Ξημερώνει σέ λίγες ὦρες ἄλλη μία παράξενη 25η Μαρτίου. Αὔριο θά χτυπήσουν ξανά οἱ καμπάνες, ὅμως θά εἶναι θλιμμένος ὁ ἦχος τους. Γιατί αὔριο εἶναι νά γιορτάσουμε τήν Παναγιά μας στή μεγάλη της γιορτή, μέ τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς σωτηρίας μας. Μά ἡ Παναγιά μας κλαίει. Κλαίει γιά μᾶς, γιά τήν ἀνεπίστροφη κατηφόρα μας, γιά τήν ἐθελούσια ἐξορία μας, γιά τό ἀμετανόητο ξόδεμά μας σέ κακοτράχαλες στενωπούς πλάνης καί ἀποστασίας.
Ἀλλά οὔτε καί ἡ ἄλλη μεγάλη γιορτή της πατρίδας δέν θά τιμηθεῖ πραγματικά. Παρά μόνο μέσα σέ συνθῆκες ντροπῆς καί αὐτοακύρωσης. Μέ ἀπόν κάθε φρόνημα εὐψυχίας, μέ παρόντες τούς δεσμοφύλακες βιαστές τῆς λευτεριᾶς μας, μέ φίμωτρα καί προφυλάξεις, μέ κυρίαρχα καί ὀφθαλμοφανῆ παντοῦ τά σύμβολα τῆς σύγχρονής μας σκλαβιᾶς.
Καί εἶναι βέβαια καί αὐτά τά διακόσια (σύν ἕνα) χρόνια, πού σέ πληγώνουνε διπλά. Ἀκριβῶς τόσα χρόνια ἐλευθερίας συμπληρώνουμε αὔριο, ἔτσι τουλάχιστον δέν λέμε; Δύο ὁλόκληρους (καί κάτι) αἰῶνες – κι ἐμεῖς συνεχίζουμε νά τούς «ἐορτάζουμε» μέσα στή ντροπή. Μήπως ὅμως τέτοια ντροπή εἶναι τελικά πού μᾶς πρέπει, ἔτσι ὅπως καταντήσαμε; Λαός στή μεγάλη του πλειονότητα μπερδεμένος καί ἀμνησιακός, ἀφελληνισμένος καί ἀκατήχητος, ἐμμονικά ἐγκλωβισμένος σέ αὐταπᾶτες καί ὑποταγμένος σέ ἐσμούς καί συμμορίες ὁρκισμένων ὀλετήρων, ἴσως αὐτήν τήν κατάντια νά μᾶς ἄξιζε νά ζήσουμε στό τέλος δύο αἰώνων πού οὔτε πραγματική λευτεριά μᾶς ἔφεραν ποτέ, οὔτε ἀνάσταση καί λυτρωμό τοῦ Γένους. Καί πού εἰδικά ὁ επίλογός τους, τά τελευταῖα αὐτά σαράντα χρόνια, ἤτανε ἡ πιο φριχτή κατάδυση στόν βοῦρκο τῆς ἀθλιότητας καί τῆς παρακμῆς.
Αὐτή τή στιγμή εἴμαστε στό πιό βαθύ καί σκοτεινό σημεῖο τῆς συνολικῆς Ἱστορίας μας. Ἴσως λοιπόν «ἄξια ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν». Μέ αὐτές τίς ἀνεκδιήγητες πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές ἡγεσίες, μέ αὐτούς τούς πολιτειακούς ἄρχοντες, μέ αὐτές τίς χυδαῖες καί ἐλεεινές ἐλίτ, μέ αὐτές τίς συμμορίες «μαζικῆς ἐνημέρωσης», μέ αὐτούς τούς «ἐπιστήμονες», μέ αὐτούς τούς δασκάλους. «Τέτοια λευτεριά τή σιχάθηκα» – τί ἄλλο ἄραγε θά μποροῦσε νά πεῖ ξανά σήμερα ὁ μέγας Μακρυγιάννης, πέρα κι ἀπό τήν ἄλλη του θρηνητική κραυγή ὅτι «λευτερωθήκαμεν ἀπό τούς Τούρκους καί σκλαβωθήκαμεν εἰς ἀνθρώπους κακορίζικους, ὅπου ἦταν ἡ ἀκαθαρσία τῆς Εὐρώπης»; Μετά ἀπό τόσες καί τόσες δεκαετίες ψευτορωμέικου, ἴσως αὐτός νά εἶναι ὄντως καί ὁ πιό κατάλληλος τρόπος γιά νά τό «τιμήσουμε» κατά πῶς τοῦ ἀξίζει. Καί συμβολικά ὁ πιο ταιριαστός, ἀλλά καί οὐσιαστικά ὁ συνεπέστερος.
Ὅσο κι ἄν εἶναι ὅμως πρωτόγνωρα θλιμμένη καί παράξενη, αὐτή ἡ αὐριανή μέρα παραμένει μεγάλη. Στή διπλή της ὑπόσταση. Ἐμεῖς κάναμε ὅ,τι μπορούσαμε ἐδῶ καί τόσα χρόνια, γιά νά τή μαγαρίσουμε (καί ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί ὡς Ἕλληνες), μά ἡ λάμψη της εἶναι πάντα ἐκεῖ – στάχτες καί ἀκαθαρσίες μπορεῖ νά τή σκεπάσανε, ὅμως εἶναι ἀδύνατο νά τή σβήσουν. Καί ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό, εἰδικά σήμερα, δέν γίνεται νά ἀναλωθοῦμε οὔτε σέ ἀνοησίες γιά δῆθεν «δύο αἰῶνες ἐλευθερίας», οὔτε φυσικά καί στίς συνήθεις εὐχές γιά «χρόνια πολλά». Εἴμαστε ἀντίθετα ὑποχρεωμένοι – περισσότερο ὑποχρεωμένοι ἀπό κάθε ἄλλη φορά – νά τή βιώσουμε αὐτή τή μέρα μέ περισυλλογή καί περίσκεψη. Μέ πόνο καί αἴσθημα ντροπῆς. Μέ σκληρή αὐτοκριτική καί ἐπιτέλους ἀποφάσεις γιά μεταστροφή καί ἐξανάσταση. Καί ἄν γιά κάτι ὀφείλουμε νά εὐχηθοῦμε, αὐτό εἶναι μόνο γιά νά μᾶς φωτίσει ὁ Θεός. Καί μετά νά μᾶς ἀξιώσει νά κάνουμε κι ἐμεῖς στή ζωή μας γιά τήν πατρίδα κάτι μικρό ἔστω, ἀλλά πάντως ἀντάξιο ὅλων ἐκείνων τῶν ἡρώων.
Τί ἀξία ἔχουν ἄλλωστε τά πολλά τά χρόνια, ἄν εἶναι νά συνεχίσεις νά ζεῖς μέσα σ’ αὐτό τό ἀπερίγραπτο τέλμα τοῦ ἐξανδραποδισμοῦ, τῆς προδοσίας, τῆς κατάρρευσης τοῦ παντός, τῆς ἐκούσιας ἐξορίας ἀπό τό φωτεινό Βασίλειό Του, τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό τήν ἀγκαλιά τῆς μεγάλης Μάνας μας; Κλεισμένοι ἐδῶ καί δεκαετίες σέ νοητά δεσμωτήρια ἰδεοληπτικῶν ψυχώσεων καί νεοεποχίτικης λοβοτομῆς, ἀλλά πλέον, ἐδῶ καί δύο χρόνια, κλεισμένοι καί μέσα σέ νέους τοίχους φυλακῆς – σκλάβοι δυό φορές πιά. Μέ κλειδωμένες ἐκκλησιές (γιατί βεβαίως κλειδωμένες παραμένουν, ὄχι πλέον μέ ὑλικές ἀμπάρες, ἀλλά μέ τίς ἀλυσίδες τῆς πλάνης καί τῆς μολυσματικῆς βλασφημίας πεπτωκότων ποιμένων), μέ φιμωμένα στόματα καί μέ ἀλλοιωμένες συνειδήσεις. Αὐτοεγκλωβισμένοι σέ ἀπίστευτα ἀφηγήματα πού ἀποδεχθήκαμε ὡς τή μόνη ἀλήθεια. Πετώντας μόνοι μας ἄκριτα καί ἀβασάνιστα στή χωματερή κεκτημένα καί αὐτονόητα μέχρι χτές δικαιώματα. Θυσιάζοντας ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ στόν βωμό τοῦ φόβου πάτρια, θέσμια, ἱερά καί ὅσια αἰώνων. Δεσμῶτες τῆς ὑστερίας καί τοῦ πανικοῦ. Παίρνοντας μέρος σάν τά ποντίκια (ἀλλά ἐκουσίως καί αὐτοπροαιρέτως ἐμεῖς) σέ νεοταξικά πειράματα ἐλέγχου καί παγκόσμιας ἐπιβολῆς. Καί ἔχοντας ἀπομείνει ἄπνοοι καί ἡμιθανεῖς στούς καναπέδες μας, νά βλέπουμε ἀποχαυνωμένοι ἀφιερώματα σέ μακρινές κι ὁλοένα καί πιό ξεθωριασμένες ἡμέρες ἀγώνων καί ἡρώων τῆς πίστης καί τῆς πατρίδας, πού ὅμως ἀδυνατοῦν πιά ἐπί τῆς οὐσίας νά μᾶς ἀγγίξουν πραγματικά.
Μακροημέρευση μέσα σ’ αὐτόν τόν δυσώδη βόρβορο πού βαθαίνει καί βρωμίζει ὅλο καί περισσότερο, μόνο εὐνουχισμένοι καί τρομοκρατημένοι σκλάβοι τῆς Νέας Τάξης καί τῆς Νέας Ἐποχῆς μποροῦν νά εὔχονται. Καλή μετάνοια λοιπόν νά λέμε, πάνω ἀπ’ ὅλα. Καλή μετάνοια! Δηλαδή πλήρη, ὁλοκληρωτική και ἔμπρακτη ἀλλαγή τοῦ νοός!
Καί σάν μετανοήσουμε καί κλάψουμε πικρά γιά τά ἀποτρόπαια χάλια μας καί ξαναβροῦμε τούς ἑαυτούς μας, πού μόνοι μας τούς κάναμε κουρέλι καί παρανάλωμα στή δίνη τῶν Καιρών, τότε πιά νά εὐχηθοῦμε καί τό ἄλλο: «Καλή λευτεριά»! Ἤ μπορεῖ καί «καλό βόλι»!
Γιά νά μπορέσουμε νά ἐπιχειρήσουμε κι ἐμεῖς τή Μεγάλη Ἔξοδο ἀπό τόν βοῦρκο. Μήπως καί ξαναβροῦμε ἐπιτέλους Ἀνάσταση καί Λευτεριά.
Ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου.
Ν. ΔΑΠΕΡΓΟΛΑΣ
0 comments: