Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022

Λάμπρος Κ. Σκόντζος Θεολόγος-Συντακτική ομάδα του Arisvinews : Άγιοι Μιχαήλ Χωνιάτης και Ανδρέας.

    

Μέσα από τη σύγχρονη πνευματική Βαβέλ και το πυκνό σκοτάδι της ψυχαναγκαστικής ιδεοληψίας κατά της χριστιανικής πίστης, προβάλλουν οι ολόφωτες μορφές των αγίων της Εκκλησίας μας για να μας θυμίσουν ότι η πίστη στο Χριστό είναι φως, διότι ο «αρχηγός και τελειωτής» της πίστεώς μας Ιησούς (Εβρ.12,2), είναι ο Ίδιος «το φως το αληθινόν» (Ιωάν.1,9), και το «φως του κόσμου» (Ιωάν.8,12). Οι άγιοι και το έργο τους είναι οι ισχυροί ιστορικοί κόλαφοι κατά των διαφόρων χριστιανομάχων, οι οποίοι, λασπολογώντας, θέλουν να παρουσιάσουν την Εκκλησία μας ως σκοτάδι.


ΑΓΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΧΩΝΙΑΤΗΣ. 

Μια από τις μυριάδες ολόφωτες μορφές της Εκκλησίας μας είναι και ο Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος, επίσκοπος Αθηνών. Γεννήθηκε το 1138 στη πόλη Χώνες της Μ. Ασίας. Ως έφηβος πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσει στα εκεί ονομαστά πανεπιστήμια. Άλλωστε η Βασιλεύουσα υπήρξε για περισσότερα από οκτακόσια χρόνια το πνευματικό και μορφωτικό κέντρο του κόσμου. Με την κατάρρευση του αρχαιοελληνικού παιδευτικού ιδεώδους, η παιδεία και ο πνευματικός πολιτισμός του αρχαίου κόσμου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εμβαπτισμένος στα νάματα της χριστιανικής διδασκαλίας, καλλιέργησε και έδωσε στην ανθρωπότητα τον νέο και αξεπέραστο ως τα σήμερα ελληνοχριστιανικό πολιτισμό.

Ο φιλομαθής Μιχαήλ  σπούδασε τη θεολογία και την ελληνική φιλοσοφία, η οποία ουδέποτε έπαψε να διδάσκεται και να καλλιεργείται από τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ευτύχησε επίσης να έχει δάσκαλό του τον σοφό Ευστάθιο, αργότερα αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ο οποίος τον μύησε στην ελληνοχριστιανικό πολιτισμό. Όταν περάτωσε τις σπουδές του μια νέα ευλογία και χαρά θα πάρει ο Μιχαήλ. Το 1175 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Αθηνών και το 1182 προήχθη σε μητροπολίτης της παλιάς λαμπρής πόλης της Ελλάδος. Διαποτισμένος από το γνήσιο χριστιανικό μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας και γοητευμένος από την αρχαιοελληνική σκέψη της αέναης αναζήτησης της αλήθειας και του ωραίου, ήρθε στην πόλη που δόξασε κάποτε την Ελλάδα και όλο τον κόσμο.

Αλλά, αλίμονο, αλλιώς περίμενε να δει την Αθήνα και διαφορετικά τη βρήκε. Δεν υπήρχε ίχνος της παλιάς της λάμψης. Συνάντησε ένα άσημο χωριό, ρημαγμένο με πάμφτωχους, πεινασμένους, ρακένδυτους και αμόρφωτους κατοίκους, οι οποίοι μιλούσαν γλώσσα σχεδόν ακατανόητη σε εκείνον, κάποιους ακατανόητους γλωσσικούς ιδιωματισμούς, τους οποίους έκανε τρία χρόνια να μάθει ο λόγιος επίσκοπος! Μάλιστα λένε οι βιογράφοι του  φοβούταν ο ίδιος μήπως εκβαρβαριστεί, μιλώντας τη βαρβαρική τους γλώσσα!

Εγκαταστάθηκε σε κτήριο της επισκοπής στην Ακρόπολη, δίπλα στην Παναγία Αθηνιώτισσα, στον αρχαίο Παρθενώνα, ο οποίος ήταν αφιερωμένος από παλιά στην Παρθένο Μαρία. Με την ευκαιρία της ενθρόνισής του, κάλεσε τους Αθηναίους και τους εκφώνησε έναν υπέροχο λόγο. Τους θύμισε πως είναι απόγονοι ευκλεών προγόνων και πως η συνέχεια δε διακόπηκε ως τις μέρες τους. Το μόνο που χάθηκε ήταν ο πολιτισμός και η παιδεία, για τα οποία θα φρόντιζε να τα ξαναβρούν!

Τη μεγάλη αυτή απώλεια τη θρηνούσε με λυγμούς και απίστευτο ψυχικό τάραχο! Γι’ αυτό και αποφάσισε να ξαναδώσει στην πόλη, που είχε δώσει την παιδεία στην οικουμένη, να ξαναγίνει η μήτρα του παγκόσμιου πολιτισμού, έχοντας τώρα και το πνευματικό και ηθικό στήριγμα του σωτήριου μηνύματος του Χριστού. Άρχισε ευθύς

ένα τεράστιο έργο ποιμαντικής αναδιοργάνωσης της τοπικής εκκλησίας και μια τιτάνια προσπάθεια πνευματικής ανάτασης του άξεστου λαού της αττικής γης.

Αλλά δυστυχώς η πολιτική κατάσταση της εποχής εκείνης, όχι μόνο δε βοήθησε τον δραστήριο επίσκοπο να πραγματοποιήσει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του, αλλά και τα ματαίωσε, δίνοντας αφάνταστη πίκρα και απογοήτευση στην ευγενική ψυχή του! Την προσπάθειά του δεν εγκατέλειψε ποτέ στα τριάντα χρόνια της επισκοπικής του διακονίας. Ο Μιχαήλ ήταν για το ποίμνιό του και ο εθνάρχης του. Κάθε φορά που κινδύνευε ο πληθυσμός από τις βαρβαρικές επιδρομές, είτε των Σαρακηνών, είτε των Αράβων, είτε των πειρατικών επιδρομών, έμπαινε μπροστάρης για τη σωτηρία του λαού. Το 1203 υπεράσπισε την Αθήνα από την εισβολή του Λέοντα Σγουρού, ο οποίος είχε ιδρύσει ανεξάρτητη ηγεμονία Ναυπλίου και Αργολίδος.

Ένα χρόνο αργότερα έρχεται άλλη μεγαλύτερη συμφορά.  Ένα φοβερό ιστορικό γεγονός θα συγκλονίσει τον επίσκοπο Μιχαήλ και μαζί του ολόκληρη τη Ρωμανία, η άλωση της Πόλης του 1204 από τα βάρβαρα στίφη των «χριστιανών» παπικών σταυροφόρων, κατά την Δ΄ σταυροφορία.  Όπως ολόκληρο το βυζαντινό κράτος, έτσι και η Αττική θα καταληφτεί από τους σταυροφόρους. Ο αδίστακτος τυχοδιώκτης Βονιφάτιος ο Μομφερατικός με τους διψασμένους για λάφυρα σταυροφόρους, μπήκαν στην Αθήνα και τη λεηλάτησαν χωρίς έλεος. Άρπαξαν ό, τι βρήκαν και βεβήλωσαν τις ορθόδοξες εκκλησιές. Μαζί με τα άλλα λάφυρα άρπαξαν και την πλουσιότατη βιβλιοθήκη του επισκόπου Μιχαήλ.

Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την επισκοπή του και να ματαιωθεί έτσι το τεράστιο έργο του, που βρισκόταν σε εξέλιξη. Αφού περιπλανήθηκε στη Θεσσαλονίκη και την Εύβοια, κατέληξε στην Κέα, όπου κοιμήθηκε γύρω στα 1222. Ανακηρύχτηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται στις 4 Ιουλίου.

Ο Μιχαήλ αναδείχτηκε και ως δόκιμος συγγραφέας. Στο σημαντικό έργο του «Χρονική Διήγησις» καλύπτει τα ιστορικά γεγονότα από το 1118 μέχρι το 1207, με κυριότερη αναφορά του στην άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους του 1204. Έγραψε επίσης κατηχητικές ομιλίες, πανηγυρικούς και θρηνητικούς λόγους, επιστολές και ποιήματα.

Θεωρούμε σημαντικό να αναφερόμαστε σε προσωπικότητες σαν τον άγιο Μιχαήλ Χωνιάτη, διότι είναι ένας κορυφαίος εκπρόσωπος της άρρηκτης ένωσης Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Είναι οι ζώσες αποδείξεις στα ανιστόρητα ψευδολογήματα όσων «ιστορικών» και «διανοουμένων», αρνούνται πεισματικά να δεχτούν την πιο σημαντική πνευματική ένωση της ιστορίας, τη σύζευξη Χριστιανισμού και Ελληνισμού, τη μήτρα του σύγχρονου παγκόσμιου πολιτισμού.

 : 

ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΗΤΗΣ.

Την Πέμπτη της Ε΄ εβδομάδος των Νηστειών ψάλλεται στην Εκκλησία μας ο Μέγας Κανόνας, το έξοχο ποίημα του αγίου Ανδρέα Κρήτης, ενός από τους μεγαλύτερους ποιητές και ρήτορες της Εκκλησίας μας.

Ο άγιος Ανδρέας γεννήθηκε στη Δαμασκό της Συρίας το έτος 660 από ευσεβείς Έλληνες γονείς, τον Γεώργιο και την Γρηγορία. Λόγω ότι μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών ήταν άλαλος, τον αφιέρωσαν στην υπηρεσία της Εκκλησίας, ως πράξη ευγνωμοσύνης στο Θεό. Μαζί με την  ευσέβεια του έδωσαν και σοβαρή μόρφωση. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών πήγε με τους γονείς του στην Ιερουσαλήμ, όπου ο Πατριάρχης Θεόδωρος τον έθεσε υπό την προστασία του. Το 678 εκάρη μοναχός, στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος και προήχθη σε αξιωματούχος της πατριαρχικής αυλής (νοτάριος). Από νωρίς έδειξε ασυνήθιστη δράση, κυρίως στον τομέα της φιλανθρωπίας. Επέδειξε, παρ’ όλο το νεαρό της ηλικίας του ασυνήθιστη πνευματική ωριμότητα, ώστε κατέκτησε την αγάπη και το θαυμασμό των αγιοταφητών πατέρων. Μάλιστα εκτιμήθηκαν οι ικανότητές του ώστε αναφέρεται πως έλαβε μέρος στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο ως αντιπρόσωπος του Θεοδώρου Ιεροσολύμων στην Κωνσταντινούπολη. Κάποιοι αμφισβητούν τη συμμετοχή του αυτή, αλλά επιβεβαιώνεται η αποστολή του το 685 στην Κωνσταντινούπολη, προκείμενου να επιδώσει τη γραπτή ομολογία πίστεως στις αποφάσεις της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων. Θα παραμείνει στη Βασιλεύουσα, διότι η Ιερουσαλήμ είχε κατακτηθεί από τους Άραβες. Εκεί προήχθη περί το 695 σε διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας και του ανατέθηκε το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας και η διεύθυνση ορφανοτροφείου «Άγιος Παύλος» και ενός πτωχοκομείου. Με το ζήλο του και τα φυσικά του προσόντα αναδείχτηκε σημαίνων κληρικός της Μεγάλης Εκκλησίας. Εκεί έδειξε τις σπάνιες ρητορικές και ποιητικές του ικανότητες.

Περί το 700 με 710 εξελέγη μητροπολίτης Γόρτυνος Κρήτης, όπου προήδρευε δωδεκαμελούς ιεραρχίας. Η δράση του υπήρξε θαυμαστή. Κήρυττε ανελλιπώς, έκτισε ναούς, οργάνωσε φιλανθρωπικά ιδρύματα, άσκησε μέριμνα σε περιόδους επιδημιών, λιμών και ληστρικών επιδρομών από τους Σαρακηνούς. Το 712 εξαναγκάστηκε από τον Φιλιππικό Βαρδάνη να συμμετάσχει σε ψευδοσύνοδο, η οποία αποκατέστησε την αίρεση του Μονοθελητισμού και είχε καταδικάσει την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά αμέσως μετά το θάνατο του Φιλιππικού ανακάλεσε την υπογραφή του. Φυσικά δεν υπάρχει ίχνος στα συγγράμματά του αιρετικής απόκλισης.

Το 740 ταξίδεψε και πάλι για εκκλησιαστικές υποθέσεις. Γυρίζοντας όμως στάθμευσε στη Λέσβο, στο λιμάνι της Ερεσσού, αποβίωσε και το σώμα του θάφτηκε στο ναό της Αγίας Αναστασίας. Έλαβε την προσωνυμία Ιεροσολυμίτης, διότι είχε λάβει την μοναχική του κουρά στην Αγία Γη. Ανακηρύχτηκε άγιος της Εκκλησίας μας και η μνήμη του εορτάζεται στις 4 Ιουλίου.

Ο άγιος Ανδρέας συγκαταλέγεται στις μεγάλες ποιητικές μορφές της Εκκλησίας μας. Ταυτόχρονα υπήρξε απαράμιλλος ρήτορας, ανώτερος και αυτού του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Μας άφησε ένα σημαντικό συγγραφικό έργο, το οποίο διακρίνεται σε ρητορικούς λόγους και εκκλησιαστικούς ύμνους. Μας έχουν διασωθεί σαράντα εννέα πανηγυρικοί και εγκωμιαστικοί λόγοι του, σε διάφορες εορτές του ενιαυτού.  Δεν τονίζονται ιδιαίτερα τα δόγματα στα έργα του, διότι στην εποχή του είχαν λυθεί. Όμως αξιοθαύμαστο είναι το ποιητικό – υμνογραφικό έργο του. Υπήρξε ταυτόχρονα ποιητής και υμνωδός. Δεν λίγοι οι εν χρήσει ύμνοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι έχουν γραφεί και μελοποιηθεί από τον άγιο Ανδρέα και διακρίνονται σε ιδιόμελα και κανόνες. Έγραψε περισσότερους από εκατό κανόνες, από τους οποίους μας έχουν διασωθεί πενήντα οκτώ, σε διάφορες εορτές και εξακόσιοι ενενήντα ειρμοί.

Θεωρείται ο πρώτος εισηγητής του υμνολογικού είδους των κανόνων, το οποίο παραμέρισε τα κοντάκια και παγίωσε μια νέα εποχή για την εκκλησιαστική υμνογραφία, ως τα σήμερα.

Ο άγιος Ανδρέας συνδέεται με τον περίφημο Μεγάλο Κανόνα, ο οποίος, όπως προαναφέραμε, ψάλλεται στην Εκκλησία μας κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Είναι ο πλέον μακρόσυρτος κανόνας, αποτελούμενος από 261 τροπάρια και γι’ αυτό ονομάζεται Μεγάλος. Αποτελείται από 9 ωδές, περιέχοντας και τη 2η ωδή, η οποία παραλείπεται από τους άλλους κανόνες, λόγω του ελεγκτικού της περιεχομένου. Το περιεχόμενό του έχει χαρακτήρα συναίσθησης της αμαρτωλότητας και έκφραση της μετάνοιας. Αναφέρεται στα κυριότερα γεγονότα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αρχίζοντας από τη δημιουργία και την πτώση των πρωτοπλάστων και καταλήγει στην εν Χριστώ σωτηρία. Η καλλιέπειά του είναι θαυμαστή. Ο ιερός ποιητής συνδύασε την ρητορική του δεινότητα και την ποιητική του ικανότητα, ώστε συνέθεσε ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Χρησιμοποιεί συχνή ομοιοκαταληξία, γεγονός σπάνιο στην εκκλησιαστική υμνογραφία, καθώς και άφθονες παρομοιώσεις. Τα κοσμητικά επίθετα είναι όντως εντυπωσιακά και συνθέτουν μια υπέροχη λογοτεχνική πανδαισία. Η δε γλώσσα του ύμνου είναι η λόγια της εποχής, όμως αρκετά κατανοητή από τους πιστούς.

Σπουδαίοι μελετητές της εκκλησιαστικής μας ποιήσεως αποφάνθηκαν πως ο Μέγας Κανόνας είναι μια μεγάλη θρηνητική ελεγεία, η οποία θρηνεί τον πεσόντα στην αμαρτία άνθρωπο. Διεισδύει ο ιερός ποιητής  στα κατάβαθα της ανθρώπινης ψυχής και ως άριστος γνώστης της, ζητά να αναζωπυρώσει τους κρυμμένους σπινθήρες της μετάνοιας. Να ξυπνήσει τον αμαρτωλό από τη θανατερή νωθρότητα και την αφασία της αμαρτίας, και να τον φέρει «εις εαυτόν», όπως τον άσωτο υιό της γνωστής παραβολής (Λουκ.15,13-32). Να του δώσει το σωτήριο έναυσμα για μετάνοια και συντριβή, η οποία θα τον οδηγεί στην εν Χριστώ απολύτρωση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου