Η νέα θρησκεία εξαπλώθηκε γρήγορα κυρίως στην Ανατολή, με κέντρα την Αίγυπτο, την Συρία, την Μικρά Ασία, και στην Δύση με κέντρο την Ρώμη.
Η αύξηση των Χριστιανών και το γεγονός ότι κατά τον 3ο αιώνα είχαν εισδύσει σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, σε μια περίοδο δύσκολή για το ρωμαϊκό κράτος, το οποίο είχε να αντιμετωπίσει εκτός από την πολιτική και οικονομική κρίση και τις συνεχείς επιθέσεις των βαρβάρων στα σύνορά του, προκάλεσε την αντίδραση του εθνικού κόσμου. Τοπική άρχοντες, αλλά και οι ίδιο οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, εξαπέλυσαν διωγμούς εναντίον των Χριστιανών.
Οι λόγοι δίωξης των Χριστιανών μπορούν να αναζητηθούν σε οικονομικά, πολιτικά και προσωπικά αίτια (εθίγησαν οικονομικά συμφέροντα ορισμένων τάξεων, η πολιτική καχυποψία των ηγεμόνων, η αδυναμία κατανόησης των θεμελιωδών αντιλήψεων του Χριστιανισμού από τους φιλοσόφους στα έργα των οποίων στηριζόταν η πολεμική εναντίον των Χριστιανών, καθώς και η περιφρόνηση των ειδώλων από τους Χριστιανούς, κ.α.). Κυρίως, όμως τα μέτρα εναντίον των οπαδών της νέας θρησκείας είχαν ως σκοπό την αποκατάσταση της παραδοσιακής ρωμαϊκής πειθαρχίας, με την στήριξη της στην θρησκεία της παλαιάς ενδόξου και αδιαφθόρου Ρώμης, προκειμένου να ξεπερασθεί η κρίση και να σταθεροποιηθεί η αυτοκρατορία.
Οι πιστοί της πρώτης Εκκλησίας χρειάσθηκε να δοκιμασθούν σκληρά για την πίστη τους. Καρπός της εποχής αυτής των κατακομβών και των σπηλαίων όπως χαρακτηρίζεται, είναι το νέφος των καλλινίκων μαρτύρων, το μαρτύριο των οποίων θεωρήθηκε μίμηση του πάθους του Χριστού. Το ψυχικό σθένος των μαρτύρων και οι δοκιμασίες, τις οποίες υπέστησαν, περιγράφονται στα Πρακτικά ή Πράξεις Μαρτύρων (Acta ή Gesta), κείμενα που περιγράφουν τις δίκες των Μαρτύρων σύμφωνα με τα επίσημα Πρακτικά των ρωμαϊκών δικαστηρίων, όπως τα κατέγραφαν οι ταχυγράφοι ή άλλοι κρατικοί υπάλληλοι, καθώς και στα λεγόμενα Μαρτύρια (passiones), τα οποία αποτελούν εκτενείς διηγήσεις της δίκης και της θανάτωσης του μάρτυρος από αυτόπτες μάρτυρες ή και από σύγχρονούς τους συγγραφείς. Διασώθηκαν Μαρτύρια, όπως το λεγόμενο Μαρτύριον Πολυκάρπου (γύρω στο 156), το Μαρτύριον Κάρπου, Παπύλου, Αγαθονίκης (γύρω στο 161-169), Επιστολή των Εκκλησιών Βιέννης και Λουγδούνου προς τας Εκκλησίας Ασίας και Φρυγίας (177-178), Μαρτύριον του Απολλωνίου (180-185), Μαρτύριον Περπετούας και Φηλικιτάτης (202, πρόκειται για το πιο αξιόλογο), και άλλα, τα οποία εξέδωσε ο αείμνηστος καθηγητής π. Χρήστου. Όταν σταμάτησαν οι διωγμοί, προκειμένου να διατηρηθεί ζωντανή στη μνήμη της Εκκλησίας η θυσία των μαρτύρων, κατηρτίσθησαν κατάλογοι, όπου καταγράφονταν οι μάρτυρες και διηγήσεις γι’ αυτούς, τα γνωστά Μαρτυρολίγια, τα οποία αποτελούν συλλογές από Πράξεις και Μαρτύρια.
Σύμφωνα με τα κείμενα των Μαρτυρίων, τα αυτοκρατορικά διατάγματα επέβαλλαν την προσφορά θυσιών ή θυμιάματος στους βωμούς των θεοτήτων ή των αυτοκρατόρων και την βρώση ειδωλοθύτων με την απειλή της θανατικής ποινής. Οι ρωμαϊκές αρχές συνελάμβαναν τους Χριστιανούς μετά από δημόσια παραδοχή τους ότι πρεσβεύουν την νέα θρησκεία, είτε κατόπιν εκούσιας παράδοσής τους στις αρχές είτε μετά από καταγγελία τους. Οι διοικητές των επαρχιών ή των πόλεων ακόμη και ο ίδιος ο αυτοκράτορας, ανέκριναν τους Χριστιανούς. Οι δίκες ήταν, ως επί το πλείστον, δημόσιες (διεξάγονταν στην αγορά, στον ειδωλολατρικό ναό, σε κεντρικό σημείο της πόλης) και η εξέταση άρχιζε με ερωτήσεις σχετικές με το όνομα, το γένος, την πατρίδα, την τάξη και την θρησκεία του Μάρτυρος. Ο εξεταστής προσπαθούσε με κάθε μέσο (υποσχέσεις, κολακείες, εκφοβισμό) να πείσει τον μάρτυρα να θυσιάσει στα είδωλα, γι’ αυτό και οι δίκες διαρκούσαν μέρες ή επαναλαμβάνονταν.
Στα Μαρτυρολόγια περιγράφεται το θάρρος και ο ηρωϊσμός των μαρτύρων, που είναι έτοιμοι να υποστούν τα πάντα χάριν της πίστεώς τους, και παρουσιάζεται η στάση που τηρούν έναντι της ειδωλολατρείας. Παρά το ότι αντιμετωπίζουν με ανεξικακία τους σκληρούς διώκτες τους και καταβάλλουν προσπάθεια να τους απομακρύνουν από την πλάνη των ειδώλων, διότι θεωρούν ότι πίσω από όλες τις ανίερες πράξεις τους κρύβονται οι δαίμονες, δεν διστάζουν να εμποδίσουν θυσίες, να ελέγξουν τους ηγεμόνες για τις αυτοκρατορικές διατάξεις που επιβάλλουν τις θυσίες στα είδωλα, να επιπλήξουν Χριστιανούς όταν τις εκτελούν. Τολμούν και διακηρύσσουν ότι τα είδωλα είναι ύλη στο χρόνο φθειρόμενη, έργα τεχνιτών, χρυσοχόων και τορνευτών, γλυπτά χειρών ανθρώπων, άψυχα, απατηλά φαντάσματα δαιμόνων και όσοι θυσιάζουν σ’ αυτά είναι όμοιοι μ’ αυτά, και ότι οι θεοί των ειδωλολατρών θα απολεσθούν, διότι δεν έζησαν ποτέ, αλλά εξαρτώνται από την τιμή που τους αποδίδουν οι άνθρωποι.
Το θάρρος τους δεν σταματά εδώ, προχωρούν ευθαρσώς και στην αποκάλυψη της χριστιανικής τους ιδιότητας. Αναφωνούν συνεχώς «Χριστιανός ειμι», καλούμενοι να αρνηθούν τον Χριστό ή απαντώντας σε οποιαδήποτε ερώτηση σχετική με το όνομα, το γένος, την καταγωγή ή την τάξη τους. Ομολογία που εκφράζει την πίστη τους στον άφθαρτο αιώνιο Θεό σε αντίθεση με τα φθαρτά κτιστά είδωλα, τα εφευρετήματα των δαιμόνων, τα επινοήματα και τα έργα των ανθρώπων τα οποία καλούνται να λατρεύσουν. Η ομολογία τους είναι συμπυκνωμένη θεολογία, διότι κηρύττουν τα δόγματα της πίστεως ενώπιον των εθνικών. Στα Μαρτύρια απαντώνται ομολογίες που θυμίζουν βαπτιστήρια σύμβολα, που εκφράζουν την πίστη στο Χριστό, τον Υιό του Θεού, στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα. Ομολογούν ότι ο Θεός είναι Παντοκράτωρ, ποιητής ουρανού και γης και θαλάσσης και πάντων των εν αυτοίς, δίδουν μαρτυρία περί της ενσάρκου οικονομίας, όπου κυριαρχεί η σωτηριολογία. Προκρίνουν της παιδείας των Ελλήνων την σοφία των Αποστόλων, έντονη είναι επίσης και η πίστη τους στην ανάσταση των νεκρών.
Οι μάρτυρες οδηγούνται με χαρά και αταραξία προς το μαρτύριο, αρνούμενοι επιμόνως να θυσιάσουν στα είδωλα, με αποτέλεσμα να θεωρούνται παράφρονες και να χαρακτηρίζονται ως αποστρεφόμενοι την ζωή, το Δε μαρτύριο να θεωρείται ως τάση αυτοκτονίας. Η στάση αυτή των μαρτύρων προκαλεί τις περισσότερες φορές βαθειά εντύπωση και θαυμασμό στους διώκτες και στο πλήθος των ειδωλολατρών που παρίσταται, με αποτέλεσμα πολλοί εξ αυτών να ασπάζονται την χριστιανική πίστη. Από την άλλη στηρίζεται και ενισχύεται το φρόνημα των Χριστιανών.
Συνεπώς ορθώς οι Μάρτυρες χαρακτηρίζονται καθαιρέτες της πολυθέου πλάνης των ειδώλων, συγχρόνως Δε ερμηνευτές και απόστολοι του Ευαγγελίου του Χριστού, γιατί απέσπασαν εκ της πλάνης των ειδώλων μυριάδες ψυχών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντιμετώπισης της πλάνης των ειδώλων από τους μάρτυρες αποτελεί το παράδειγμα της Αγίας Αικατερίνης. Η Αγία Μεγαλομάρτυς και πάνσοφος Αικατερίνα ήταν θυγατέρα του βασιλίσκου Κόστου ή Κώστου. Μαρτύρησε επί αυτοκράτορος Μαξιμίνου το 305 μ.χ.
Οι γραπτές πηγές που αναφέρονται στην αγία, απετέλεσαν αντικείμενο ερεύνης, δεδομένου ότι οι πληροφορίες για την Αγία δεν απαντούν στα αρχαία Μαρτυρολόγια. Από τα μαρτύρια της Αγίας Αικατερίνης είναι γνωστά τέσσερα: α) το Μαρτύριον το οποίο συνέταξε ο Συμεών ο Μεταφραστής (10ος αιώνας) και εξεδόθη στον 116ο τόμο της PG (στήλες 276-301), β) το μαρτύριον το οποίο αποδίδει εις εαυτόν Αθανάσιος ο ταχυγράφος, ονομάζοντας τον εαυτό του υπηρέτη της Αγίας εντός του κειμένου (ταύτα εγώ Αθανάσιος, ταχυγράφος άμα και δούλος υπάρχων της κυρίας μου Αικατερίνης συνεγραψάμην τα υπομνήματα αυτής εν πάση ασφαλεία), και γ) δύο Μαρτύρια αγνώστων συγγραφέων. Τα δύο μαρτύρια των ανωνύμων συντακτών και το μαρτύριον που συνέταξε ο Αθανάσιος ταχυγράφος, εξεδόθησαν από τον J. Viteau το 1897, ο οποίος προσδιορίζει χρονικά το αρχαιότερο στο πρώτο μισό του ζ’ ή στο δεύτερο μισό του στ’ αιώνα. Επίσης Εγκώμιον εις την Αγίαν συνέγραψε ο Αναστάσιος Πρωτασηκρήτις ( τον θ’ ή ι’ αι. λίγο μετά το πέρας της εικονομαχικής έριδας), το οποίο εξέδωσε ο πρωτοπρεσβύτερος καθηγητής Γεώργιος Μεταλληνός(20). Στην έκδοση του Μαρτυρολογίου του Σινά από τον καθηγητή δ. Τσαμη (1989,2003) συμπεριελήφθησαν δύο Μαρτύρια της έκδοσης του J. Viteau, το Μαρτύριον του Συμεών του Μεταφραστού και το Εγκώμιον του Αναστασίου του Πρωτασηκρήτη(21). Μαρτύριο της Αγίας περιέχεται στο Μηνολόγιον του Βασιελίου(22) και στο Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως(23). Εκτενής παράφραση του Μαρτυρίου της Αγίας απαντάται στην Περιγραφή του θεοβάδιστου όρους Σινά(24), στον Παράδεισο(25) και σε συναξαριστικές συλλογές(26).
Η Αγία, όπως μαρτυρούν τα αγιολογικά κείμενα, είχε μελετήσει όλα τα χριστιανικά και εθνικά κείμενα. Η πολυμάθειά της παρουσιάζεται λεπτομερώς στο Μαρτύριο που συνέταξε ο Αθανάσιος ο ταχυγράφος, όπου πληροφορούμαστε ότι η Αγία είχε διδαχθεί την ρητορική επιστήμη σύμφωνα με τα βιργιλικά και δημοσθενικά δόγματα. Γνώριζε την τέχνη του Ασκληπιού, του Ιπποκράτη και του Γαληνού, του Αριστοτέλη , του Ομήρου και του Πλάτωνα, του Φιλιστίωνα και Ευσεβίου, του Ιανού και Ιαμβρή, την νεκρομαντεία της Σίβυλλας και γενικά όλα τα έργα των ρητόρων και φιλοσόφων και ποιητών. Εγνώριζε και πολλές γλώσσες.
Μετά από εντολή του αυτοκράτορα η Αικατερίνη συζήτησε με πενήντα φιλοσόφους και όπως μας λέγει η σχετική με την Αγία υμνογραφία, αντιπαρατάχθηκε λαμπρώς, έλεγξε την θρασύτητα των φλύαρων ρητόρων, την δεινή μανία της πολυθεϊας, εφίμωσε τους ασεβείς ρήτορες και εμείωσε την πλάνη. Γι’ αυτό και στην εικονογραφία παριστάνεται κρατώντας σταυρό ή κλαδί φοίνικα ή βιβλία, τα οποία δηλώνουν την σοφία της και συμβολίζουν τον θρίαμβό της κατά της ειδωλολατρείας. Ας σημειωθεί ότι η Αγία είναι από τις δημοφιλέστερες άγιες γυναίκες στον χριστιανικό κόσμο. Θεωρείται από τους Ρωμαιοκαθολικούς προστάτις των φιλοσόφων, καθηγητών, μαθητών και τιμάται ιδιαίτερα ως προστάτις των φιλοσοφικών σχολών της Γερμανίας και των Παρισίων.
Ας διέλθουμε όμως σύντομα τα αγιολογικά κείμενα, όπου περιέχεται η απολογία που εξεφώνησε η Αγία ενώπιον του αυτοκράτορα, για να παρακολουθήσουμε τον συγκλονιστικό διάλογο της Αγίας με τους ρήτορες. Ο Μαξιμίνος εξέδωσε διάταγμα με το οποίο επέβαλλε στους υπηκόους του να προσφέρουν θυσίες στα είδωλα. Πλήθος λαού συγκεντρώθηκε στην Αλεξάνδρεια και ο ίδιος κατευθύνεται προς τον ναό για να θυσιάσει. Η πόλη ασφυκτιά και παντού ακούγονται οι κραυγές των ζώων. Η Αγία μην μπορώντας να αντέξει στη σκέψη ότι εξαιτίας των απειλών του τόσος λαός χάνεται πνευματικά και προδίδει τον Χριστιανισμό, προσφέροντας θυσία στον ναό των ειδώλων, κίνησε για τον ναό και μόλις έφθασε, με τον αέρα της βασιλικής της καταγωγής, ζήτησε να ανακοινώσει κάτι σπουδαίο στον βασιλιά.
Με ευγένεια και απόλυτη ηρεμία, μα και με σταθερότητα και «αρρενωπω τω φρονήματι», όπως τονίζει ο εγκωμιαστής της Αγίας Αναστάσιος Πρωτασηκρήτις, «πάντων αλογήσασα των εκείσε, κινεί με τον εαυτής λογιώτατον νουν, αναπετάσασα Δε και τας του ρητορικωτάτου στόματος πύλας»(31). Και ευθύς δίδει το πρώτο δείγμα της σοφίας της. Αποκαλεί απάτη ειδωλολατρική, μωρία και αισχύνη την προσφορά θυσιών σε είδωλα θνητών ανθρώπων. Ελέγχει και κατηγορεί τον ίδιο τον βασιλέα, διότι είναι όργανο ενός δαίμονα που τον έχει τυφλώσει και δεν του επιτρέπει να δει την αλήθεια, έπρεπε τουλάχιστον να γνωρίζει τι λένε οι σοφοί για τα είδωλα. Επικαλούμενη τον Διόδωρο τον Σικελιώτη και τον Πλούταρχο, αναπτύσσει ένα από τα συνήθη θέματα της χριστιανικής απολογητικής ( καταδίκη της λατρείας χειροποίητων θεών), κάνοντας έμφανη και την άρτια κλασσική ελληνική παιδεία της. Κατά τον Διόδωρο οι θεοί είναι άνθρωποι, οι οποίοι λόγω κάποιας αξιομνημονεύτου πράξεως τιμήθηκαν με ανδριάντες και με στήλες. Οι μεταγενέστεροι πλανήθηκαν και τους θεώρησαν αθανάτους και τους συμπεριφέρθηκαν ως θεούς, επινοώντας θυσίες και τιμές γι’ αυτούς. Μάλιστα, συμπληρώνει η Αγία, ότι ο σοφός Πλούταρχος τους υπεύθυνους για την απόδοση λατρείας στους ψεύτικους θεούς κατηγορεί ως εισηγητές της πλάνης των αγαλμάτων.
Η Αικατερίνη αφού θέσει τον βασιλέα ενώπιον των ευθυνών του, περνά σε ομολογία πίστεως προκειμένου να τον οδηγήσει στην αλήθεια, ομολογία που φανερώνει την γνώση των δογμάτων της Ορθοδόξου πίστεως. Η ρητορική της ικανότητα εντυπωσιάζει τον αναγνώστη, όταν διαπιστώνει ότι εντός έξι στίχων παρουσιάζει το μεγαλείο της Ορθοδόξου διδασκαλίας, μιλά για τον Θεό δημιουργό, για την ενανθρώπηση του λόγου του Θεού και για το σχέδιο της θείας οικονομίας, «επίγνωθι, βασιλεύ, Θεόν αληθή μόνον τον δεδωκότα σοι την βασίλειον ταύτην αρχήν, προσέτι δε κ’αυτό το ζην παρασχόμενον, ος Θεός ων αϊδιος και αθάνατος και άνθρωπος ύστερον εγένετο δι’ ημάς και σταυρόν και θάνατον είλετο, του θανάτου της παρακοής ημάς ανιστών και ως αυτός οίδε την σωτηρίαν πραγματευόμενος. Ούτος και των πλανωμένων εστί Σωτήρ και τους μετανοούντας ηπίως και προσηνώς υποδέχεται».(32)
Ο Μαξιμίνος μένει έκθαμβος από το θαρραλέο φρόνημά της, αλλά και την περισσή ομορφιά της. Με εντολή του η Αικατερίνη οδηγήται στα ανάκτορα, ενώ ο ίδιος συνεχίζει την θυσία. Μετά το πέρας της τελετής ο βασιλιάς ζητά να μάθει ποια είναι και ποια η σημασία των λόγων της. Η Αικατερίνη τονίζει την βασιλική της καταγωγή και για άλλη μια φορά επιδεικνύει την μόρφωσή της, όχι καμαρώνοντας με ματαιοφροσύνη, αλλά με σκοπό να δείξει ότι περιφρόνησε όλες τις κοσμικές τιμές και την κοσμική δόξα για την αγάπη του Ιησού Χριστού, ο οποίος δια μέσω του προφήτη Ησαϊα είπε: «απολώ την σοφία των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω».(33) Όταν δε ο βασιλιάς εκφράζει τον θαυμασμό του για την σωματική της ωραιότητα και την παρρησία της, παρομοιάζοντάς την με θεϊκή οπτασία, δράττεται της ευκαιρίας για να δείξει το πως οι δαίμονες, που πιστεύει για θεούς, παραπλανούν τους ανθρώπους με αποτέλεσμα να θεωρούν θεούς τα κτίσματα. Συγχρόνως τον προτρέπει να θαυμάσει την σοφία του Δημιουργού που την έπλασε κατ’ εικόνα Του και, όταν αυτός δείχνει ενοχλημένος για την προσβολή προς τους θεούς του, τον προκαλεί να συζητήσουν, προκειμένου να γνωρίσει τον αληθινό Θεό «ου και όνομα μόνον λαλούμενον ή και σταυρός εν τω αέρι διατυπούμενος φυγάδας σου τους θεούς απεργάζεται».(34)
Ο Μαξιμίνος αντιλαμβάνεται την αδυναμία του μπροστά στις δυνατότητές της, στην ρητορική δεινότητα της μάρτυρος, την παραπέμπει σε πενήντα φιλοσόφους της εποχής, των οποίων εφιστά την προσοχή τονίζοντάς τους ότι πρέπει να προετοιμαστούν προσεκτικά, γιατί θ’ αντιμετωπίσουν ανδρειώτατο αανταγωνιστή, που, αν και γυναίκα, διαθέτει αρρενωπό φρόνημα και τόση σοφία, που αν την ανταγωνίζονταν ο ίδιος ο Πλάτωνας θα έπαιρνε το δεύτερο βραβείο μετά από αυτήν.
Η Αγία οδηγείται μπροστά στον πρώτο των ρητόρων. Αυτός με αλαζονική φωνή και άγριο βλέμμα ζητά να δικαιολογήσει την θέση της, πως τολμά να μιλά με τόση θρασύτητα και ασυλλόγιστα για τους θεούς, τους οποίους εξύμνησαν οι μεγάλοι ποιητές και σ’ αυτούς οφείλει την σοφία της.
Η Αγία ευθύς απαντά με υποδειγματική πραότητα και σύνεση ότι την σοφία της την οφείλει στον μοναδικό Θεό, ο οποίος είναι η μοναδική σοφία και η ζωή, και η τήρηση των εντολών του αποτελεί την αρχή μιας σοφίας τελειότερης και μεγαλύτερης. Όταν, όμως, αναφέρεται στους θεούς των σοφών, στην συνέχεια, οι λόγοι της γίνονται επιθετικοί και απαξιωτικοί: «τα δε των υμετέρων θεών καταγέλαστα όντα και πολλής γέμοντα της απάτης, ουκέτι ουδέ αξίου τινος έτυχε ψόγου».(35) Όταν ο ρήτωρ επικαλείται τον σοφό Όμηρο και τον ποιητή Ορφέα, οι οποίοι μιλούν για τους αθάνατους θεούς του, και τολμά να αμφισβητήσει την θεότητα του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού, υποστηρίζοντας ότι κανείς σοφός δεν κάνει λόγο γι’ αυτόν, η μάρτυς παρουσιάζει τα χωρία, που αντλεί από τα συγγράμματα των αρχαίων ποιητών και φιλοσόφων, τα οποία δείχνουν ότι η φιλοσοφική σκέψη είχε κορεστεί από τον μύθο των θεών με τα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες και αναζητούσε από καιρό κάτι ανώτερο.
Ο ίδιος ο Όμηρος, αναφέρει η Αγία, απαριθμεί τα ατοπήματα του Δία, τον αποκαλεί ψεύτη, διεστραμμένο, πανούργο, απατεώνα, που αν και πατέρας των θεών κινδύνευσε να συρθεί ως δεσμώτης από την Ήρα, την Αθηνά και τον Ποσειδώνα. Για τον μουσικό Ορφέα επισημαίνει ότι στην Θεογονία του καταλογίζει μεγάλη παραφροσύνη στους ανθρώπους που δεν νοούν να καταλάβουν αυτό για το οποίο ο σοφός Σοφοκλής βεβαιώνει, λέγοντας: «Υπάρχει Θεός, ο οποίος δημιούργησε τον ουρανό και την μεγάλη γη και το γαλάζιο κύμα της θάλασσας και τις ορμές των ανέμων. Οι θνητοί ξεγελασμένοι από την μεγάλη πανουργία δημιουργήσαμε ευχαριστήσεις διαφόρων εδεσμάτων για τους θεούς, καθώς και αγάλματα από ξύλα και λίθους και εικόνες από χρυσό καμωμένες και εφεύραμε θυσίες γι’ αυτούς και καινούργιες γιορτές και αυτά τα θεωρούσαμε ότι είναι ευσέβεια».(36)
Ο διάλογος μετατρέπεται σε μονόλογο. Η υπεροχή της Αγίας είναι πλέον αισθητή. Έφθασε πλέον η στιγμή που θα καταρρίψει και το τελευταίο κατ’ αυτούς επιχείρημα ότι δηλ. τον Εσταυρωμένο αγνοούν οι σοφοί τους, αποκαλύπτοντας τοιουτοτρόπως τον μερικό φωτισμό των Ελλήνων φιλοσόφων από τον ίδιο τον Λόγο του Θεού (σπερματικός λόγος). Αρχικά αναφέρει τα αποκαλυπτικά λόγια της Σίβυλλας, της πιο σοφής απ’ τις γυναίκες: «Ύστερα από πολύ καιρό θα φθάσει κάποτε κάποιος σ’ αυτήν την πολυδιηρημένη γη και χωρίς σφάλμα θα γεννηθεί με σάρκα με ανεξάντκητα όρια θεότητας και θα λυτρώσει από τα ανίατα πάθη τον άνθρωπο. Αυτόν θα τον φθονήση ένας άπιστος λαός και θα κρεμαστεί ψηλά σαν καταδικασμένος σε θάνατο. Όλα αυτά θα τα υποφέρει με πραότητα». Στην συνέχεια αναφέρει και την αλήθεια που ξεστόμισε ο μάντης τους ο Απόλλων: «Ένας ουράνιος με πιέζει ισχυρά, ο οποίος είναι τριλαμπές φως. Αυτός είναι Θεός, που έπαθε χωρίς να πάθει τίποτα η θεότητά του, γιατί είναι συγχρόνως θνητός και αθάνατος. Αυτός είναι μαζί Θεός και άνθρωπος, όλα υποφέροντάς τα από τους θνητούς, δηλαδή τον σταυρό, την ύβρη, την ταφή, ο οποίος κάποτε από τα μάτια του έχυνε θερμά δάκρυα, ο οποίος πέντε χιλιάδες ανθρώπους με ψωμί χόρτασε. Αυτό βέβαια χρειαζότανε θεϊκή δύναμη. Ο Χριστός είναι ο Θεός μου, ο οποίος καρφώθηκε στο ξύλο, ο οποίος πέθανε, ο οποίος από τον τάφο ανέβηκε στο ουρανό».(37)
Στην συνέχεια ο Συμεών ο Μεταφραστής εκθέτει την θαυμάσια ομολογία πίστεως της Αγίας, η οποία θεωρούμε ότι ενέχει θέση κατηχήσεως των έκπληκτων ρητόρων, που λίγο αργότερα θα απαρνηθούν την ειδωλολατρική θρησκεία και θα ζητήσουν την μεσιτεία της Αγίας για να συγχωρεθούν από τον αληθινό Θεό και να ασπασθούν τον Χριστιανισμό γεγονός που θα τους οδηγήσει αμέσως στο μαρτύριο.
Η Αικατερίνη θεολογεί με την χάρη του Αγίου Πνεύματος(38), αναπτύσσει το δόγμα της δημιουργίας του κόσμου, ομολογεί τον Υιό και λόγο του Θεού, ο οποίος είναι συνάναρχος, συναϊδιος με τον Πατέρα, ομιλεί για τις δύο φύσεις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, για την ενανθρώπηση και το σωτηριώδες έργο Του, την σταύρωση και την ανάστασή Του, καθώς και για την αποστολή στον κόσμο του Παρακλήτου. (39)
Τέλος η Αγία καλεί όλους όσοι την ακούν να πάρουμε μέρος στα παθήματά του, να γίνουμε συμμέτοχοι στην απεικόνιση του θανάτου του και κοινωνοί Χριστού για να βρεθούμε κι εμείς στην ανάσταση και βασιλεία Του, όπως έπραξε και η ίδια όταν έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου, κλείνοντας ερμητικά τα ώτα της στις κολακείες και στις υποσχέσεις για επίγειες τιμές και δόξες, καθώς πρώτα με την θερμή της πίστη συνετέλεσε ώστε πολλοί ειδωλολάτρες να ασπασθούν τον Χριστιανισμό και να μαρτυρήσουν, όπως η σύζυγος του του Μαξιμίνου και ο στρατηγός του Πορφυρίων με διακόσιους στρατιώτες του.
0 comments: