σε συνδυασμό και με ορισμένα άλλα στοιχεία, δυναμώνει τη θέση αυτών που πρεσβεύουν ότι η διονυσιακή λατρεία είναι αυτόχθονη. Σε αυτό συνηγορούν και άλλοι λόγοι. Ανασκαφικά ευρήματα βεβαιώνουν ότι ήδη την τέταρτη χιλιετία π.Χ. σταφύλια από αυτοφυή αμπέλια χρησίμευαν στον ελληνικό χώρο ως τροφή, ενώ από την τρίτη χιλιετία πρέπει να έχουμε τα πρώτα καλλιεργημένα αμπέλια, όπως και την παραγωγή για πρώτη φορά κρασιού. Ο Διόνυσος μαζί με τη Δήμητρα ήταν σύμφωνα με τους αρχαίους οι μεγαλύτεροι ευεργέτες του ανθρώπινου γένους. Ηταν αυτοί που έκαναν τους πληθυσμούς να σταματήσουν τις διαρκείς μετακινήσεις και να ζήσουν σε μόνιμες εγκαταστάσεις, οδηγώντας τους έτσι στη δημιουργία ενός πολιτισμένου τρόπου ζωής.
Πολύ χαρακτηριστικά είναι τα όσα μας λέει ο Ευριπίδης στις «Βάκχες» του (274-285): «… στον κόσμο την πρώτη πρώτη θέση δυο την έχουν· μια η Δήμητρα η θεά, που αν θέλεις πες την και γη, γιατί είναι η γη· τη στέρεη δίνει αυτή τροφή· και ο άλλος, της Σεμέλης ο γιος, που αργότερα ήρθε, στους ανθρώπους έδωσε το πιοτό του σταφυλιού, αντίστοιχο του πρώτου· αυτό σκορπάει τη λύπη των ταλαίπωρων θνητών, σα γεμιστούν χυμό αμπελιού, και δίνει τον ύπνο, λησμοσύνη των βασάνων της κάθε μέρας, κι άλλο για τις πίκρες γιατρικό δεν υπάρχει· αυτός στους άλλους θεούς σπονδή προσφέρνεται, κι ας είναι κι ο ίδιος θεός· με τη βοήθειά του έτσι οι άνθρωποι όλα τ’ αγαθά αποχτούνε» (μετάφραση Θ. Σταύρου).
Ολοι γνωρίζουν ότι το κρασί μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται ελεύθερος και απαλλαγμένος από φόβο, να μη φοβάται την αλήθεια, ότι του προκαλεί τέρψη και ευφορία, του διαγείρει νου και σώμα, του φέρνει γλυκό ύπνο και παρηγοριά, αλλά συγχρόνως ότι μπορεί και να τον κρατά σε υπερδιέγερση, να τον οδηγεί σε κατάσταση αλλοφροσύνης ή να του προκαλεί κλάμα, να τον κάνει να οδύρεται, να τον ωθεί στην ακολασία και σε βίαιες πράξεις. Ετσι το κρασί καθρεπτίζει, καλύτερα από καθετί, την ουσία της ίδιας μας της ζωής, που είναι συγχρόνως ελκυστική αλλά και απάνθρωπη. Οπως στο κρασί έτσι και σ’ αυτήν συνυπάρχουν ηδονή και πόνος, χαρά και θλίψη, όνειρο και πραγματικότητα, δημιουργία και καταστροφή, έλλογο και παράλογο.
Εχοντας όλα αυτά υπόψη και συγχρόνως το δέος που αισθάνονταν τότε οι πιστοί, καθώς έβλεπαν τον μυστηριώδη και ανεξήγητο τρόπο με τον οποίο ο μούστος μετατρεπόταν σε κρασί, κατανοούμε καλύτερα και το γιατί η νέα θρησκεία του Ναζωραίου θέλησε να οικειοποιηθεί τόσο το θείο αυτό δώρο του Διονύσου όσο και ένα από τα βασικά σύμβολά του, την κληματαριά. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τις αντιδράσεις των οπαδών της παλαιάς θρησκείας, που κατηγορούσαν τους χριστιανούς ότι τους υφαρπάζουν τα ιερά και τα όσιά τους. «Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή» διακηρύσσει ο ιδρυτής του χριστιανισμού, ενώ το πρώτο θαύμα που κάνει είναι η μετατροπή του νερού σε κρασί στον «εν Κανά» γάμο.
Οπως σημειώνει ο Π. Λεκατσάς, «μέσα από τη μυστηριοποίηση της Μεταληπτικής Κοινωνίας που ταυτίζει το αίμα του Ιησού («τούτο εστί το αίμα μου») με το αίμα της σταφυλής, τα σύμβολα του Κλημάτου και του Κρασιού κυριεύουν τη νέα θρησκεία». Ετσι η κληματαριά, ως σύμβολο της ζωής και της αθανασίας, βρίσκει σημαντικότατη απήχηση και ανάμεσα στους χριστιανούς, όπως πολύ καλά μπορούμε να δούμε στα ψηφιδωτά δάπεδα των εκκλησιών, στη διακόσμηση των κατακομβών, σε χριστιανικές μαρμάρινες σαρκοφάγους. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αναφερόμενος στον Ιησού λέει πολύ χαρακτηριστικά ότι είναι «ο μέγας βότρυς, ο Λόγος, ο υπέρ ημών θλιβείς». Αλλά το γεγονός ότι ο χριστιανισμός υιοθέτησε τα σύμβολα αυτά της παλαιάς θρησκείας είχε αποτέλεσμα να μην μπορέσει να απαλλαγεί εύκολα από τον Διόνυσο, παρ’ όλο που από πολύ νωρίς τον ενέταξε στους μεγαλύτερους πολέμιους του Ιησού. Πατέρες της Εκκλησίας και άλλοι χριστιανοί συγγραφείς αγανακτούν καθώς βλέπουν χριστιανούς μέσα στις εκκλησίες «ξεφρενιάζοντας και βακχεύοντας ωσάν τους εθνικούς πιστούς του Διονύσου» και άλλους να ιερουργούν την «αποκάλυψη του Φαλλού», ένα σύνηθες δρώμενο των διονυσιακών μυστηρίων. Αλλωστε ο Βάκχος επιζεί ακόμη και στις ημέρες μας μέσω των αποκριάτικων εθίμων και των καρναβαλικών παρελάσεων, παρά τις αντιδράσεις της επίσημης Εκκλησίας.
Οτι ο Διόνυσος είχε απήχηση ανάμεσα στους πιστούς του Ναζωραίου ακόμη και στα τέλη του 7ου αι. φαίνεται πολύ καλά και από τις αποφάσεις που πάρθηκαν στη διάρκεια των εργασιών της Εκτης Οικουμενικής Συνόδου. Σύμφωνα με αυτές απαγορευόταν στους πιστούς να χρησιμοποιούν διονυσιακά προσωπεία («αλλά μήτε προσωπεία κωμικά ή σατυρικά ή τραγικά υποδύεσθαι»), να επικαλούνται το όνομα του Διονύσου όταν πατούσαν στα πατητήρια τα σταφύλια («μηδέ το του βδελυκτού Διονύσου όνομα την σταφυλήν αποθλίβοντας επιβοάν»), να κρατούν στοιχεία του βακχικού ιεροτυπικού όταν γεμίζουν με το νέο κρασί τα πιθάρια («μηδέ τον οίνον εν τοις πίθοις επιχέοντας τα της δαιμονιώδους πλάνης ενεργούντας γέλωτα επικινείν»). Αν δεν υπήρχε πρόβλημα, η ηγεσία της Εκκλησίας ασφαλώς δεν θα προχωρούσε σε τέτοιες αποφάσεις.
Ο Διόνυσος ήταν η τελευταία μεγάλη παγανιστική θεότητα στην Υστερη Αρχαιότητα, μια θεότητα με παγκόσμια εμβέλεια. Η κυρίαρχη παρουσία του «νου» του κόσμου τον αποκαλεί ένας αρχαίος συγγραφέας μας κάνει να μιλάμε για έναν ειδωλολατρικό μονοθεϊσμό, που πιθανότατα διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση και του χριστιανικού μονοθεϊσμού. Είναι γνωστό ότι σε εκείνους τους χρόνους δεν έχουμε μόνο δανεισμό παγανιστικών στοιχείων από τους χριστιανούς αλλά και το αντίστροφο. Οπωσδήποτε την εποχή αυτή θα υπήρχαν άτομα, τόσο από την πλευρά των εθνικών όσο και από την πλευρά των χριστιανών, που δεν θα έβλεπαν μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον Χριστό και στον Διόνυσο. Εχοντας όλα αυτά υπόψη κατανοούμε καλύτερα πώς συμβαίνει ο Νόννος από την Πανόπολη της Αιγύπτου να συγγράφει τον 5ο αι. τα «Διονυσιακά» του, ένα ογκώδες έπος περίπου 25.000 δακτυλικών εξαμέτρων, αφιερωμένο στον Διόνυσο και ο ίδιος να παραφράζει, πάλι σε δακτυλικούς εξαμέτρους, το «Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον». Και επιπλέον είναι γνωστό ότι ακόμη και κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανικού Βυζαντίου υπήρξαν χριστιανοί που έτρεφαν ιδιαίτερη εκτίμηση στις παγανιστικές παραδόσεις, παρ’ όλο που καθημερινά τα είδωλα της παλαιάς θρησκείας γκρεμίζονταν από τα βάθρα τους και η απραξία των αρχαίων θεών επιβεβαίωνε την ήττα τους από τον Ναζωραίο.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Χριστούγεννα σήμερα και σκέφτηκα να προσεγγίσω την ύστερη αρχαιότητα, την περίοδο κατά την οποία συνεχείς και ραγδαίες αλλαγές στις δομές της ρωμαϊκής πολιτείας και κοινωνίας προανάγγελλαν τη μετάβαση σε μια νέα εποχή. Οι παλιοί θεοί αγωνίζονταν να κρατήσουν τα κεκτημένα τους, ενώ νέες θρησκείες, ανάμεσά τους και ο χριστιανισμός, επιχειρούσαν να τους εξοβελίσουν μια και η πίστη στο πατροπαράδοτο θρήσκευμα είχε από καιρό κλονιστεί βαθιά και είχε χάσει σε μεγάλο βαθμό την παλιά της αίγλη. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να κάνουμε στις λεγόμενες μυστηριακές θρησκείες, ανατολικής κυρίως προέλευσης, που είχαν μια αισθητή παρουσία την εποχή αυτή. Υπόσχονταν στους πιστούς τους συμμετοχή στην αποκάλυψη της αλήθειας και τη ριζική μεταμόρφωσή τους, που θα οδηγούσε στη σωτηρία τους μέσω της διαδικασίας της μύησής τους σ’ ένα μυστήριο. H μύηση αυτή θα τους επέτρεπε να προσεγγίσουν το θείο και μέσω αυτού να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους.
Τα σπουδαιότερα μυστήρια ήταν αυτά της Ισιδας, της Μεγάλης Μητέρας, του Μίθρα και του Διονύσου. Τα τελευταία ήταν πιθανόν τα πιο σημαντικά και οπωσδήποτε τα πιο ανθεκτικά στο χρόνο αν κρίνουμε από την πολεμική που άσκησαν εναντίον τους και για πολλούς αιώνες οι πατέρες της Εκκλησίας. Αλλωστε η λατρεία του Διονύσου είχε διαδοθεί και στα πιο απομακρυσμένα σημεία της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τον 5ο αι. μ.X., ο Νόννος ο Πανοπολίτης, ένας συγγραφέας που γνώριζε καλά και τον χριστιανισμό, αφού παράφρασε το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο παρουσιάζει τον Διόνυσο να διασχίζει τη Φρυγία, Κιλικία, Φοινίκη, να φτάνει ως τις Ινδίες, να συνομιλεί ισότιμα με τους θεούς των περιοχών αυτών, να κατατροπώνει τους εχθρούς του, να φέρνει τη σωτηρία στους απόκληρους και βασανισμένους της γης. Στην ύστερη αρχαιότητα ο θεός αυτός είχε αποκτήσει έναν προφανώς λυτρωτικό ρόλο, στη διαμόρφωση του οποίου κάποια συμμετοχή πρέπει να είχε και ο χριστιανισμός, που ήταν τελικά ο μεγάλος νικητής. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι οπαδοί του Διονύσου ισχυρίζονταν ότι ο θεός τους «έχυνε δάκρυα, για να βάλει τέλος στα βάσανα των θνητών», ενώ είναι γνωστό ότι οι θεοί του Δωδεκάθεου, ακόμη και στις εποχές της παντοδυναμίας τους, δεν νοιάζονταν και πολύ για τα βάσανα των ανθρώπων. Γίνεται συνήθως λόγος για δάνεια του χριστιανισμού από τις παλιές παγανιστικές θρησκείες, πρέπει όμως να υπήρχαν και αμφίδρομα φαινόμενα, αφού ειδωλολατρικές θρησκείες επηρεάζονταν επίσης από το σύγχρονό τους χριστιανικό περιβάλλον. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι τέτοιες επιδράσεις διαπιστώνονται και στην τέχνη, όπως μπορούμε να δούμε π.χ. σ’ ένα ψηφιδωτό με το οποίο, γύρω στο 325-250 μ.X., ένας ευκατάστατος ειδωλολάτρης στην Πάφο επέλεξε να διακοσμήσει το δάπεδο της κατοικίας του. Απεικονίζεται ο Διόνυσος, ως θείο βρέφος, με φωτοστέφανο στην κεφαλή του, στα γόνατα του καθήμενου Ερμή, παρουσία, μεταξύ άλλων, και της Θεογονίας, της προσωποποίησης της γέννησης του θεού. H όλη σκηνή θυμίζει εξαιρετικά παραστάσεις που εικονίζουν τη γέννηση του Χριστού.
Εχει από παλιά παρατηρηθεί ότι η διονυσιακή λατρεία παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με τον χριστιανισμό. H θεϊκή π.χ. καταγωγή του Διονύσου, όπως και του Χριστού, είχε αρχικά αμφισβητηθεί από πολλούς, έτσι ο γιος του Δία έκανε και αυτός θαύματα για να πείσει, ενώ πολλοί ήταν και εκείνοι που τον καταδίωξαν απηνώς, όπως και τους οπαδούς του. Σύμφωνα με μια ορφική παράδοση ο ίδιος ο Δίας όρισε τον γιο του βασιλέα όλων των θεών του κόσμου, ενώ είναι γνωστό ότι ο Διόνυσος συχνά ενσάρκωνε και άλλους θεούς, όπως τον Ηλιο και τον Απόλλωνα. «Ο κόσμος είναι ο Δίας και ο Διόνυσος ο νους του κόσμου (Διός νους)». Στη διαμόρφωση τέτοιων παγανιστικών μονοθεϊστικών αντιλήψεων την εποχή αυτή, είναι αδύνατον να μην είχε συμμετοχή ο χριστιανισμός. Αλλά ο Διόνυσος ήταν και μια πάσχουσα όσο και ακατάλυτη θεότητα. «Γιος του υπέρτατου θεού και μιας θνητής, θανατώνεται από θεοκτόνους αλλά ανασταίνεται θριαμβικά».
Με τέτοια δεδομένα η σύγκρουση ανάμεσα στους οπαδούς του Χριστού και σ’ αυτούς του Διονύσου ήταν αναπόφευκτη. Οι χριστιανοί δεν δίστασαν να υιοθετήσουν διονυσιακά σύμβολα με πρώτο το κλήμα. «Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή» διακήρυξε ο ιδρυτής της νέας θρησκείας, για τον οποίο ο πολυμαθής θιασώτης του χριστιανισμού Κλήμης ο Αλεξανδρεύς είπε χαρακτηριστικά ότι είναι «ο μέγας βότρυς, ο Λόγος, ο υπέρ ημών θλιβείς». Ετσι οι απεικονίσεις του κλήματος είναι πολύ συχνές σε τοιχογραφίες κατακομβών, σε ψηφιδωτές παραστάσεις εκκλησιών κ.α. Πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι ο χριστιανισμός, αν και οικειοποιήθηκε τα σύμβολα του Διονύσου, τον οποίο και ονομάτισε ως τον μεγαλύτερο εχθρό του, δεν μπόρεσε να απαλλαγεί εύκολα από αυτόν και ας είχε την πλήρη στήριξη της κρατικής εξουσίας. Ακόμη και στα τέλη του 7ου αι. μ.X., η Στ´ Οικουμενική Σύνοδος ασχολείται μαζί του και απαγορεύει ρητά στους χριστιανούς να τον επικαλούνται, να χρησιμοποιούν διονυσιακά προσωπεία και να παριστούν διονυσιακά δρώμενα!
Ο κ. Μιχάλης A. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/xristianismos-kai-dionysiaki-latreia/
https://www.tovima.gr/2015/02/17/vimagazino/o-dionysos-zei-sti-nedoysa/
(2) ΤΡΟΙΑ Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ.
httofis66.blogspot.com/2017/05/bogpost_9.html
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ: Ἑλένης ἐγκώμιον (10) – Η Πύλη για την ελληνική …
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ: Πανηγυρικός (4) – Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα
* Ο ΕΥΡΥΣΘΕΑΣ ΗΤΑΝ ΕΓΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΑ. Εκαταίος μεν ουν ο Μιλήσιος περί της Πελοποννήσου φησίν, διότι προ των Ελλήνων ώοκησαν αυτήν βάρβαροι. Σχεδόν δε τι και η σύμπασα Ελλάς κατοικία βαρβάρων υπήρξε το παλαιόν, απ’ αυτών λογιζομένοις των μνημονευομένων. Πέλοπος μεν της Φρυγίας επαγαγομένου λαόν εις την απ’ αυτού κληθείσαν Πελοπόννησον, Δαναού δε εξ Αιγύπτου, Δρυόπων τε και Καυκώνων και Πελασγών και Λελέγων και άλλων τοιούτων κατανειμαμένων τα εντός Ισθμού και τα εκτός δε. Την μεν γαρ Αττικήν οι μετά Ευμόλπου Θραίκες έσχον, της δε Φωκίδος την Δαυλίδα Τηρεύς, την δε Καδμεία οι μετά Κάδμου Φοίνικες, αυτήν δε την Βοιωτίαν Άονες και Τέμμικες και Ύαντες· ως δε Πίνδαρος φησίν, Ην ότε σύας Βοιώτιον έθνος ένεπον. Και από των ονομάτων δε ενίων το βάρβαρον εμφαίνεται· Κέκροψ και Κόδρος και Άικλος και Κόθος και Δρύμας και Κρίνακος. Οι δε Θραικες και Ιλλυριοί και Ηπειρώται και μέχρι νυν εν πλευραίς εισίν· έτι μέντοι μάλλον πρότερον η νυν, όπου γε και της εν τωι παρόντι Ελλάδος αναντιλέκτως ούσης την πολλήν οι βάρβαροι έχουσι, Μακεδονίαν μεν Θραικες και τινά μέρη της Θετταλίας, Ακαρνανίας δε και Αιτωλίας άνω Θεσπρωτοί και Κασσωπαίοι και Αμφιλόχιοι και Μολοττοί και Αθάμανες, Ηπειρωτικά έθνη («Γεωγραφικά», βιβλίο Ζ΄, 1). Τὸ δὲ Ἑλληνικὸν γλώσσῃ μέν, ἐπείτε ἐγένετο, αἰεί κοτε τῇ αὐτῇ διαχρᾶται, ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι· ἀποσχισθὲν μέντοι ἀπὸ τοῦ Πελασγικοῦ ἐὸν ἀσθενές, ἀπὸ σμικροῦ τεο τὴν ἀρχὴν ὁρμώμενον αὔξηται ἐς πλῆθος τῶν ἐθνέων, Πελασγῶν μάλιστα προσκεχωρηκότων αὐτῷ καὶ ἄλλων ἐθνέων βαρβάρων συχνῶν. πρὸς δὴ ὦν ἔμοιγε δοκέει οὐδέ τὸ Πελασγικὸν ἔθνος, ἐὸν βάρβαρον, οὐδαμὰ μεγάλως αὐξηθῆναι.
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ.
[67] Όσα έχω παραλείψει είναι πολύ περισσότερα από αυτά που έχω πει. Εκτός από τις τέχνες, τις φιλοσοφικές σπουδές και όλες τις άλλες ωφέλειες που θα μπορούσε κανείς να αποδώσει σ᾽ εκείνη και στον Τρωικό πόλεμο, θα μπορούσαμε επίσης δίκαια να θεωρήσουμε ότι η Ελένη ήταν η αιτία που δεν γίναμε δούλοι των βαρβάρων. Θα διαπιστώσουμε ότι χάρη σ᾽ αυτήν είναι μονοιασμένοι οι Έλληνες και έκαναν από κοινού εκστρατεία εναντίον των βαρβάρων, και τότε για πρώτη φορά έστησε η Ευρώπη τρόπαιο νίκης επί της Ασίας. [68] Εξαιτίας αυτών πετύχαμε πολύ μεγάλη αλλαγή των πραγμάτων. Έτσι, ενώ πιο μπροστά οι βάρβαροι που ζούσαν δυστυχισμένοι στα μέρη τους είχαν την αξίωση να εξουσιάζουν τις ελληνικές πόλεις —για παράδειγμα, ο Δαναός έφυγε από την Αίγυπτο και κατέλαβε το Άργος, ο Κάδμος από τη Σιδώνα έγινε βασιλιάς της Θήβας, οι Κάρες είχαν εγκατασταθεί στα νησιά, και ο Πέλοπας, ο γιος του Ταντάλου, έγινε κύριος όλης της Πελοποννήσου— μετά τον πόλεμο εκείνο όμως η φυλή μας έλαβε τόσο μεγάλη πρόοδο, ώστε να αφαιρέσει από τους βαρβάρους και πόλεις μεγάλες και πολλά εδάφη. [69] Εάν λοιπόν θελήσουν κάποιοι ρήτορες να επεξεργαστούν αυτά και να τα αναπτύξουν, δεν θα τους λείψουν οι αφορμές από όπου ξεκινώντας θα μπορέσουν να εγκωμιάσουν την Ελένη, πέραν των όσων έχουν λεχθεί· αντίθετα, θα βρουν πολλά νέα επιχειρήματα να αναφέρουν γι᾽ αυτήν.
Η ελευθερία πίστεως είναι Θεόδοτη. Συνεπώς έχει το δικαίωμα ο κάθε άνθρωπος να πιστεύει όπου επιθυμεί, σε όποια θρησκεία τον εκφράζει. Εν τούτοις κανείς δεν έχει το δικαίωμα, να πλαστογραφεί και να παραποιεί την ιστορία, στα πλαίσια ενός ιδιότυπου θρησκευτικού φανατισμού.
«Την παλιά εποχή ξέσπασε λοιμώδης ασθένεια στην Αίγυπτο και οι ντόπιοι την απέδωσαν στους ασεβείς αλλόφυλους. Προ αυτού μερικοί από αυτούς συσπειρώθηκαν και ήρθαν στην Ελλάδα. Αρχηγοί τους ήσαν ο Κάδμος και ο Δαναός. Οι υπόλοιποι πήγαν στην Ιουδαία, που τότε ήταν ακατοίκητη, και των οποίων επικεφαλής ήταν ο επονομαζόμενος Μωυσής, ένας άνδρας με φρόνηση και ανδρεία». (Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλος Μ, Απόσπασμα 3) «Λένε επίσης οι Αιγύπτιοι πως και οι άποικοι που έφυγαν μαζί με το Δαναό από την Αίγυπτο εγκαταστάθηκαν στην αρχαιότερη σχεδόν ελληνική πόλη, στο Άργος και πως οι λαοί των Κόλχων στον Πόντο και την Ιουδαίων μεταξύ Αραβίας και Συρίας ιδρύθηκαν ως αποικίες από ανθρώπους που έφυγαν από εκεί….. ο Κάδμος ήταν από τις Θήβες της Αιγύπτου και μαζί με τα άλλα παιδιά γέννησε και τη Σεμέλη. Στα κατοπινά χρόνια, ο Ορφέας, που απόκτησε μεγάλη φήμη ανάμεσα στους Έλληνες για τη μουσική, τις τελετές και τα θεολογικά ζητήματα, φιλοξενήθηκε από τους απογόνους του Κάδμου και δέχτηκε εξαιρετικές τιμές στις Θήβες». (Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλος 1, 23-24 και 28-29)
(2) Τόσο λοιπόν ηρωική κι ελευθερόψυχη και τόσο γερή στο φρόνημα και ρωμαλέα στην ψυχή είναι η πολιτεία μας και τόσο στην ουσία της [245d] μισοβάρβαρη, γιατ᾽ είμαστε πραγματικά και ειλικρινά γνήσιοι Έλληνες και δεν έρρευσε ποτέ στις φλέβες μας βαρβαρικό αίμα. Κι όλα αυτά γιατί στ᾽ αληθινά δε συγκατοικούνε και δε ζούνε μαζί μ᾽ εμάς στη χώρα μας ούτε Πέλοπες ούτε Κάδμοι ούτε Αίγυπτοι ούτε Δαναοί κι ούτε άλλοι πολλοί λογής λογής βάρβαροι στη φύση κι Έλληνες μονάχα με το νόμο, αλλά γνήσιοι Έλληνες κι όχι βαρβαρόσποροι, κατοικούμε αιώνες απάνω στη γη αυτή κι έχουμε γι᾽ αυτό το λόγο φυσικά έμφυτο κι αιώνιο βαθιά μέσα μας ριζωμένο το μίσος εναντίον των βαρβάρων. Αλλά και πάλι εβρεθήκαμε και σε τούτη την περίσταση πολιτικά απομονωμένοι, [245e] γιατί δεν εστέρξαμε να διαπράξουμε αισχρό και ανόσιο έργο παραδίνοντας Έλληνες στους βαρβάρους. Έτσι όμως εφτάσαμε σε μια πολιτική κατάσταση όμοια σαν κι εκείνη που υπήρξε η αίτια να νικηθούμε άλλοτε, αλλά με τη βοήθεια των θεών κατορθώσαμε τούτη τη φορά να τελειώσουμε τον πόλεμο με καλύτερους όρους παρά την εποχή εκείνη, γιατί εγλιτώσαμε από τον πόλεμο έχοντας στο τέλος και το στόλο μας και τα τείχη μας και τις αποικίες μας· το ίδιο άλλωστε και οι εχθροί μας με χαρά και προθυμία εδέχτηκαν να πάψει ο πόλεμος αναμεταξύ μας. Ωστόσο εχάσαμε και στον πόλεμο αυτό γενναίους και ηρωικούς άντρες, κι εκείνους που εβρήκανε το θάνατο στη μάχη της Κορίνθου από τις φυσικές αναποδιές και κακοτοπιές της γης όπου έγινε η μάχη και τους άλλους που έπεσαν στο Λέχαιο [246a] θύματα προδοσίας· ηρωικά επίσης επολέμησαν κι όσοι ελευτερώσανε το βασιλιά της Περσίας και ξεκαθαρίσανε όλες τις θάλασσες από τους Λακεδαιμονίους. Τους άντρες τούτους ξαναφέρνω εγώ τώρα στη μνήμη σας και χρέος έχετε να εγκωμιάζετε μαζί μ᾽ έμενα και να τιμάτε τέτοιους ήρωες.
ΟΙ ΕΙΣΒΟΛΕΙΣ ΙΟΥΔΑΙΟΙ-ΦΟΙΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΟΥΝ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Διαβάζοντας τους αρχαίους συγγραφείς Εκαταίο Μιλήσιο (Στράβων 7, 321), Θουκυδίδη (Α, 3 – 9), Ηρόδοτο (Ιστορία Α 54 - 58), Ισοκράτη (Παναθηναϊκός, Ελένης εγκώμιον 68 – 69, Πανηγυρικός κ.α.), Διόδωρο (1, 23-24 και 28-29, Μ, Απόσπασμα 3),και τον Μέγα Αριστοκλή, τον Ύπατο των φιλοσόφων (Μενέξενος, 245c-d), διαπιστώνουμε ότι πριν από τους Τρωικούς πολέμους και συγκεκριμένα το 1500 π.Χ. ξεσπούν στην Αίγυπτο λοιμώδης ασθένειες (οι 7 πληγές, σύμφωνα με την Αγία Γραφή) και οι ντόπιοι τις αποδίδουν στους ασεβείς αλλόφυλους. Για να αποφύγουν την οργή των ντόπιων οι μετανάστες που ζούσαν στην Αίγυπτο συσπειρώνονται και φεύγουν σε άλλα μέρη. Ένα μέρος των Ισραηλιτών με αρχηγό τον Μωυσή κατευθύνονται δια ξηράς στην Ιουδαία.
Οι Δαναοί με πλοία και με αρχηγό το Δαναό μέσω Ρόδου πάνε στο Άργος της Πελοποννήσου. Όταν έφτασαν εκεί ήρθαν σε σύγκρουση με τους κατοίκους του Άργους, που ήσαν Αχαιοί στην γενιά. Ωστόσο επειδή ο βασιλιάς των Αργείων που ονομάζονταν Γελάνωρ δεν είχε γιο για διάδοχο και από την άλλη δεν είχε στρατιωτικές ικανότητες για να νικήσει , οι Αργείοι κάλεσαν τον Δαναό για συνθηκολόγηση και αφετέρου να γίνει κοινός βασιλιάς. Αυτός είναι και ο λόγος που μετά τα Τρωικά οι Αργείοι ονομάζονταν και Αχαιοί-Δαναοί και Αργείοι και από αυτούς κατ’ επέκτασιν και όλοι οι Έλληνες. Με αρχηγό τον Κάδμο οι Φοίνικες πέρασαν σε πολλά Ελληνικά νησιά στο Αιγαίο, καθώς και στην Βοιωτία της Ελλάδας όπου έκτισαν την Καδμεία ή Θήβα της Ελλάδας. Η πόλη αυτή ονομάστηκε Καδμεία από το όνομα του Κάδμου και Θήβα λόγω της πατρίδας του Κάδμου, τις Θήβες της Αιγύπτου.
Σύμφωνα με το Πάριο χρονικό κάτι που διαβεβαιώνουν οι μεγάλοι σοφοί Αριστοκλής-Πλάτωνας, Ηρόδοτος, Ισοκράτης, Θουκυδίδης και άλλοι, οι Δαναοί έφτασαν στην Πελοπόννησο το έτος 1511 π.Χ. και ο Κάδμος στην Βοιωτία το έτος 1519 π.Χ. Οι Δαναοί έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο (έγινε το έτος 1218 - 1209 π.Χ). Αντίθετα οι Καδμείοι ή Θηβαίοι δεν έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο και κατά τα Περσικά μήδισαν, επειδή ήσαν Φοινικικής-βαρβαρικής καταγωγής (Ηρόδοτος). (1)
Oι Αιγύπτιοι και οι άποικοι που έφυγαν μαζί με το Δαναό από την Αίγυπτο εγκαταστάθηκαν στην αρχαιότερη σχεδόν ελληνική πόλη, στο Άργος και πως οι λαοί των Κόλχων στον Πόντο και την Ιουδαίων μεταξύ Αραβίας και Συρίας ιδρύθηκαν ως αποικίες από ανθρώπους που έφυγαν από εκεί. Η οικογένεια των Περσειδών από το Άργος θεωρούσε γενάρχη της τον Δαναό, που ήλθε από την Ανατολή, και οἱ Θηβαίοι τιμούσαν ως γενάρχη τους τον Κάδμο γιο του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, που ήλθε στην Ελλάδα από την Παλαιστίνη, εγκαταστάθηκε στη Θήβα και συνέβαλε στη γένεση των λεγόμενων Σπαρτών από τα δόντια του δράκοντα. Σύμφωνα και με τον Ευριπίδη (Φοίνισσες 247), «κοινόν αίμα» ενώνει τους Θηβαίους με τους Φοίνικες.
Ο Κάδμος ήταν από τις Θήβες της Αιγύπτου και μαζί με τα άλλα παιδιά γέννησε και τη Σεμέλη. Στα κατοπινά χρόνια, ο Ορφέας, που απόκτησε μεγάλη φήμη ανάμεσα στους Έλληνες για την μουσική, τις τελετές και τα θεολογικά ζητήματα, φιλοξενήθηκε από τους απογόνους του Κάδμου και δέχτηκε εξαιρετικές τιμές στις Θήβες». (Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλος 1, 23-24 και 28-29) «Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος αναφέρει ότι η Πελοπόννησος πριν από τους Έλληνες την κατοίκησαν βάρβαροι. Εξάλλου, ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα κατοικία βαρβάρων υπήρξε, στους παλιούς καιρούς, έτσι λογάριαζαν όσοι μνημονεύουν αυτά τα πράγματα, γιατί ο Πέλοπας έφερε ένα λαό από τη Φρυγία στη χώρα που απ' αυτόν ονομάστηκε Πελοπόννησος, και ο Δαναός από την Αίγυπτο, κι οι Δρύοπες, οι Καύκωνες κι οι Πελασγοί κι οι Λέλεγες και άλλοι τέτοιοι λαοί μοίρασαν τους τόπους πάνω και κάτω από τον ισθμό.
Tην Αττική κατέλαβαν Θράκες προκαλώντας φοβερή γενοκτονία με τον θεουργό Εύμολπο, την Δαυλίδα της Φωκίδας ο Τηρεύς, την Καδμεία οι Φοίνικες που ήρθαν με τον Κάδμο, και την ίδια τη Βοιωτία κατέκτησαν οι Aονες, οι Τέμμικες και οι Ύαντες, ως και Πίνδαρος φησίν. Ην ότε υας Βοιωτιον ένεπον. Και από των ονομάτων δε ενίων το βάρβαρον εμφαίνεται, Κέκροψ, και Κόδρος, και Αίκλος, και Κόθος, και Δρύμας, και Κρίνακος.
Οι δε Θράκες, και Ιλλυριοί, και Ηπειρώται, και μέχρι νυν εν πλευραίς εισίν. ΄Τοισι μέντοι μάλλον πρότερον, ή νυν, όπου γε και της εν τω παρόντι Ελλάδος αναντιλέκτως ούσης..» (Στράβων 7, 321). Οι Φοίνικες σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Α -2) κατάγονταν από την Ερυθρά θάλασσα, πήγαν με αρχηγό τον Αγήνορα στην Φοινίκη της Ασίας, την χώρα απέναντι από την Κύπρο και όπου οι πόλεις Τύρος, Σιδών, εξ ου και η ονομασία Φοίνικες. Χαναάν σημαίνει «χώρα της πορφύρας, το όνομα δηλαδή προέρχεται από το ερυθρό χρώμα που εξάγεται από την επεξεργασία της πορφύρας.
(3) ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ.
Θαυμ άσας ο ὖν τὸ ἐ π ὶ π ᾶσι ῥηθὲν ὁ Σύμμαχος ‘ ἆρ'’ ἔφη ‘σ ὺ τὸν πατρι ώτην θε όν, ὦ Λαμπρ ία, ‘ε ὔιον ὀρσιγ ύναικα μαινομ έναις ἀνθέοντα τιμα ῖσι Δι όνυσον’ (Lyr. adesp. 131) ἐγγρ άφεις κα ὶ ὑποποιε ῖς το ῖς ῾Εβρα ίων ἀπορρ ήτοις; ἢ τ ῷ ὄντι λ όγος ἔστι τις ὁ το ῦτον ἐκε ίν ῳ τὸν α ὐ τὸν ἀποφα ίνων;’ ὁ δ ὲ Μοιραγ ένης ὑπολαβ ών ‘ἔα το ῦτον’ ε ἶπεν· ‘ἐ γ ὼ γ ὰρ ᾿Αθηνα ῖος ὢν ἀποκρ ίνομα ί σοι κα ὶ λ έγω μηδ έν' ἄλλον ε ἶναι· κα ὶ τὰ μ ὲ ν πολλ ὰ τ ῶν ε ἰς το ῦτο τεκμηρ ίων μ όνοις ἐστὶ ῥητὰ κα ὶ διδακτ ὰ το ῖς μυουμ ένοις παρ' ἡμ ῖν ε ἰς τὴν τριετηρικ ὴν παντέλειαν· ἃ δ ὲ λ ό γ ῳ διελθε ῖν ο ὐ κεκ ώλυται πρ ὸς φ ίλους ἄνδρας, ἄλλως τε κα ὶ παρ' ο ἶνον ἐ π ὶ το ῖς το ῦ θεο ῦ δ ώροις, ἂν ο ὗτοι κελε ύωσι, λ έγειν ἕτοιμος.’ Πάντων ο ὖν κελευ όντων κα ὶ δεομ ένων ‘πρ ῶτον μ έν’ ἔφη ‘τῆς μεγ ίστης κα ὶ τελειοτάτης ἑορτῆς παρ' α ὐτο ῖς ὁ καιρ ός ἐστιν κα ὶ ὁ τρ όπος Διον ύ σ ῳ προσ ήκων. τὴν γ ὰρ λεγομ ένην νηστε ίαν < ἄγοντες> ἀκμ άζοντι τρυγητ ῷ τρα - πέζας τε προτίθενται παντοδαπ ῆς ὀ π ώρας ὑ π ὸ σκηνα ῖς κα ὶ καλι άσιν ἐκ κλημ άτων μ άλιστα κα ὶ κιττο ῦ διαπεπλεγ - μ έναις· κα ὶ τὴν προτέραν τῆς ἑορτῆς σκην ὴν ὀνομ άζουσιν. ὀλ ίγαις δ' ὕστερον ἡμ έραις ἄλλην ἑορτήν, ο ὐκ † ἂν δι' α ἰνιγμ άτων ἀλλ' ἄντικρυς Β άκχου καλουμ ένην, τελο ῦ - σιν. ἔστι δ ὲ κα ὶ κραδηφορ ία τις ἑορτὴ κα ὶ θυρσοφορ ία παρ' α ὐτο ῖς, ἐν ᾗ θ ύρσους ἔχοντες ε ἰς τὸ ἱερ ὸν ε ἰ σίασιν· ε ἰσελ - θ όντες δ' ὅ τι δρ ῶσιν, ο ὐκ ἴσμεν, ε ἰκ ὸς δ ὲ βακχε ίαν ε ἶναι τὰ ποιο ύμενα· κα ὶ γ ὰρ σ άλπιγξι μικρα ῖς, ὥσπερ ᾿Αργε ῖοι το ῖς Διονυσίοις, ἀνακαλο ύμενοι τὸν θε ὸν χρ ῶνται, κα ὶ κιθαρ ίζοντες ἕτεροι προ ΐασιν, ο ὓς α ὐτο ὶ Λευ ίτας προσονομάζουσιν, εἴτε παρὰ τὸν Λύσιον εἴτε μᾶλλον παρὰ τὸν Εὔιον τῆς ἐπικλήσεως γεγενημένης. οἶμαι δὲ καὶ τὴν τῶν σαββ άτων ἑορτὴν μ ὴ παντάπασιν ἀπροσδι όνυσον ε ἶναι· Σάβους γ ὰρ κα ὶ ν ῦν ἔτι πολλο ὶ το ὺς Β άκχους καλο ῦσιν κα ὶ τα ύτην ἀφι ᾶσι τὴν φων ὴν ὅταν ὀργι άζωσι τ ῷ θε ῷ, <ο ὗ π ίστω>σιν ἔστι δ ήπου κα ὶ παρ ὰ Δημοσθ ένους (18, 260) λαβε ῖν κα ὶ παρ ὰ Μεν άνδρου (fr. 1060), κα ὶ ο ὐκ ἀ π ὸ <τρ ό>που τις ἂν φα ίη το ὔνομα πεποι ῆ σθαι πρ ός τινα σ όβησιν, ἣ κατέχει το ὺς βακχε ύοντας· | α ὐτο ὶ δ ὲ τ ῷ λ ό γ ῳ μαρτυρο ῦσιν, ὅταν σ άββατα τελ ῶσι, μ άλιστα μ ὲν π ίνειν κα ὶ ο ἰνο ῦσθαι παρακαλο ῦντες ἀλλ ήλους, ὅταν δ ὲ κωλύῃ τι με ῖζον, ἀπογε ύεσθα ί γε π άντως ἀκρ άτου νομ ίζοντες. κα ὶ τα ῦτα μ ὲν ε ἰκ ότα φ α ίη τις ἂν ε ἶναι· κατὰ κρ άτος <δ ὲ 2 τοὺς> ἐναντίους πρῶτον μὲν ὁ ἀρχιερεὺς ἐλέγχει, μιτρηφόρος τε προϊὼν ἐν ταῖς ἑορταῖς καὶ νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος, χιτῶνα δὲ ποδήρη φορῶν καὶ κοθόρνους, κώδωνες δὲ πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος, ὑποκομποῦντες ἐν τῷ βαδίζειν, ὡς καὶ παρ' ἡμῖν· ψόφοις δὲ χρῶνται περὶ τὰ νυκτέλια, καὶ χαλκοκρότους τὰς τοῦ θεοῦ τιθήνας προσαγορεύουσιν· καὶ ὁ δεικνύμενος ἐν τοῖς † ἐναντίοις τοῦ νεὼ θύρσος ἐντετυπωμένος καὶ τύμπανα· ταῦτα γὰρ οὐδενὶ δήπουθεν ἄλλῳ θεῶν ἢ Διονύσῳ προσῆκεν. ἔτι τοίνυν μέλι μὲν οὐ προσφέρουσι ταῖς ἱερουργίαις, ὅτι δοκεῖ φθείρειν τὸν οἶνον κεραννύμενον καὶ τοῦτ' ἦν σπονδὴ καὶ μέθυ, πρὶν ἄμπελον φανῆναι· καὶ μέχρι νῦν τῶν τε βαρβάρων οἱ μὴ ποιοῦντες οἶνον μελίτειον πίνουσιν, ὑποφαρμάσσοντες τὴν γλυκύτητα οἰνώδεσι ῥίζαις καὶ αὐστηραῖς, ῞Ελληνές τε νηφάλια ταὐτὰ καὶ μελίσπονδα θύουσιν, ὡς ἀντίθετον φύσιν μάλιστα τοῦ μέλιτος πρὸς τὸν οἶνον ἔχοντος. ὅτι δὲ τοῦτο νομίζουσι, κἀκεῖνο σημεῖον οὐ μικρόν ἐστι, τὸ πολλῶν τιμωριῶν οὐσῶν παρ' αὐτοῖς μίαν εἶναι μάλιστα διαβεβλημένην, τὴν οἴνου τοὺς κολαζομένους ἀπείργουσαν, ὅσον ἂν τάξῃ χρόνον ὁ κύριος τῆς κολάσεως· τοὺς δ' οὕτω κολα...
ΠΡΟΒΛΗΜΑ Ε.
Πότερον οἱ Ἰουδαῖοι σεβόμενοι τὴν ὗν ἢ δυσχεραίνοντες ἀπέχονται τῶν κρεῶν.
Ἐπεὶ δὲ ταῦτ´ ἐρρήθη, βουλομένων τινῶν ἀντικατατείνειν τὸν ἕτερον λόγον ἐκκρούων ὁ Καλλίστρατος ἔφη « πῶς ὑμῖν δοκεῖ λελέχθαι τὸ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι τὸ δικαιότατον κρέας οὐκ ἐσθίουσιν; » « ὑπερφυῶς » ἔφη ὁ Πολυκράτης, « ἐγὼ δὲ καὶ προσδιαπορῶ, πότερον οἱ ἄνδρες τιμῇ τινι τῶν ὑῶν ἢ μυσαττόμενοι τὸ ζῷον ἀπέχονται τῆς βρώσεως αὐτοῦ· τὰ γὰρ παρ´ ἐκείνοις λεγόμενα μύθοις ἔοικεν, εἰ μή τινας ἄρα λόγους σπουδαίους ἔχοντες οὐκ ἐκφέρουσιν. » «Ἐγὼ μὲν τοίνυν« » εἶπεν ὁ Καλλίστρατος « οἶμαί τινα τιμὴν τὸ ζῷον ἔχειν παρὰ τοῖς ἀνδράσιν· εἰ δὲ δύσμορφον ἡ ὗς καὶ θολερόν, ἀλλ´ οὐ κανθάρου καὶ γρυ... Καὶ κροκοδείλου καὶ αἰλούρου τὴν ὄψιν ἀτοπώτερον ἢ τὴν φύσιν ἀμουσότερον· οἷς ὡς ἁγιωτάτοις ἱερεῖς Αἰγυπτίων ἄλλοις ἄλλοι προσφέρονται. Τὴν δ´ ὗν ἀπὸ χρηστῆς αἰτίας τιμᾶσθαι λέγουσι· πρώτη γὰρ σχίσασα τῷ προύχοντι τοῦ ῥύγχους, ὥς φασι, τὴν γῆν ἴχνος ἀρόσεως ἔθηκεν καὶ τὸ τῆς ὕνεως ὑφηγήσατ´ ἔργον· ὅθεν καὶ τοὔνομα γενέσθαι τῷ ἐργαλείῳ λέγουσιν ἀπὸ τῆς ὑός. Οἱ δὲ τὰ μαλθακὰ καὶ κοῖλα τῆς χώρας Αἰγύπτιοι γεωργοῦντες οὐδ´ ἀρότου δέονται τὸ παράπαν· ἀλλ´ ὅταν ὁ Νεῖλος ἀπορρέῃ καταβρέξας τὰς ἀρούρας, ἐπακολουθοῦντες τὰς ὗς κατέβαλον, αἱ δὲ χρησάμεναι πάτῳ καὶ ὀρυχῇ ταχὺ τὴν γῆν ἔτρεψαν ἐκ βάθους καὶ τὸν σπόρον ἀπέκρυψαν.
Οὐ δεῖ δὲ θαυμάζειν, εἰ διὰ τοῦτό τινες ὗς οὐκ ἐσθίουσιν, ἑτέρων ζῴων μείζονας ἐπ´ αἰτίαις γλίσχραις, ἐνίων δὲ καὶ πάνυ γελοίαις, τιμὰς ἐχόντων παρὰ τοῖς βαρβάροις. Τὴν μὲν γὰρ μυγαλῆν ἐκτεθειάσθαι λέγουσιν ὑπ´ Αἰγυπτίων τυφλὴν οὖσαν, ὅτι τὸ σκότος τοῦ φωτὸς ἡγοῦντο πρεσβύτερον· τίκτεσθαι δ´ αὐτὴν ἐκ μυῶν πέμπτῃ γενεᾷ νουμηνίας οὔσης· ἔτι δὲ μειοῦσθαι τὸ ἧπαρ ἐν τοῖς ἀφανισμοῖς τῆς σελήνης. Τὸν δὲ λέοντα τῷ ἡλίῳ συνοικειοῦσιν, ὅτι τῶν γαμψωνύχων τετραπόδων βλέποντα τίκτει μόνος, κοιμᾶται δ´ ἀκαρὲς χρόνου καὶ ὑπολάμπει τὰ ὄμματα καθεύδοντος· κρῆναι δὲ {καὶ} κατὰ χασμάτων λεοντείων ἐξιᾶσι κρουνούς, ὅτι Νεῖλος ἐπάγει νέον ὕδωρ ταῖς Αἰγυπτίων ἀρούραις ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος. Τὴν δ´ ἶβίν φασιν ἐκκολαφθεῖσαν εὐθὺς ἕλκειν δύο δραχμάς, ὅσον ἄρτι παιδίου γεγονότος καρδίαν· ποιεῖν δὲ τῇ τῶν ποδῶν ἀποστάσει πρὸς ἀλλήλους καὶ πρὸς τὸ ῥύγχος ἰσόπλευρον τρίγωνον. Καὶ τί ἄν τις Αἰγυπτίους αἰτιῷτο τῆς τοσαύτης ἀλογίας, ὅπου καὶ τοὺς Πυθαγορικοὺς ἱστοροῦσιν καὶ ἀλεκτρυόνα λευκὸν σέβεσθαι καὶ τῶν θαλαττίων μάλιστα τρίγλης καὶ ἀκαλήφης ἀπέχεσθαι, τοὺς δ´ ἀπὸ Ζωροάστρου μάγους τιμᾶν μὲν ἐν τοῖς μάλιστα τὸν χερσαῖον ἐχῖνον, ἐχθαίρειν δὲ τοὺς ἐνύδρους μῦς καὶ τὸν ἀποκτείνοντα πλείστους θεοφιλῆ καὶ μακάριον νομίζειν; οἶμαι δὲ καὶ τοὺς Ἰουδαίους, εἴπερ ἐβδελύττοντο τὴν ὗν, ἀποκτείνειν ἄν, ὥσπερ οἱ μάγοι τοὺς μῦς ἀποκτείνουσι· νῦν δ´ ὁμοίως τῷ φαγεῖν τὸ ἀνελεῖν ἀπόρρητόν ἐστιν αὐτοῖς. Καὶ ἴσως ἔχει λόγον, ὡς τὸν ὄνον {δὲ} ἀναφήναντα πηγὴν αὐτοῖς ὕδατος τιμῶσιν, οὕτως καὶ τὴν ὗν σέβεσθαι σπόρου καὶ ἀρότου διδάσκαλον γενομένην· εἰ μή, νὴ Δία, καὶ τοῦ λαγωοῦ φήσει τις ἀπέχεσθαι τοὺς ἄνδρας ὡς μυσερὸν καὶ ἀκάθαρτον δυσχεραίνοντας τὸ ζῷον. »
« Οὐ δῆτ´ » εἶπεν ὁ Λαμπρίας ὑπολαβών « ἀλλὰ τοῦ μὲν λαγωοῦ φείδονται διὰ τὴν πρὸς τὸν μένον ὑπ´ αὐτῶν μυ...στα θηρίον ἐμφερέστατον . Ὁ γὰρ λαγὼς μεγέθους ἔοικε καὶ πάχους ἐνδεὴς ὄνος εἶναι· καὶ γὰρ ἡ χρόα καὶ τὰ ὦτα καὶ τῶν ὀμμάτων ἡ λιπαρότης καὶ τὸ λαμυρὸν ἔοικε θαυμασίως· ὥστε μηδὲν οὕτω μηδὲ μικρὸν μεγάλῳ τὴν μορφὴν ὅμοιον γεγονέναι. Εἰ μὴ νὴ Δία καὶ πρὸς τὰς ποιότητας αἰγυπτιάζοντες τὴν ὠκύτητα τοῦ ζῴου θεῖον ἡγοῦνται καὶ τὴν ἀκρίβειαν τῶν αἰσθητηρίων· ὅ τε γὰρ ὀφθαλμὸς ἄτρυτός ἐστιν αὐτῶν, ὥστε καὶ καθεύδειν ἀναπεπταμένοις τοῖς ὄμμασιν, ὀξυηκοΐᾳ τε δοκεῖ διαφέρειν, ἣν Αἰγύπτιοι θαυμάσαντες ἐν τοῖς ἱεροῖς γράμμασιν ἀκοὴν σημαίνουσιν οὖς λαγωοῦ γράφοντες.
Τὸ δ´ ὕειον κρέας οἱ ἄνδρες ἀφοσιοῦσθαι δοκοῦσιν, ὅτι μάλιστα ... Οἱ βάρβαροι τὰς ἐπὶ χρωτὸς λεύκας καὶ λέπρας δυσχεραίνουσι καὶ τῇ προσβολῇ τὰ τοιαῦτα καταβόσκεσθαι πάθη τοὺς ἀνθρώπους οἴονται, πᾶσαν δ´ ὗν ὑπὸ τὴν γαστέρα λέπρας ἀνάπλεων καὶ ψωρικῶν ἐξανθημάτων ὁρῶμεν, ἃ δή, καχεξίας τινὸς ἐγγενομένης τῷ σώματι καὶ φθορᾶς, ἐπιτρέχειν δοκεῖ τοῖς σώμασιν. Οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὸ θολερὸν περὶ τὴν δίαιταν τοῦ θρέμματος ἔχει τινὰ πονηρίαν· οὐδὲν γὰρ ἄλλο βορβόρῳ χαῖρον οὕτω καὶ τόποις ῥυπαροῖς καὶ ἀκαθάρτοις ὁρῶμεν, ἔξω λόγου τιθέμενοι τὰ τὴν γένεσιν καὶ τὴν φύσιν ἐν αὐτοῖς ἔχοντα τούτοις. Λέγουσι δὲ καὶ τὰ ὄμματα τῶν ὑῶν οὕτως ἐγκεκλάσθαι καὶ κατεσπάσθαι ταῖς ὄψεσιν, ὥστε μηδενὸς ἀντιλαμβάνεσθαι μηδέποτε τῶν ἄνω μηδὲ προσορᾶν τὸν οὐρανόν, ἂν μὴ φερομένων ὑπτίων ἀναστροφήν τινα παρὰ φύσιν αἱ κόραι λάβωσιν· διὸ καὶ μάλιστα κραυγῇ χρώμενον τὸ ζῷον ἡσυχάζειν, ὅταν οὕτω φέρηται, καὶ σιωπᾶν κατατεθαμβημένον ἀηθείᾳ τὰ οὐράνια καὶ κρείττονι φόβῳ τοῦ βοᾶν συνεχόμενον. Εἰ δὲ δεῖ καὶ τὰ μυθικὰ προσλαβεῖν, λέγεται μὲν ὁ Ἄδωνις ὑπὸ τοῦ συὸς διαφθαρῆναι, τὸν δ´ Ἄδωνιν οὐχ ἕτερον ἀλλὰ Διόνυσον εἶναι νομίζουσιν, καὶ πολλὰ τῶν τελουμένων ἑκατέρῳ περὶ τὰς ἑορτὰς βεβαιοῖ τὸν λόγον· οἱ δὲ παιδικὰ τοῦ Διονύσου γεγονέναι· καὶ Φανοκλῆς, ἐρωτικὸς ἀνήρ, ου- - - δήπου πεποίηκεν
« ἠδ´ ὡς θεῖον Ἄδωνιν ὀρειφοίτης Διόνυσος ἥρπασεν, ἠγαθέην Κύπρον ἐποιχόμενος. »
« Θαυμάσας οὖν τὸ ἐπὶ πᾶσι ῥηθὲν ὁ Σύμμαχος « Ἆρ´ » ἔφη « σὺ τὸν πατριώτην θεόν, ὦ Λαμπρία, » εὔιον ὀρσιγύναικα μαινομέναις ἀνθέοντα τιμαῖσι Διόνυσον« » ἐγγράφεις καὶ ὑποποιεῖς τοῖς Ἑβραίων ἀπορρήτοις; ἢ τῷ ὄντι λόγος ἔστι τις ὁ τοῦτον ἐκείνῳ τὸν αὐτὸν ἀποφαίνων; »
Ὁ δὲ Μοιραγένης ὑπολαβών « Ἔα τοῦτον » εἶπεν· « ἐγὼ γὰρ Ἀθηναῖος ὢν ἀποκρίνομαί σοι καὶ λέγω μηδέν´ ἄλλον εἶναι· καὶ τὰ μὲν πολλὰ τῶν εἰς τοῦτο τεκμηρίων μόνοις ἐστὶ ῥητὰ καὶ διδακτὰ τοῖς μυουμένοις παρ´ ἡμῖν εἰς τὴν τριετηρικὴν παντέλειαν· ἃ δὲ λόγῳ διελθεῖν οὐ κεκώλυται πρὸς φίλους ἄνδρας, ἄλλως τε καὶ παρ´ οἶνον ἐπὶ τοῖς τοῦ θεοῦ δώροις, ἂν οὗτοι κελεύωσι, λέγειν ἕτοιμος. » Πάντων οὖν κελευόντων καὶ δεομένων « πρῶτον μέν » ἔφη « τῆς μεγίστης καὶ τελειοτάτης ἑορτῆς παρ´ αὐτοῖς ὁ καιρός ἐστιν καὶ ὁ τρόπος Διονύσῳ προσήκων. Τὴν γὰρ λεγομένην νηστείαν ἄγοντες ἀκμάζοντι τρυγητῷ τραπέζας τε προτίθενται παντοδαπῆς ὀπώρας ὑπὸ σκηναῖς καὶ καλιάσιν ἐκ κλημάτων μάλιστα καὶ κιττοῦ διαπεπλεγμέναις· καὶ τὴν προτέραν τῆς ἑορτῆς σκηνὴν ὀνομάζουσιν. Ὀλίγαις δ´ ὕστερον ἡμέραις ἄλλην ἑορτήν, οὐκ ἂν δι´ αἰνιγμάτων ἀλλ´ ἄντικρυς Βάκχου καλουμένην, τελοῦσιν. Ἔστι δὲ καὶ κραδηφορία τις ἑορτὴ καὶ θυρσοφορία παρ´ αὐτοῖς, ἐν ᾗ θύρσους ἔχοντες εἰς τὸ ἱερὸν εἰσίασιν· εἰσελθόντες δ´ ὅ τι δρῶσιν, οὐκ ἴσμεν, εἰκὸς δὲ βακχείαν εἶναι τὰ ποιούμενα· καὶ γὰρ σάλπιγξι μικραῖς, ὥσπερ Ἀργεῖοι τοῖς Διονυσίοις, ἀνακαλούμενοι τὸν θεὸν χρῶνται, καὶ κιθαρίζοντες ἕτεροι προΐασιν, οὓς αὐτοὶ Λευίτας προσονομάζουσιν, εἴτε παρὰ τὸν Λύσιον εἴτε μᾶλλον παρὰ τὸν Εὔιον τῆς ἐπικλήσεως γεγενημένης.
Οἶμαι δὲ καὶ τὴν τῶν σαββάτων ἑορτὴν μὴ παντάπασιν ἀπροσδιόνυσον εἶναι· Σάβους γὰρ καὶ νῦν ἔτι πολλοὶ τοὺς Βάκχους καλοῦσιν καὶ ταύτην ἀφιᾶσι τὴν φωνὴν ὅταν ὀργιάζωσι τῷ θεῷ, οὗ πίστωσιν ἔστι δήπου καὶ παρὰ Δημοσθένους λαβεῖν καὶ παρὰ Μενάνδρου, καὶ οὐκ ἀπὸ τρόπου τις ἂν φαίη τοὔνομα πεποιῆσθαι πρός τινα σόβησιν, ἣ κατέχει τοὺς βακχεύοντας· | αὐτοὶ δὲ τῷ λόγῳ μαρτυροῦσιν, ὅταν σάββατα τελῶσι, μάλιστα μὲν πίνειν καὶ οἰνοῦσθαι παρακαλοῦντες ἀλλήλους, ὅταν δὲ κωλύῃ τι μεῖζον, ἀπογεύεσθαί γε πάντως ἀκράτου νομίζοντες.
Καὶ ταῦτα μὲν εἰκότα φαίη τις ἂν εἶναι· κατὰ κράτος δὲ τοὺς ἐναντίους πρῶτον μὲν ὁ ἀρχιερεὺς ἐλέγχει, μιτρηφόρος τε προϊὼν ἐν ταῖς ἑορταῖς καὶ νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος, χιτῶνα δὲ ποδήρη φορῶν καὶ κοθόρνους, κώδωνες δὲ πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος, ὑποκομποῦντες ἐν τῷ βαδίζειν, ὡς καὶ παρ´ ἡμῖν· ψόφοις δὲ χρῶνται περὶ τὰ νυκτέλια, καὶ χαλκοκρότους τὰς τοῦ θεοῦ τιθήνας προσαγορεύουσιν· καὶ ὁ δεικνύμενος ἐν τοῖς ἐναντίοις τοῦ νεὼ θύρσος ἐντετυπωμένος καὶ τύμπανα· ταῦτα γὰρ οὐδενὶ δήπουθεν ἄλλῳ θεῶν ἢ Διονύσῳ προσῆκεν.
Ἔτι τοίνυν μέλι μὲν οὐ προσφέρουσι ταῖς ἱερουργίαις, ὅτι δοκεῖ φθείρειν τὸν οἶνον κεραννύμενον καὶ τοῦτ´ ἦν σπονδὴ καὶ μέθυ, πρὶν ἄμπελον φανῆναι· καὶ μέχρι νῦν τῶν τε βαρβάρων οἱ μὴ ποιοῦντες οἶνον μελίτειον πίνουσιν, ὑποφαρμάσσοντες τὴν γλυκύτητα οἰνώδεσι ῥίζαις καὶ αὐστηραῖς, Ἕλληνές τε νηφάλια ταὐτὰ καὶ μελίσπονδα θύουσιν, ὡς ἀντίθετον φύσιν μάλιστα τοῦ μέλιτος πρὸς τὸν οἶνον ἔχοντος. Ὅτι δὲ τοῦτο νομίζουσι, κἀκεῖνο σημεῖον οὐ μικρόν ἐστι, τὸ πολλῶν τιμωριῶν οὐσῶν παρ´ αὐτοῖς μίαν εἶναι μάλιστα διαβεβλημένην, τὴν οἴνου τοὺς κολαζομένους ἀπείργουσαν, ὅσον ἂν τάξῃ χρόνον ὁ κύριος τῆς κολάσεως· τοὺς δ´ οὕτω κολα...
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A3%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AC_%CE%94%CE%84
«Την παλιά εποχή ξέσπασε λοιμώδης ασθένεια στην Αίγυπτο και οι ντόπιοι την απέδωσαν στους ασεβείς αλλόφυλους. Προ αυτού μερικοί από αυτούς συσπειρώθηκαν και ήρθαν στην Ελλάδα. Αρχηγοί τους ήσαν ο Κάδμος και ο Δαναός. Οι υπόλοιποι πήγαν στην Ιουδαία, που τότε ήταν ακατοίκητη, και των οποίων επικεφαλής ήταν ο επονομαζόμενος Μωυσής, ένας άνδρας με φρόνηση και ανδρεία». (Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλος Μ, Απόσπασμα 3) «Λένε επίσης οι Αιγύπτιοι πως και οι άποικοι που έφυγαν μαζί με το Δαναό από την Αίγυπτο εγκαταστάθηκαν στην αρχαιότερη σχεδόν ελληνική πόλη, στο Άργος και πως οι λαοί των Κόλχων στον Πόντο και την Ιουδαίων μεταξύ Αραβίας και Συρίας ιδρύθηκαν ως αποικίες από ανθρώπους που έφυγαν από εκεί….. ο Κάδμος ήταν από τις Θήβες της Αιγύπτου και μαζί με τα άλλα παιδιά γέννησε και τη Σεμέλη. Στα κατοπινά χρόνια, ο Ορφέας, που απόκτησε μεγάλη φήμη ανάμεσα στους Έλληνες για τη μουσική, τις τελετές και τα θεολογικά ζητήματα, φιλοξενήθηκε από τους απογόνους του Κάδμου και δέχτηκε εξαιρετικές τιμές στις Θήβες». (Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλος 1, 23-24 και 28-29)
(2) Τόσο λοιπόν ηρωική κι ελευθερόψυχη και τόσο γερή στο φρόνημα και ρωμαλέα στην ψυχή είναι η πολιτεία μας και τόσο στην ουσία της [245d] μισοβάρβαρη, γιατ᾽ είμαστε πραγματικά και ειλικρινά γνήσιοι Έλληνες και δεν έρρευσε ποτέ στις φλέβες μας βαρβαρικό αίμα. Κι όλα αυτά γιατί στ᾽ αληθινά δε συγκατοικούνε και δε ζούνε μαζί μ᾽ εμάς στη χώρα μας ούτε Πέλοπες ούτε Κάδμοι ούτε Αίγυπτοι ούτε Δαναοί κι ούτε άλλοι πολλοί λογής λογής βάρβαροι στη φύση κι Έλληνες μονάχα με το νόμο, αλλά γνήσιοι Έλληνες κι όχι βαρβαρόσποροι, κατοικούμε αιώνες απάνω στη γη αυτή κι έχουμε γι᾽ αυτό το λόγο φυσικά έμφυτο κι αιώνιο βαθιά μέσα μας ριζωμένο το μίσος εναντίον των βαρβάρων. Αλλά και πάλι εβρεθήκαμε και σε τούτη την περίσταση πολιτικά απομονωμένοι, [245e] γιατί δεν εστέρξαμε να διαπράξουμε αισχρό και ανόσιο έργο παραδίνοντας Έλληνες στους βαρβάρους. Έτσι όμως εφτάσαμε σε μια πολιτική κατάσταση όμοια σαν κι εκείνη που υπήρξε η αίτια να νικηθούμε άλλοτε, αλλά με τη βοήθεια των θεών κατορθώσαμε τούτη τη φορά να τελειώσουμε τον πόλεμο με καλύτερους όρους παρά την εποχή εκείνη, γιατί εγλιτώσαμε από τον πόλεμο έχοντας στο τέλος και το στόλο μας και τα τείχη μας και τις αποικίες μας· το ίδιο άλλωστε και οι εχθροί μας με χαρά και προθυμία εδέχτηκαν να πάψει ο πόλεμος αναμεταξύ μας. Ωστόσο εχάσαμε και στον πόλεμο αυτό γενναίους και ηρωικούς άντρες, κι εκείνους που εβρήκανε το θάνατο στη μάχη της Κορίνθου από τις φυσικές αναποδιές και κακοτοπιές της γης όπου έγινε η μάχη και τους άλλους που έπεσαν στο Λέχαιο [246a] θύματα προδοσίας· ηρωικά επίσης επολέμησαν κι όσοι ελευτερώσανε το βασιλιά της Περσίας και ξεκαθαρίσανε όλες τις θάλασσες από τους Λακεδαιμονίους. Τους άντρες τούτους ξαναφέρνω εγώ τώρα στη μνήμη σας και χρέος έχετε να εγκωμιάζετε μαζί μ᾽ έμενα και να τιμάτε τέτοιους ήρωες.
ΟΙ ΕΙΣΒΟΛΕΙΣ ΙΟΥΔΑΙΟΙ-ΦΟΙΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΟΥΝ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Διαβάζοντας τους αρχαίους συγγραφείς Εκαταίο Μιλήσιο (Στράβων 7, 321), Θουκυδίδη (Α, 3 – 9), Ηρόδοτο (Ιστορία Α 54 - 58), Ισοκράτη (Παναθηναϊκός, Ελένης εγκώμιον 68 – 69, Πανηγυρικός κ.α.), Διόδωρο (1, 23-24 και 28-29, Μ, Απόσπασμα 3),και τον Μέγα Αριστοκλή, τον Ύπατο των φιλοσόφων (Μενέξενος, 245c-d), διαπιστώνουμε ότι πριν από τους Τρωικούς πολέμους και συγκεκριμένα το 1500 π.Χ. ξεσπούν στην Αίγυπτο λοιμώδης ασθένειες (οι 7 πληγές, σύμφωνα με την Αγία Γραφή) και οι ντόπιοι τις αποδίδουν στους ασεβείς αλλόφυλους. Για να αποφύγουν την οργή των ντόπιων οι μετανάστες που ζούσαν στην Αίγυπτο συσπειρώνονται και φεύγουν σε άλλα μέρη. Ένα μέρος των Ισραηλιτών με αρχηγό τον Μωυσή κατευθύνονται δια ξηράς στην Ιουδαία.
Οι Δαναοί με πλοία και με αρχηγό το Δαναό μέσω Ρόδου πάνε στο Άργος της Πελοποννήσου. Όταν έφτασαν εκεί ήρθαν σε σύγκρουση με τους κατοίκους του Άργους, που ήσαν Αχαιοί στην γενιά. Ωστόσο επειδή ο βασιλιάς των Αργείων που ονομάζονταν Γελάνωρ δεν είχε γιο για διάδοχο και από την άλλη δεν είχε στρατιωτικές ικανότητες για να νικήσει , οι Αργείοι κάλεσαν τον Δαναό για συνθηκολόγηση και αφετέρου να γίνει κοινός βασιλιάς. Αυτός είναι και ο λόγος που μετά τα Τρωικά οι Αργείοι ονομάζονταν και Αχαιοί-Δαναοί και Αργείοι και από αυτούς κατ’ επέκτασιν και όλοι οι Έλληνες. Με αρχηγό τον Κάδμο οι Φοίνικες πέρασαν σε πολλά Ελληνικά νησιά στο Αιγαίο, καθώς και στην Βοιωτία της Ελλάδας όπου έκτισαν την Καδμεία ή Θήβα της Ελλάδας. Η πόλη αυτή ονομάστηκε Καδμεία από το όνομα του Κάδμου και Θήβα λόγω της πατρίδας του Κάδμου, τις Θήβες της Αιγύπτου.
Σύμφωνα με το Πάριο χρονικό κάτι που διαβεβαιώνουν οι μεγάλοι σοφοί Αριστοκλής-Πλάτωνας, Ηρόδοτος, Ισοκράτης, Θουκυδίδης και άλλοι, οι Δαναοί έφτασαν στην Πελοπόννησο το έτος 1511 π.Χ. και ο Κάδμος στην Βοιωτία το έτος 1519 π.Χ. Οι Δαναοί έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο (έγινε το έτος 1218 - 1209 π.Χ). Αντίθετα οι Καδμείοι ή Θηβαίοι δεν έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο και κατά τα Περσικά μήδισαν, επειδή ήσαν Φοινικικής-βαρβαρικής καταγωγής (Ηρόδοτος). (1)
Oι Αιγύπτιοι και οι άποικοι που έφυγαν μαζί με το Δαναό από την Αίγυπτο εγκαταστάθηκαν στην αρχαιότερη σχεδόν ελληνική πόλη, στο Άργος και πως οι λαοί των Κόλχων στον Πόντο και την Ιουδαίων μεταξύ Αραβίας και Συρίας ιδρύθηκαν ως αποικίες από ανθρώπους που έφυγαν από εκεί. Η οικογένεια των Περσειδών από το Άργος θεωρούσε γενάρχη της τον Δαναό, που ήλθε από την Ανατολή, και οἱ Θηβαίοι τιμούσαν ως γενάρχη τους τον Κάδμο γιο του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, που ήλθε στην Ελλάδα από την Παλαιστίνη, εγκαταστάθηκε στη Θήβα και συνέβαλε στη γένεση των λεγόμενων Σπαρτών από τα δόντια του δράκοντα. Σύμφωνα και με τον Ευριπίδη (Φοίνισσες 247), «κοινόν αίμα» ενώνει τους Θηβαίους με τους Φοίνικες.
Ο Κάδμος ήταν από τις Θήβες της Αιγύπτου και μαζί με τα άλλα παιδιά γέννησε και τη Σεμέλη. Στα κατοπινά χρόνια, ο Ορφέας, που απόκτησε μεγάλη φήμη ανάμεσα στους Έλληνες για την μουσική, τις τελετές και τα θεολογικά ζητήματα, φιλοξενήθηκε από τους απογόνους του Κάδμου και δέχτηκε εξαιρετικές τιμές στις Θήβες». (Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλος 1, 23-24 και 28-29) «Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος αναφέρει ότι η Πελοπόννησος πριν από τους Έλληνες την κατοίκησαν βάρβαροι. Εξάλλου, ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα κατοικία βαρβάρων υπήρξε, στους παλιούς καιρούς, έτσι λογάριαζαν όσοι μνημονεύουν αυτά τα πράγματα, γιατί ο Πέλοπας έφερε ένα λαό από τη Φρυγία στη χώρα που απ' αυτόν ονομάστηκε Πελοπόννησος, και ο Δαναός από την Αίγυπτο, κι οι Δρύοπες, οι Καύκωνες κι οι Πελασγοί κι οι Λέλεγες και άλλοι τέτοιοι λαοί μοίρασαν τους τόπους πάνω και κάτω από τον ισθμό.
Tην Αττική κατέλαβαν Θράκες προκαλώντας φοβερή γενοκτονία με τον θεουργό Εύμολπο, την Δαυλίδα της Φωκίδας ο Τηρεύς, την Καδμεία οι Φοίνικες που ήρθαν με τον Κάδμο, και την ίδια τη Βοιωτία κατέκτησαν οι Aονες, οι Τέμμικες και οι Ύαντες, ως και Πίνδαρος φησίν. Ην ότε υας Βοιωτιον ένεπον. Και από των ονομάτων δε ενίων το βάρβαρον εμφαίνεται, Κέκροψ, και Κόδρος, και Αίκλος, και Κόθος, και Δρύμας, και Κρίνακος.
Οι δε Θράκες, και Ιλλυριοί, και Ηπειρώται, και μέχρι νυν εν πλευραίς εισίν. ΄Τοισι μέντοι μάλλον πρότερον, ή νυν, όπου γε και της εν τω παρόντι Ελλάδος αναντιλέκτως ούσης..» (Στράβων 7, 321). Οι Φοίνικες σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Α -2) κατάγονταν από την Ερυθρά θάλασσα, πήγαν με αρχηγό τον Αγήνορα στην Φοινίκη της Ασίας, την χώρα απέναντι από την Κύπρο και όπου οι πόλεις Τύρος, Σιδών, εξ ου και η ονομασία Φοίνικες. Χαναάν σημαίνει «χώρα της πορφύρας, το όνομα δηλαδή προέρχεται από το ερυθρό χρώμα που εξάγεται από την επεξεργασία της πορφύρας.
(3) ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ.
Θαυμ άσας ο ὖν τὸ ἐ π ὶ π ᾶσι ῥηθὲν ὁ Σύμμαχος ‘ ἆρ'’ ἔφη ‘σ ὺ τὸν πατρι ώτην θε όν, ὦ Λαμπρ ία, ‘ε ὔιον ὀρσιγ ύναικα μαινομ έναις ἀνθέοντα τιμα ῖσι Δι όνυσον’ (Lyr. adesp. 131) ἐγγρ άφεις κα ὶ ὑποποιε ῖς το ῖς ῾Εβρα ίων ἀπορρ ήτοις; ἢ τ ῷ ὄντι λ όγος ἔστι τις ὁ το ῦτον ἐκε ίν ῳ τὸν α ὐ τὸν ἀποφα ίνων;’ ὁ δ ὲ Μοιραγ ένης ὑπολαβ ών ‘ἔα το ῦτον’ ε ἶπεν· ‘ἐ γ ὼ γ ὰρ ᾿Αθηνα ῖος ὢν ἀποκρ ίνομα ί σοι κα ὶ λ έγω μηδ έν' ἄλλον ε ἶναι· κα ὶ τὰ μ ὲ ν πολλ ὰ τ ῶν ε ἰς το ῦτο τεκμηρ ίων μ όνοις ἐστὶ ῥητὰ κα ὶ διδακτ ὰ το ῖς μυουμ ένοις παρ' ἡμ ῖν ε ἰς τὴν τριετηρικ ὴν παντέλειαν· ἃ δ ὲ λ ό γ ῳ διελθε ῖν ο ὐ κεκ ώλυται πρ ὸς φ ίλους ἄνδρας, ἄλλως τε κα ὶ παρ' ο ἶνον ἐ π ὶ το ῖς το ῦ θεο ῦ δ ώροις, ἂν ο ὗτοι κελε ύωσι, λ έγειν ἕτοιμος.’ Πάντων ο ὖν κελευ όντων κα ὶ δεομ ένων ‘πρ ῶτον μ έν’ ἔφη ‘τῆς μεγ ίστης κα ὶ τελειοτάτης ἑορτῆς παρ' α ὐτο ῖς ὁ καιρ ός ἐστιν κα ὶ ὁ τρ όπος Διον ύ σ ῳ προσ ήκων. τὴν γ ὰρ λεγομ ένην νηστε ίαν < ἄγοντες> ἀκμ άζοντι τρυγητ ῷ τρα - πέζας τε προτίθενται παντοδαπ ῆς ὀ π ώρας ὑ π ὸ σκηνα ῖς κα ὶ καλι άσιν ἐκ κλημ άτων μ άλιστα κα ὶ κιττο ῦ διαπεπλεγ - μ έναις· κα ὶ τὴν προτέραν τῆς ἑορτῆς σκην ὴν ὀνομ άζουσιν. ὀλ ίγαις δ' ὕστερον ἡμ έραις ἄλλην ἑορτήν, ο ὐκ † ἂν δι' α ἰνιγμ άτων ἀλλ' ἄντικρυς Β άκχου καλουμ ένην, τελο ῦ - σιν. ἔστι δ ὲ κα ὶ κραδηφορ ία τις ἑορτὴ κα ὶ θυρσοφορ ία παρ' α ὐτο ῖς, ἐν ᾗ θ ύρσους ἔχοντες ε ἰς τὸ ἱερ ὸν ε ἰ σίασιν· ε ἰσελ - θ όντες δ' ὅ τι δρ ῶσιν, ο ὐκ ἴσμεν, ε ἰκ ὸς δ ὲ βακχε ίαν ε ἶναι τὰ ποιο ύμενα· κα ὶ γ ὰρ σ άλπιγξι μικρα ῖς, ὥσπερ ᾿Αργε ῖοι το ῖς Διονυσίοις, ἀνακαλο ύμενοι τὸν θε ὸν χρ ῶνται, κα ὶ κιθαρ ίζοντες ἕτεροι προ ΐασιν, ο ὓς α ὐτο ὶ Λευ ίτας προσονομάζουσιν, εἴτε παρὰ τὸν Λύσιον εἴτε μᾶλλον παρὰ τὸν Εὔιον τῆς ἐπικλήσεως γεγενημένης. οἶμαι δὲ καὶ τὴν τῶν σαββ άτων ἑορτὴν μ ὴ παντάπασιν ἀπροσδι όνυσον ε ἶναι· Σάβους γ ὰρ κα ὶ ν ῦν ἔτι πολλο ὶ το ὺς Β άκχους καλο ῦσιν κα ὶ τα ύτην ἀφι ᾶσι τὴν φων ὴν ὅταν ὀργι άζωσι τ ῷ θε ῷ, <ο ὗ π ίστω>σιν ἔστι δ ήπου κα ὶ παρ ὰ Δημοσθ ένους (18, 260) λαβε ῖν κα ὶ παρ ὰ Μεν άνδρου (fr. 1060), κα ὶ ο ὐκ ἀ π ὸ <τρ ό>που τις ἂν φα ίη το ὔνομα πεποι ῆ σθαι πρ ός τινα σ όβησιν, ἣ κατέχει το ὺς βακχε ύοντας· | α ὐτο ὶ δ ὲ τ ῷ λ ό γ ῳ μαρτυρο ῦσιν, ὅταν σ άββατα τελ ῶσι, μ άλιστα μ ὲν π ίνειν κα ὶ ο ἰνο ῦσθαι παρακαλο ῦντες ἀλλ ήλους, ὅταν δ ὲ κωλύῃ τι με ῖζον, ἀπογε ύεσθα ί γε π άντως ἀκρ άτου νομ ίζοντες. κα ὶ τα ῦτα μ ὲν ε ἰκ ότα φ α ίη τις ἂν ε ἶναι· κατὰ κρ άτος <δ ὲ 2 τοὺς> ἐναντίους πρῶτον μὲν ὁ ἀρχιερεὺς ἐλέγχει, μιτρηφόρος τε προϊὼν ἐν ταῖς ἑορταῖς καὶ νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος, χιτῶνα δὲ ποδήρη φορῶν καὶ κοθόρνους, κώδωνες δὲ πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος, ὑποκομποῦντες ἐν τῷ βαδίζειν, ὡς καὶ παρ' ἡμῖν· ψόφοις δὲ χρῶνται περὶ τὰ νυκτέλια, καὶ χαλκοκρότους τὰς τοῦ θεοῦ τιθήνας προσαγορεύουσιν· καὶ ὁ δεικνύμενος ἐν τοῖς † ἐναντίοις τοῦ νεὼ θύρσος ἐντετυπωμένος καὶ τύμπανα· ταῦτα γὰρ οὐδενὶ δήπουθεν ἄλλῳ θεῶν ἢ Διονύσῳ προσῆκεν. ἔτι τοίνυν μέλι μὲν οὐ προσφέρουσι ταῖς ἱερουργίαις, ὅτι δοκεῖ φθείρειν τὸν οἶνον κεραννύμενον καὶ τοῦτ' ἦν σπονδὴ καὶ μέθυ, πρὶν ἄμπελον φανῆναι· καὶ μέχρι νῦν τῶν τε βαρβάρων οἱ μὴ ποιοῦντες οἶνον μελίτειον πίνουσιν, ὑποφαρμάσσοντες τὴν γλυκύτητα οἰνώδεσι ῥίζαις καὶ αὐστηραῖς, ῞Ελληνές τε νηφάλια ταὐτὰ καὶ μελίσπονδα θύουσιν, ὡς ἀντίθετον φύσιν μάλιστα τοῦ μέλιτος πρὸς τὸν οἶνον ἔχοντος. ὅτι δὲ τοῦτο νομίζουσι, κἀκεῖνο σημεῖον οὐ μικρόν ἐστι, τὸ πολλῶν τιμωριῶν οὐσῶν παρ' αὐτοῖς μίαν εἶναι μάλιστα διαβεβλημένην, τὴν οἴνου τοὺς κολαζομένους ἀπείργουσαν, ὅσον ἂν τάξῃ χρόνον ὁ κύριος τῆς κολάσεως· τοὺς δ' οὕτω κολα...
ΠΡΟΒΛΗΜΑ Ε.
Πότερον οἱ Ἰουδαῖοι σεβόμενοι τὴν ὗν ἢ δυσχεραίνοντες ἀπέχονται τῶν κρεῶν.
Ἐπεὶ δὲ ταῦτ´ ἐρρήθη, βουλομένων τινῶν ἀντικατατείνειν τὸν ἕτερον λόγον ἐκκρούων ὁ Καλλίστρατος ἔφη « πῶς ὑμῖν δοκεῖ λελέχθαι τὸ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι τὸ δικαιότατον κρέας οὐκ ἐσθίουσιν; » « ὑπερφυῶς » ἔφη ὁ Πολυκράτης, « ἐγὼ δὲ καὶ προσδιαπορῶ, πότερον οἱ ἄνδρες τιμῇ τινι τῶν ὑῶν ἢ μυσαττόμενοι τὸ ζῷον ἀπέχονται τῆς βρώσεως αὐτοῦ· τὰ γὰρ παρ´ ἐκείνοις λεγόμενα μύθοις ἔοικεν, εἰ μή τινας ἄρα λόγους σπουδαίους ἔχοντες οὐκ ἐκφέρουσιν. » «Ἐγὼ μὲν τοίνυν« » εἶπεν ὁ Καλλίστρατος « οἶμαί τινα τιμὴν τὸ ζῷον ἔχειν παρὰ τοῖς ἀνδράσιν· εἰ δὲ δύσμορφον ἡ ὗς καὶ θολερόν, ἀλλ´ οὐ κανθάρου καὶ γρυ... Καὶ κροκοδείλου καὶ αἰλούρου τὴν ὄψιν ἀτοπώτερον ἢ τὴν φύσιν ἀμουσότερον· οἷς ὡς ἁγιωτάτοις ἱερεῖς Αἰγυπτίων ἄλλοις ἄλλοι προσφέρονται. Τὴν δ´ ὗν ἀπὸ χρηστῆς αἰτίας τιμᾶσθαι λέγουσι· πρώτη γὰρ σχίσασα τῷ προύχοντι τοῦ ῥύγχους, ὥς φασι, τὴν γῆν ἴχνος ἀρόσεως ἔθηκεν καὶ τὸ τῆς ὕνεως ὑφηγήσατ´ ἔργον· ὅθεν καὶ τοὔνομα γενέσθαι τῷ ἐργαλείῳ λέγουσιν ἀπὸ τῆς ὑός. Οἱ δὲ τὰ μαλθακὰ καὶ κοῖλα τῆς χώρας Αἰγύπτιοι γεωργοῦντες οὐδ´ ἀρότου δέονται τὸ παράπαν· ἀλλ´ ὅταν ὁ Νεῖλος ἀπορρέῃ καταβρέξας τὰς ἀρούρας, ἐπακολουθοῦντες τὰς ὗς κατέβαλον, αἱ δὲ χρησάμεναι πάτῳ καὶ ὀρυχῇ ταχὺ τὴν γῆν ἔτρεψαν ἐκ βάθους καὶ τὸν σπόρον ἀπέκρυψαν.
Οὐ δεῖ δὲ θαυμάζειν, εἰ διὰ τοῦτό τινες ὗς οὐκ ἐσθίουσιν, ἑτέρων ζῴων μείζονας ἐπ´ αἰτίαις γλίσχραις, ἐνίων δὲ καὶ πάνυ γελοίαις, τιμὰς ἐχόντων παρὰ τοῖς βαρβάροις. Τὴν μὲν γὰρ μυγαλῆν ἐκτεθειάσθαι λέγουσιν ὑπ´ Αἰγυπτίων τυφλὴν οὖσαν, ὅτι τὸ σκότος τοῦ φωτὸς ἡγοῦντο πρεσβύτερον· τίκτεσθαι δ´ αὐτὴν ἐκ μυῶν πέμπτῃ γενεᾷ νουμηνίας οὔσης· ἔτι δὲ μειοῦσθαι τὸ ἧπαρ ἐν τοῖς ἀφανισμοῖς τῆς σελήνης. Τὸν δὲ λέοντα τῷ ἡλίῳ συνοικειοῦσιν, ὅτι τῶν γαμψωνύχων τετραπόδων βλέποντα τίκτει μόνος, κοιμᾶται δ´ ἀκαρὲς χρόνου καὶ ὑπολάμπει τὰ ὄμματα καθεύδοντος· κρῆναι δὲ {καὶ} κατὰ χασμάτων λεοντείων ἐξιᾶσι κρουνούς, ὅτι Νεῖλος ἐπάγει νέον ὕδωρ ταῖς Αἰγυπτίων ἀρούραις ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος. Τὴν δ´ ἶβίν φασιν ἐκκολαφθεῖσαν εὐθὺς ἕλκειν δύο δραχμάς, ὅσον ἄρτι παιδίου γεγονότος καρδίαν· ποιεῖν δὲ τῇ τῶν ποδῶν ἀποστάσει πρὸς ἀλλήλους καὶ πρὸς τὸ ῥύγχος ἰσόπλευρον τρίγωνον. Καὶ τί ἄν τις Αἰγυπτίους αἰτιῷτο τῆς τοσαύτης ἀλογίας, ὅπου καὶ τοὺς Πυθαγορικοὺς ἱστοροῦσιν καὶ ἀλεκτρυόνα λευκὸν σέβεσθαι καὶ τῶν θαλαττίων μάλιστα τρίγλης καὶ ἀκαλήφης ἀπέχεσθαι, τοὺς δ´ ἀπὸ Ζωροάστρου μάγους τιμᾶν μὲν ἐν τοῖς μάλιστα τὸν χερσαῖον ἐχῖνον, ἐχθαίρειν δὲ τοὺς ἐνύδρους μῦς καὶ τὸν ἀποκτείνοντα πλείστους θεοφιλῆ καὶ μακάριον νομίζειν; οἶμαι δὲ καὶ τοὺς Ἰουδαίους, εἴπερ ἐβδελύττοντο τὴν ὗν, ἀποκτείνειν ἄν, ὥσπερ οἱ μάγοι τοὺς μῦς ἀποκτείνουσι· νῦν δ´ ὁμοίως τῷ φαγεῖν τὸ ἀνελεῖν ἀπόρρητόν ἐστιν αὐτοῖς. Καὶ ἴσως ἔχει λόγον, ὡς τὸν ὄνον {δὲ} ἀναφήναντα πηγὴν αὐτοῖς ὕδατος τιμῶσιν, οὕτως καὶ τὴν ὗν σέβεσθαι σπόρου καὶ ἀρότου διδάσκαλον γενομένην· εἰ μή, νὴ Δία, καὶ τοῦ λαγωοῦ φήσει τις ἀπέχεσθαι τοὺς ἄνδρας ὡς μυσερὸν καὶ ἀκάθαρτον δυσχεραίνοντας τὸ ζῷον. »
« Οὐ δῆτ´ » εἶπεν ὁ Λαμπρίας ὑπολαβών « ἀλλὰ τοῦ μὲν λαγωοῦ φείδονται διὰ τὴν πρὸς τὸν μένον ὑπ´ αὐτῶν μυ...στα θηρίον ἐμφερέστατον . Ὁ γὰρ λαγὼς μεγέθους ἔοικε καὶ πάχους ἐνδεὴς ὄνος εἶναι· καὶ γὰρ ἡ χρόα καὶ τὰ ὦτα καὶ τῶν ὀμμάτων ἡ λιπαρότης καὶ τὸ λαμυρὸν ἔοικε θαυμασίως· ὥστε μηδὲν οὕτω μηδὲ μικρὸν μεγάλῳ τὴν μορφὴν ὅμοιον γεγονέναι. Εἰ μὴ νὴ Δία καὶ πρὸς τὰς ποιότητας αἰγυπτιάζοντες τὴν ὠκύτητα τοῦ ζῴου θεῖον ἡγοῦνται καὶ τὴν ἀκρίβειαν τῶν αἰσθητηρίων· ὅ τε γὰρ ὀφθαλμὸς ἄτρυτός ἐστιν αὐτῶν, ὥστε καὶ καθεύδειν ἀναπεπταμένοις τοῖς ὄμμασιν, ὀξυηκοΐᾳ τε δοκεῖ διαφέρειν, ἣν Αἰγύπτιοι θαυμάσαντες ἐν τοῖς ἱεροῖς γράμμασιν ἀκοὴν σημαίνουσιν οὖς λαγωοῦ γράφοντες.
Τὸ δ´ ὕειον κρέας οἱ ἄνδρες ἀφοσιοῦσθαι δοκοῦσιν, ὅτι μάλιστα ... Οἱ βάρβαροι τὰς ἐπὶ χρωτὸς λεύκας καὶ λέπρας δυσχεραίνουσι καὶ τῇ προσβολῇ τὰ τοιαῦτα καταβόσκεσθαι πάθη τοὺς ἀνθρώπους οἴονται, πᾶσαν δ´ ὗν ὑπὸ τὴν γαστέρα λέπρας ἀνάπλεων καὶ ψωρικῶν ἐξανθημάτων ὁρῶμεν, ἃ δή, καχεξίας τινὸς ἐγγενομένης τῷ σώματι καὶ φθορᾶς, ἐπιτρέχειν δοκεῖ τοῖς σώμασιν. Οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὸ θολερὸν περὶ τὴν δίαιταν τοῦ θρέμματος ἔχει τινὰ πονηρίαν· οὐδὲν γὰρ ἄλλο βορβόρῳ χαῖρον οὕτω καὶ τόποις ῥυπαροῖς καὶ ἀκαθάρτοις ὁρῶμεν, ἔξω λόγου τιθέμενοι τὰ τὴν γένεσιν καὶ τὴν φύσιν ἐν αὐτοῖς ἔχοντα τούτοις. Λέγουσι δὲ καὶ τὰ ὄμματα τῶν ὑῶν οὕτως ἐγκεκλάσθαι καὶ κατεσπάσθαι ταῖς ὄψεσιν, ὥστε μηδενὸς ἀντιλαμβάνεσθαι μηδέποτε τῶν ἄνω μηδὲ προσορᾶν τὸν οὐρανόν, ἂν μὴ φερομένων ὑπτίων ἀναστροφήν τινα παρὰ φύσιν αἱ κόραι λάβωσιν· διὸ καὶ μάλιστα κραυγῇ χρώμενον τὸ ζῷον ἡσυχάζειν, ὅταν οὕτω φέρηται, καὶ σιωπᾶν κατατεθαμβημένον ἀηθείᾳ τὰ οὐράνια καὶ κρείττονι φόβῳ τοῦ βοᾶν συνεχόμενον. Εἰ δὲ δεῖ καὶ τὰ μυθικὰ προσλαβεῖν, λέγεται μὲν ὁ Ἄδωνις ὑπὸ τοῦ συὸς διαφθαρῆναι, τὸν δ´ Ἄδωνιν οὐχ ἕτερον ἀλλὰ Διόνυσον εἶναι νομίζουσιν, καὶ πολλὰ τῶν τελουμένων ἑκατέρῳ περὶ τὰς ἑορτὰς βεβαιοῖ τὸν λόγον· οἱ δὲ παιδικὰ τοῦ Διονύσου γεγονέναι· καὶ Φανοκλῆς, ἐρωτικὸς ἀνήρ, ου- - - δήπου πεποίηκεν
« ἠδ´ ὡς θεῖον Ἄδωνιν ὀρειφοίτης Διόνυσος ἥρπασεν, ἠγαθέην Κύπρον ἐποιχόμενος. »
« Θαυμάσας οὖν τὸ ἐπὶ πᾶσι ῥηθὲν ὁ Σύμμαχος « Ἆρ´ » ἔφη « σὺ τὸν πατριώτην θεόν, ὦ Λαμπρία, » εὔιον ὀρσιγύναικα μαινομέναις ἀνθέοντα τιμαῖσι Διόνυσον« » ἐγγράφεις καὶ ὑποποιεῖς τοῖς Ἑβραίων ἀπορρήτοις; ἢ τῷ ὄντι λόγος ἔστι τις ὁ τοῦτον ἐκείνῳ τὸν αὐτὸν ἀποφαίνων; »
Ὁ δὲ Μοιραγένης ὑπολαβών « Ἔα τοῦτον » εἶπεν· « ἐγὼ γὰρ Ἀθηναῖος ὢν ἀποκρίνομαί σοι καὶ λέγω μηδέν´ ἄλλον εἶναι· καὶ τὰ μὲν πολλὰ τῶν εἰς τοῦτο τεκμηρίων μόνοις ἐστὶ ῥητὰ καὶ διδακτὰ τοῖς μυουμένοις παρ´ ἡμῖν εἰς τὴν τριετηρικὴν παντέλειαν· ἃ δὲ λόγῳ διελθεῖν οὐ κεκώλυται πρὸς φίλους ἄνδρας, ἄλλως τε καὶ παρ´ οἶνον ἐπὶ τοῖς τοῦ θεοῦ δώροις, ἂν οὗτοι κελεύωσι, λέγειν ἕτοιμος. » Πάντων οὖν κελευόντων καὶ δεομένων « πρῶτον μέν » ἔφη « τῆς μεγίστης καὶ τελειοτάτης ἑορτῆς παρ´ αὐτοῖς ὁ καιρός ἐστιν καὶ ὁ τρόπος Διονύσῳ προσήκων. Τὴν γὰρ λεγομένην νηστείαν ἄγοντες ἀκμάζοντι τρυγητῷ τραπέζας τε προτίθενται παντοδαπῆς ὀπώρας ὑπὸ σκηναῖς καὶ καλιάσιν ἐκ κλημάτων μάλιστα καὶ κιττοῦ διαπεπλεγμέναις· καὶ τὴν προτέραν τῆς ἑορτῆς σκηνὴν ὀνομάζουσιν. Ὀλίγαις δ´ ὕστερον ἡμέραις ἄλλην ἑορτήν, οὐκ ἂν δι´ αἰνιγμάτων ἀλλ´ ἄντικρυς Βάκχου καλουμένην, τελοῦσιν. Ἔστι δὲ καὶ κραδηφορία τις ἑορτὴ καὶ θυρσοφορία παρ´ αὐτοῖς, ἐν ᾗ θύρσους ἔχοντες εἰς τὸ ἱερὸν εἰσίασιν· εἰσελθόντες δ´ ὅ τι δρῶσιν, οὐκ ἴσμεν, εἰκὸς δὲ βακχείαν εἶναι τὰ ποιούμενα· καὶ γὰρ σάλπιγξι μικραῖς, ὥσπερ Ἀργεῖοι τοῖς Διονυσίοις, ἀνακαλούμενοι τὸν θεὸν χρῶνται, καὶ κιθαρίζοντες ἕτεροι προΐασιν, οὓς αὐτοὶ Λευίτας προσονομάζουσιν, εἴτε παρὰ τὸν Λύσιον εἴτε μᾶλλον παρὰ τὸν Εὔιον τῆς ἐπικλήσεως γεγενημένης.
Οἶμαι δὲ καὶ τὴν τῶν σαββάτων ἑορτὴν μὴ παντάπασιν ἀπροσδιόνυσον εἶναι· Σάβους γὰρ καὶ νῦν ἔτι πολλοὶ τοὺς Βάκχους καλοῦσιν καὶ ταύτην ἀφιᾶσι τὴν φωνὴν ὅταν ὀργιάζωσι τῷ θεῷ, οὗ πίστωσιν ἔστι δήπου καὶ παρὰ Δημοσθένους λαβεῖν καὶ παρὰ Μενάνδρου, καὶ οὐκ ἀπὸ τρόπου τις ἂν φαίη τοὔνομα πεποιῆσθαι πρός τινα σόβησιν, ἣ κατέχει τοὺς βακχεύοντας· | αὐτοὶ δὲ τῷ λόγῳ μαρτυροῦσιν, ὅταν σάββατα τελῶσι, μάλιστα μὲν πίνειν καὶ οἰνοῦσθαι παρακαλοῦντες ἀλλήλους, ὅταν δὲ κωλύῃ τι μεῖζον, ἀπογεύεσθαί γε πάντως ἀκράτου νομίζοντες.
Καὶ ταῦτα μὲν εἰκότα φαίη τις ἂν εἶναι· κατὰ κράτος δὲ τοὺς ἐναντίους πρῶτον μὲν ὁ ἀρχιερεὺς ἐλέγχει, μιτρηφόρος τε προϊὼν ἐν ταῖς ἑορταῖς καὶ νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος, χιτῶνα δὲ ποδήρη φορῶν καὶ κοθόρνους, κώδωνες δὲ πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος, ὑποκομποῦντες ἐν τῷ βαδίζειν, ὡς καὶ παρ´ ἡμῖν· ψόφοις δὲ χρῶνται περὶ τὰ νυκτέλια, καὶ χαλκοκρότους τὰς τοῦ θεοῦ τιθήνας προσαγορεύουσιν· καὶ ὁ δεικνύμενος ἐν τοῖς ἐναντίοις τοῦ νεὼ θύρσος ἐντετυπωμένος καὶ τύμπανα· ταῦτα γὰρ οὐδενὶ δήπουθεν ἄλλῳ θεῶν ἢ Διονύσῳ προσῆκεν.
Ἔτι τοίνυν μέλι μὲν οὐ προσφέρουσι ταῖς ἱερουργίαις, ὅτι δοκεῖ φθείρειν τὸν οἶνον κεραννύμενον καὶ τοῦτ´ ἦν σπονδὴ καὶ μέθυ, πρὶν ἄμπελον φανῆναι· καὶ μέχρι νῦν τῶν τε βαρβάρων οἱ μὴ ποιοῦντες οἶνον μελίτειον πίνουσιν, ὑποφαρμάσσοντες τὴν γλυκύτητα οἰνώδεσι ῥίζαις καὶ αὐστηραῖς, Ἕλληνές τε νηφάλια ταὐτὰ καὶ μελίσπονδα θύουσιν, ὡς ἀντίθετον φύσιν μάλιστα τοῦ μέλιτος πρὸς τὸν οἶνον ἔχοντος. Ὅτι δὲ τοῦτο νομίζουσι, κἀκεῖνο σημεῖον οὐ μικρόν ἐστι, τὸ πολλῶν τιμωριῶν οὐσῶν παρ´ αὐτοῖς μίαν εἶναι μάλιστα διαβεβλημένην, τὴν οἴνου τοὺς κολαζομένους ἀπείργουσαν, ὅσον ἂν τάξῃ χρόνον ὁ κύριος τῆς κολάσεως· τοὺς δ´ οὕτω κολα...
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A3%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AC_%CE%94%CE%84
0 comments: